Τι καθηλωτικό πράγμα το ταλέντο! Τι είδαμε; Τι ήταν αυτό που είδαμε! Ελάχιστες ώρες αφότου παρακολουθήσαμε την παράσταση «Το πάρτι της ζωής μου» με την Ελένη Ράντου, έχοντας πλέον καταχωρίσει την παράσταση στη δική μου λίστα «Οι παραστάσεις της ζωής μου» και έχοντας ακόμα στις παλάμες μου την αφή του δυνατού χειροκροτήματος, ακριβώς όπως όλα τα χέρια αυτού του γεμάτου για δεύτερη χρονιά θεάτρου.
«Δεν της το είχα» λέει ο διπλανός μου σκουπίζοντας τα μάτια του και προσπαθώντας να ρεγουλάρει την ανάσα του. Κι εγώ, ακριβώς τα ίδια. Πρώτη φορά τη βλέπω στο θέατρο. Πώς δεν πέθανε από ασφυξία στην τηλεόραση; Πώς δεν έκαψε φρένα στις πίστες που δεν σήκωναν γκάζια τόσων δυνατοτήτων ταλέντου που διέθετε;
«Το πάρτι της ζωής μου», γραμμένο και παιγμένο από την ίδια, είναι ένα ιδιοφυές δημιούργημα. Ενας μονόλογος που σε καθηλώνει για δύο ώρες που δεν καταλαβαίνεις πώς κυλάνε, λες και παρακολουθείς έναν πολυμελή θίασο. Ολα αναδίδουν ευφυΐα. Ενα κοριτσάκι σε μια οικογένεια με μια μητέρα βαθιά καταθλιπτική, που αδιέξοδα φτάνει σε απόπειρες αυτοκτονίας και κάποτε καταλήγει στην άνοια και έναν πατέρα απόντα-παρόντα, δηλαδή αμήχανο για δράση, που παρακολουθεί σωματοποιώντας το δράμα με ένα σωρό τικ.
Καταφύγιο και δύναμη της μικρής (και εξαιρετικό τέχνασμα της παράστασης) μια προσωπική λίστα στην οποία καταγράφει, από την παιδική της ηλικία, πράγματα για τα οποία αξίζει να ζει κάποιος. Πρώτα πρώτα, για το παγωτό! Η λίστα της όλο και διανθίζεται, όλο και μακραίνει ανάλογα με την ηλικία ή με τον ρόλο στη ζωή… Από το παγωτό φτάνει στο γλωσσόφιλο με τον πρώτο έρωτα. Και πάει και πάει. Τα χρόνια περνούν. Ανθρωποι προστίθενται. Η Ράντου μεταλλάσσεται σε ένα σωρό ανθρώπους-ρόλους. Κόρη, θηλυκό, γκόμενα, μάνα, πατέρας, σύζυγος, γιος…
Σου λαχανιάζει τα συναισθήματα. Τα χρόνια τα δικά της και τα χρόνια της χώρας. Πολυτεχνείο, Μεταπολίτευση, Αλλαγή, Χρηματιστήριο, Ολυμπιάδα, κρίση… Πού μας τρέχει χωρίς να τρέχει; Από πού μας πήρε και πού μας φτάνει; Πώς τα χωράει; Πόσα θέματα ανοίγει παράλληλα και συγχρόνως; Τι σόι διατριβή κατόρθωσε στην πιο άγρια ενδιαφέρουσα σχέση, αυτήν μάνας – κόρης. Σε πόσα θεοσκότεινα δωμάτια σχέσεων τρυπώνει και ανάβει τα φώτα με ντίμερ;
Σιγά, σιγά, βελούδινα, όσο να το αντέχει η ψυχή… Ακριβώς όπως στην πιο δεξιοτεχνική ψυχοθεραπεία… Οσο να το αντέχεις και πάμε και πάμε… Θα αντέξεις, σου το υπογράφω. Με τέτοιο κείμενο! Τι έγραψε η Ράντου! Δάκρυα και γέλιο. Την άτιμη! Δεν της πάει η καρδιά να σου κυλήσει το δάκρυ, σ’ το φτάνει μέχρι βλεφαρίδα και αυτομάτως σου το αντιστρέφει σε γέλιο. Τι πόνου χιούμορ! Δεν ζεις χαρμολύπη αλλά σε πονηρεύει στη λύπη της χαράς. Αυτό είναι το έργο.
Η λύπη της χαράς. Το τέχνασμα των αξιοπρεπών πονεμένων ζωής. Πώς το κάνει; Αυτό το πλάσμα αγαπάει βαθιά. Τον άνθρωπο. Ως είδος. Ως μαχητή. Είμαι σίγουρη. «Δουλεμένος άνθρωπος» λέμε με την κόρη μου. Ωραίο να μεγαλώνεις έτσι! Δύο ώρες σε μια σκηνή καθοδηγούμενη από μια εξίσου ευφυή σκηνοθεσία του Ανέστη Αζα, χωρίς περιττούς εξυπνακισμούς και χωρίς να κάνει κοιλιά πουθενά. Ενα ευφυές σκηνικό της Μαγιού Τρικεριώτη, ως επίφαση σπιτιού, οικογένειας ταυτοποιημένο με τη διάλυση.
Και δύο ταλαντούχα πλάσματα, ένα μουσικό δίδυμο, οι String Demons, ήτοι Κωνσταντίνος και Λυδία Μπουντούνη, που ενεργούν ως σάουντρακ στάζοντας, τόσο-όσο, μουσικά μοτίβα που τσιμπάνε τις αναμνήσεις σου και χάνονται όπως ακριβώς ξεπετιούνται οι αναμνήσεις στο μυαλό των ανθρώπων και χάνονται. Μια μαγευτική ροή. Σας ακούγομαι ενθουσιασμένη. Είμαι, αλλά μου πήρε ώρες. Φεύγεις με ένα μούδιασμα… Εκείνο που σου συμβαίνει όταν αυτό που έζησες δεν μπορεί να καθίσει σε μια λέξη γιατί παραείναι πληθωρικό συναισθημάτων.
Θυμάμαι την πρώτη φορά της πενταετούς ψυχοθεραπείας μου, ξεκίνησα περιγράφοντας μια σχέση με τη φράση «Χρόνια προσπαθώ να βρω μια λέξη για το τι νιώθω για την… Δεν έχω, δεν βρίσκω…», «Αυτή είναι η λέξη» είπε ο ψυχοθεραπευτής μου. «Τι εννοείτε;» ρώτησα αμήχανα απορημένη. «Αυτή η λέξη που μόλις είπατε. “Δεν έχω, δεν βρίσκω”». Κι έτσι ξεκίνησα ένα ταξίδι, δραματικά ωραίο, ευλογημένο. Και βρήκα όλες τις λέξεις που δεν έβρισκα. Ελένη Ράντου, υποκλίνομαι. Ψιλοντρέπομαι ότι δεν σ’ το είχα.