Το Σαββατοκύριακο που μας πέρασε δημοσιεύθηκαν αρκετά άρθρα που κλήθηκαν, ουσιαστικά, να απαντήσουν στο εξής ερώτημα: «Θέλουμε να βρούμε τρόπο να απαγορεύσουμε στον Κασιδιάρη να κατέβει υποψήφιος στις δημοτικές εκλογές. Μπορούμε να το κάνουμε με κάποιο (νομικό) πρόσχημα;».
Απάντησαν μερικοί εξαιρετικοί νομικοί, κυρίως συνταγματολόγοι. Ατομα που εκτιμώ πολύ και διαβάζω πάντοτε με προσοχή την άποψή τους. Οι περισσότεροι επιχειρηματολόγησαν υπέρ της απαγόρευσης καθόδου. Αλλά δεν με έπεισαν, ούτε ως νομικό: όλες οι ερμηνείες και οι προτάσεις, όσο ενδιαφέρουσες και αν ήταν, δεν μπορούσαν να καλύψουν επαρκώς τον ελέφαντα στο δωμάτιο: ότι στην ουσία τους είναι φωτογραφικές.
Βέβαια, δεν έχει καμία σημασία το τι πιστεύω εγώ, είτε με πείθουν είτε όχι τα νομικά επιχειρήματα που διάβασα. Αλλά επειδή ήδη έχουν δημοσιευθεί και πολλές αντίθετες απόψεις, εξίσου καλών νομικών (που με πείθουν περισσότερο), είναι προφανές πως μια νομικίστικη αντιμετώπιση του ζητήματος προκαλεί περισσότερο κακό από αυτό που θέλει να αποτρέψει. Δίνει την εντύπωση στον μη ειδικό πως όσοι απαντούν έχουν κάνει πρώτα την πολιτική επιλογή τους και μετά την επενδύουν με νομικά επιχειρήματα. Μπορεί να μην είναι έτσι, αλλά αν φαίνεται πως έτσι είναι, δεν έχει πραγματική διαφορά.
Το ζήτημα είναι καθαρά πολιτικό και χρειάζεται καθαρόαιμα πολιτική λύση. Η προσπάθεια μετατροπής του σε «τεχνικό επιστημονικό ζήτημα» στο οποίο θα δοθεί «αντικειμενική απάντηση» από μια «ουδέτερη αξιολογικά επιστήμη» έχει προφανώς αποτύχει. Με αυτό δεν εννοώ (σε καμία περίπτωση) πως η διατύπωση γνωμοδοτήσεων δεν έχει ενδιαφέρον και δεν είναι χρήσιμη. Το ακριβώς αντίθετο, εμπλουτίζει τον δημόσιο διάλογο και μας βοηθά να βελτιώσουμε όλοι τα επιχειρήματά μας. Αλλά ως εκεί.
Θα μου πείτε, πώς δεν είναι τεχνικό ζήτημα, όταν κληθούν να αποφασίσουν δικαστές, που μπορεί να εμποδίσουν ή όχι την κάθοδο ενός ατόμου στις εκλογές; Οταν γίνουν συντονισμένες ενέργειες (από διάφορες αφετηρίες) που κατά πάσα πιθανότητα θα καταλήξουν και πάλι σε δικαστές; Οταν οι δικαστές έχουν τη διακριτική ευχέρεια να ενεργοποιήσουν διατάξεις και να τις ερμηνεύσουν με διαφορετικούς τρόπους;
Ετσι είναι. Αρα, αναγκαστικά, απευθύνομαι και εγώ στους δικαστές, αλλά όχι μόνο σε αυτούς. Διότι το ζήτημα δεν θα κριθεί μόνο στις αίθουσες των δικαστηρίων αλλά και στο πρωθυπουργικό γραφείο, και στο υπουργικό συμβούλιο και πιθανόν και αλλού.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Αν με παρακολουθείτε, θα γνωρίζετε πως εδώ και καιρό αλλά ιδίως από τις εκλογές του Μαΐου και μετά, έχω αρχίσει να φωνάζω για τον κίνδυνο της Ακροδεξιάς. Σχεδόν όλα όσα έγραψα εκεί καταλήγουν. Γιατί τώρα δεν συναινώ σε θεσμικές λύσεις που φαίνεται να έχουν και μια θεωρητική υποστήριξη από καλούς νομικούς;
Δεν συναινώ για τους εξής λόγους:
(α) Εχουμε δώσει στην κοινωνία το μήνυμα ότι κυριολεκτικά τρέμουμε τον Κασιδιάρη και τον απίθανο θίασο που τον ακολουθεί. Μεγάλο, τερατώδες λάθος. Που χειροτερεύει κάθε μέρα με κάθε ιδέα «φωτογραφικής διάταξης» ή «φωτογραφικής ερμηνείας» που θα προταθεί από οπουδήποτε. Δεν είναι απλώς λάθος αυτό που κάνουμε, είναι επικίνδυνο. Διότι, αυτές ιδίως τις ημέρες, περνάμε άλλη μια φάση απαξίωσης και απονομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος.
Η Ακροδεξιά μπορεί ανέξοδα να ασκεί κριτική ακόμα και στον πυρήνα της φιλελεύθερης δημοκρατίας, στις θεμελιώδεις αρχές της, εκμεταλλευόμενη καιροσκοπικά τις συστημικές παθογένειές της (διογκωμένες στην ελληνική περίπτωση). Τα αυτιά των πολιτών είναι πιο ανοιχτά αυτές τις ημέρες και πιο ευνοϊκά σε τέτοιου είδους αντισυστημικές κραυγές.
