«Είναι άδικο. Αδικο». Είναι η φράση που έχουμε διαβάσει και γράψει περισσότερο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης τους τελευταίους μήνες. Το καλοκαίρι του 2018, ύπουλο, σκληρό, δεν μας αφήνει να πάρουμε ανάσα. Οι κακές ειδήσεις, οι απώλειες ζωών, μας χτυπάνε η μια μετά την άλλη. Θάνατοι ανθρώπων που αγαπήσαμε, θαυμάσαμε, κάναμε σύμβολα, θάνατοι συμπολιτών. Καταστροφές, οι πυρκαγιές, δεκάδες νεκροί πάνω στη στιγμή της χαράς που από μωρά μαθαίναμε ότι είναι νομοτελειακά τα καλοκαίρια. Η ανεμελιά ηττήθηκε.
Χθες, ο θάνατος της Ρίκας Βαγιάννη. Ενώ ακόμα είμαστε σε πένθος για τους 91 στο Μάτι. Και νωρίτερα ο Σταύρος Τσακυράκης, ο Μάνος Ελευθερίου, αρχές καλοκαιριού ο Κρις Γραμματίδης. Συνεχής ματαίωση της ύπαρξης, το καλοκαίρι αυτό είναι σαν να τρίβει στα μούτρα μας την υπενθύμιση της θνητότητας. Μια χώρα που την πνίγει το άδικο, μια χώρα σε πένθος. Είναι δύσκολο να συνέλθεις από τα συνεχή σοκ, την κακή την είδηση, που αντί να την συνηθίζεις αρχίζεις και την φοβάσαι πιο πολύ. Ο θρήνος μεγαλώνει τον φόβο, την ανασφάλεια. Το πετσί δεν σκληραίνει, μελανιάζει πιο εύκολα στο επόμενο χτύπημα.
Και μαζί με τον θρήνο κάτι σαν ενοχή. Ετσι δεν είναι; Ενοχή που εσύ είσαι σωματικά, ουσιαστικά αλώβητος από αυτό. Είσαι εδώ, είσαι ολόκληρος, είσαι όπως πριν. Με έναν δισταγμό την στιγμή που υψώνεις το ποτήρι, βάζεις τη μουσική πιο δυνατά, γέρνεις με δάκρυα στα μάτια από τα γέλια στον ώμο ενός φίλου. Η ζωή συνεχίζεται, αλλά αλλιώς. Και ίσως αυτή η ενοχή να μας κάνει συχνά να εκφραζόμαστε τόσο δραματικά για απώλειες ανθρώπων που δεν γνωρίσαμε καν προσωπικά. Κάπως έτσι, μέσα από αυτή τη θρηνιτική διαδικασία, γινόμαστε μια κοινότητα με ανθρώπους που ποτέ δεν είχαμε κοινά σημεία, ίδια ενδιαφέροντα, κοινή γλώσσα. Ο θρήνος μας κάνει σχεδόν συγγενείς.
«Κάποιες φορές μοιάζει σαν να είσαι ελαφρά μεθυσμένος, ή σε σύγχυση. Υπάρχει κάτι σαν αόρατη κουβέρτα ανάμεσα στον κόσμο και σε εμένα. Δυσκολεύομαι να καταλάβω αυτά που λένε οι άλλοι. Ή ίσως μου είναι δύσκολο να θέλω να καταλάβω. Θέλω όμως να είναι γύρω μου άνθρωποι. Τρέμω τις στιγμές που μένω μόνος. Αρκεί να μην μιλούν σε εμένα, αλλά μεταξύ τους». Διαβάζοντας το «Η ανατομία μιας οδύνης» του Κ.Σ. Λιούις είναι σαν να διαβάζεις μέσα στον συναισθηματικό χάρτη αυτού του καλοκαιριού. Που μας έπνιξε το άδικο. Και ο φόβος.