Ηταν μια εποχή που οι τραγουδιστές μόνο τραγουδούσαν. Δεν γνωρίζαμε τη φωνή τους να μιλάει, να εκφράζει απόψεις, παρά μόνο να τραγουδάει. Το είχαν σαν ντροπή να μιλάνε… Ναι, είμαι σίγουρη, ντρέπονταν κιόλας. Μας πρόσφεραν το καλύτερό τους, λες και αυτό που ήθελαν να μας χαρίσουν ήταν το πλέον πολύτιμό τους. Τι να τα κάνεις όλα τα άλλα; Τα τραγούδια τους επίσης…Πώς να το πω; Λες και μας λοβοτομούσαν με ένα τραγούδι. Ξύπναγες μια μέρα και κατευθείαν το τραγουδούσες εσύ και όλη η Ελλάδα μαζί. Παντού! Με τη μία! Τα μαστόρια στις σκαλωσιές, τα τρανζιστοράκια, οι νοικοκυρές, οι περαστικοί.
Τα σπουδαία μπουζούκια, οι πίστες είχαν περίεργα ονόματα, όπως «Φαντασία», «Νεράιδα». Ο Βοσκόπουλος ήταν μύθος. Εβγαινε στην πίστα αφού πρώτα σου έβγαινε η ψυχή να τον δεις. Οι γυναίκες πήγαιναν με μάξι τουαλέτες, έκτιζαν σε κομμωτήρια κότσους περίτεχνους, οι άνδρες πάντα με κοστούμια. Δειπνούσαν με μπον φιλέ (έτσι το ονόμαζαν το φιλέτο) και φρούτα πασπαλισμένα κανέλα και ζάχαρη και έπιναν ουίσκι. Ηταν μια τελετουργία. Γεμάτη γαρδένιες. Και πιάτα. Οχι, δεν χόρευε το κοινό. Ισως πολύ αργά, μιλάμε προς ξημέρωμα, κάποιοι να σηκώνονταν. Αλλά δεν ήταν το σύνηθες.
Στα σκυλάδικα ήταν αλλιώς. Αλλη ατμόσφαιρα. Χορός, νταλκάς κ.λπ. Δεν είναι της παρούσης, ίσως σε άλλο κείμενο. Κάποτε μας πήραν οι γονείς μου μαζί με μια συμμαθήτριά μου. Μόλις βγήκε ο Βοσκόπουλος και άναψαν κάτι προβολείς γύρω γύρω σαν να δημιουργούσαν ένα κελί… Μείναμε. Σταμάτησε η καρδιά μας. Το θυμάμαι σαν τώρα. Και εκείνος έκανε κάτι κινήσεις τόσο χαρακτηριστικές, διακοπτόμενες, και μια φωνή διακοπτόμενη με ψιλές νότες, στο τσακ να τη σατιρίσεις αλλά, έλα που δεν! Ο Τόλης Βοσκόπουλος εξέφραζε το πάθος. Και έγινε ζευγάρι με τη Λάσκαρη που εξέφραζε τον πόθο…
Τι σόι φωτιά ένωσε δύο; Τι εξώφυλλα! Αναβαν τα χέρια στα κομμωτήρια να ξεφυλλίζουν Ρομάτζα και Φαντάζιο, σηκώνονταν οι κάσκες να προλάβουν σχολιασμούς. Και ήρθε και μια εμφάνιση κάποτε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Τέρμα έρωτας. «Ξανθή αγαπημένη Παναγιά». Ρεζίλι. Τι όμορφο ρεζιλίκι ο έρωτας! Σας τα λέω τηλεγραφικά; Κωδικοί μιας γενιάς. Τι να σας αναλύω; Δεν μεταφέρεται η ατμόσφαιρα. Μετά Μαρινέλλα. Τραγούδι μάτι με μάτι. Ερωτας. Μετά… Ασ’ τα. Πέρνα πάνω από τα «μετά». Δικαιούνται οι άνθρωποι χαμήλωμα. Δεν μ’ αρέσει να τα φέρνουμε ξανά στο προσκήνιο τώρα στο φευγιό του. Ασ’ τα, μωρέ!
Μέχρι που μπαίνει στο λιμάνι της Αντζελας Γκερέκου. Μιλάμε για θεά ομορφιάς. Τον προστάτευσε όμορφα, γλυκά. Εναν άνδρα που διατυμπάνιζε τον έρωτα όσο κανείς. Καλά τον προστάτευσε. Σήμερα διάβασα την αναχώρησή του. Αυθόρμητα…. «Το φεγγάρι πάνω, Θεέ μου». Αυτό σιγοτραγούδησα. Τον αποχαιρέτησα σαν κάποιον που αφηνόταν να γοητεύεται. Πολύ! Γοητευόταν από τη γυναίκα. Καμάρωνε τη γυναίκα. Θαύμαζε τη γυναίκα. Μεθούσε γυναίκα. Ενας και μόνο Μία με κεφαλαίο το Μ. Και ένα φεγγάρι, πάνωΘέ μου!.. Ατμόσφαιρα, τελικά, ήταν ο Τόλης. Τι να σας λέω; Τι να περιγράψουμε; Ανέβαινε μέχρι τέρμα ουρανό, μετά σμπαραλιάζονταν στο έδαφος. Και πάλι τέρμα ουρανό. Αυτή τη φορά δεν έχει έδαφος.
ΥΓ. Μπορώ να σκεφτώ τέσσερις άνδρες που φορούσαν το κοστούμι και όχι το αντίθετο. Ο ένας ήταν ο Τόλης Βοσκόπουλος. Οι άλλοι; Κωνσταντίνος Καραμανλής, Ζάχος Χατζηφωτίου, Στράτος Διονυσίου. Το κοστούμι είναι ιδιαίτερο ένδυμα.