Δεν υπάρχει πιο εγκληματικό λάθος από το να δείξουμε πως μια φωνή μας φοβίζει ιδιαίτερα, ένα άτομο μας τρομοκρατεί τόσο ώστε είμαστε έτοιμοι να κάνουμε ό,τι χρειαστεί για να το εξαφανίσουμε. Ακόμα κι αν τα καταφέρουμε προσωρινά, δεν θα το πετύχουμε μακροπρόθεσμα: ακόμα και στην περίπτωση της προσωρινής επιτυχίας μας, θα διαπιστώσουμε σύντομα πως πρόκειται για Λερναία Υδρα.
(β) Σε τι βασίζεται η φιλελεύθερη δημοκρατία; Στη βία, στον καταναγκασμό, στον αυταρχισμό, στην απαγόρευση, στην εξόντωση των εχθρών της; Στη μαχητικότητά της; Οχι βέβαια. Είναι το μοναδικό πολίτευμα που βασίζεται στη συναίνεση των πολιτών, μια συναίνεση που είναι εύθραυστη και απαιτεί επιφυλακή και συντήρηση – καθημερινά. Η συναίνεση αυτή, όμως, δεν εξασφαλίζεται με την απειλή ή την επιβολή αλλά με την πειθώ και με το παράδειγμα.
Η φιλελεύθερη δημοκρατία είναι το μοναδικό πολίτευμα που ανέχεται τους εχθρούς του, τους δίνει χώρο, τους επιτρέπει να της ασκούν κριτική, τους επιτρέπει να εκλέγονται και να την προκαλούν, ακόμα και να δοκιμάζουν τις αντοχές της.
Η φιλελεύθερη δημοκρατία είναι από τη φύση της ανεκτική, δεν μπορεί να είναι τίποτε λιγότερο. Μαχητική της επιτρέπεται να είναι μόνο όταν δέχεται πραγματική επίθεση, όχι υποθετική και η μάχη πρέπει να δίνεται για την προστασία της ανοιχτής κοινωνίας όταν αυτή κινδυνεύει πραγματικά. Της επιτρέπεται να είναι μαχητική όταν έχει απέναντί της επιθετικές πράξεις, όχι φρονήματα, όσο απεχθή κι αν είναι αυτά.
Η μέχρι σήμερα αντιμετώπιση της Ακροδεξιάς έχει, προφανώς, αποτύχει. Φοβάμαι ότι κινδυνεύουμε να συνεχίσουμε την ίδια διαδρομή, στον ίδιο λανθασμένο δρόμο. Είναι λανθασμένος για πολλούς λόγους αλλά κυρίως γιατί είναι αναποτελεσματικός. Οι αγαπητοί συνάδελφοι με τους οποίους διαφωνώ στο ποια είναι η ορθή νομικά, θεσμικά και πολιτικά απάντηση στην Ακροδεξιά, συμφωνούν μαζί μου τουλάχιστον σε αυτό: μας ενδιαφέρει όλους η αντίδρασή μας να είναι αποτελεσματική και μας ενδιαφέρουν όλους οι μακροπρόθεσμες συνέπειες. Οταν το συνειδητοποιήσουμε αυτό, κάποιες λύσεις απορρίπτονται αυτομάτως.
Ολοκληρώνοντας, θα θυμίσω αυτό που έχω τόσες φορές τονίσει. Το πρόβλημα βρίσκεται στη μεγάλη ζήτηση για ακροδεξιές πολιτικές προτάσεις. Δεν είναι η προσφορά που δημιουργεί αυτή τη ζήτηση. Στην ελληνική περίπτωση, μάλιστα, τρέχει ιδρωμένη να την καλύψει, ευτυχώς μέχρι τώρα με σχετικά μικρή επιτυχία σε σχέση με το μέγεθος της ζήτησης. Οσο η ζήτηση διατηρείται υψηλή, όσους περιορισμούς και να θέσουμε στην προσφορά, αυτή θα επανεμφανιστεί.
Από ένα σημείο και μετά, οι περιορισμοί μπορεί να την οδηγήσουν ακόμα και στην παρανομία (το βλέπουμε αυτές τις ημέρες). Μια παρανομία που θα στηρίξουν ή θα ανεχθούν πτυχές του βαθέος κράτους, ακόμα και δημόσιοι διανοούμενοι. Ας αφήσουμε, λοιπόν, την προσφορά κι ας επικεντρωθούμε στη ζήτηση.
Αυτή μπορεί να μειωθεί με δύο τρόπους: με τη ριζική μεταρρύθμιση στο εκπαιδευτικό μας σύστημα που η ιδεολογία του (ξεκινώντας από το θλιβερά υπερσυντηρητικό άρθρο 16) και η πράξη του δημιουργούν το εύφορο έδαφος για αυτές τις ιδέες· και με την επανανομιμοποίηση της φιλελεύθερης δημοκρατίας, που καταφέραμε να συκοφαντήσουμε πλήρως στα μάτια των πολιτών. Και οι δύο είναι μακροπρόθεσμες λύσεις και έχουν υψηλές απαιτήσεις και δύσκολες προϋποθέσεις. Ποιος, όμως, είπε ότι είναι εύκολο;
* Ο Αριστείδης Ν. Χατζής είναι Καθηγητής Φιλοσοφίας Δικαίου και Θεωρίας Θεσμών στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.