Η επίσκεψη του Μεβλούτ Τσαβούσογλου στην Αθήνα και οι συναντήσεις του με τον Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη και τον υπουργό Εξωτερικών Νίκο Δένδια είχε δύο βασικά χαρακτηριστικά. Ένα θετικό κι ένα αρνητικό, θα μπορούσε να υποστηρίξει κάποιος τρίτος.
Το θετικό είναι ότι οι Τούρκοι φαίνεται ότι επιθυμούν –τουλάχιστον για ένα χρονικό διάστημα να προσπαθήσουν να υπηρετήσουν ειλικρινώς– μια λογική αποκλιμάκωσης. Το αρνητικό είναι ότι οι δύο πλευρές εμφανίστηκαν εντελώς αμετακίνητες.
Και αν για την ελληνική πλευρά αυτό σημαίνει προσήλωση στο στάτους κβο και στο Διεθνές Δίκαιο, για την τουρκική ισούται πρακτικά με επιμονή στο τουρκολιβυκό μνημόνιο, το «casus belli», τις «γκρίζες ζώνες» και όλες αυτές τις διόλου παραγωγικές αντιλήψεις για την ασφάλεια και τη σταθερότητα στη περιοχή.
Περιττό να σημειωθεί ότι οι απόψεις των Τούρκων για τη μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης, δυσκολεύουν πάντα τις συνθήκες για καλές συνομιλίες. Αυτή η τάση φάνηκε και κατά την επίσκεψη Τσαβούσογλου στη Θράκη, ωστόσο η αντιμετώπισή της ως «ιδιωτικής» ήταν και μια ένδειξη ότι αυτή τη φορά και οι δύο πλευρές θέλουν να προχωρήσουν λίγο παρακάτω από τις συνήθεις ανταλλαγές ανακοινώσεων.
Από την Αθήνα προωθείται ως ένδειξη καλής βούλησης από την Άγκυρα η πρόθεση ενημέρωσης για τις εργασίες ανέγερσης του πυρηνικού σταθμού στο Ακούγιου από τη ρωσική κατασκευάστρια εταιρεία. Με έμμεσο πλην σαφή τρόπο, οι διπλωματικές πηγές παραδέχονται σε πόσο αρνητικό σημείο είχε φθάσει το επίπεδο επικοινωνίας των δύο πλευρών. Ως προς την αποκαλούμενη «θετική ατζέντα», στη πραγματικότητα η συντριπτική πλειονότητά της δεν αφορά παρά «τεμάχια» που είχαν αρχίσει να συζητούνται ήδη από τη «χρυσή εποχή» των ελληνοτουρκικών σχέσεων, μεταξύ Γιώργου Παπανδρέου και Ισμαήλ Τζεμ.
Αν οι ελπίδες για μείωση της έντασης τους επόμενους μήνες μεταφραστούν σε πραγματικότητα, αυτό θα κριθεί στη συνάντηση που θα έχει ο Κυριάκος Μητσοτάκης με τον Ταγίπ Ερντογάν στις Βρυξέλλες σε περίπου δύο εβδομάδες, στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ. Όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι δύο άλλες συναντήσεις των δύο ηγετών, σε Νέα Υόρκη (Σεπτέμβριος ’19) και Λονδίνο (Δεκέμβριος ’19), είχαν εξελιχθεί σε παγερές επιβεβαιώσεις των προβλημάτων που υπήρχαν. Εκτοτε δε, ακολούθησε σχεδόν ένας χρόνος τρομακτικής έντασης, η οποία λίγο έλειψε να οδηγήσει σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμα και στη σύγκρουση (εισβολή στον Έβρο τον Μάρτιο του ’20) και παρατεταμένη κρίση στην Ανατολική Μεσόγειο (Αύγουστος-Νοέμβριος ’20).
Από τις επαφές της Δευτέρας έλειπε ο πραγματικός υπεύθυνος της προσπάθειας αποκλιμάκωσης που δεν είναι άλλος από τον πρόεδρο των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν. Η συμβολή του Μπάιντεν είναι, βέβαια, έμμεση, καθώς η σκληρή στάση που τηρούν οι ΗΠΑ τους τελευταίους μήνες έναντι της Τουρκίας του Ερντογάν, υποχρεώνει την Aγκυρα να αναζητήσει τρόπους για να προσεγγίσει ξανά την Ουάσιγκτον. Σημείο καμπής ήταν η επικοινωνία του Μπάιντεν στο Μητσοτάκη με αφορμή τους εορτασμούς της 25ης Μαρτίου και η διαρροή για τις διαβεβαιώσεις του αμερικανού προέδρου πως σε περίπτωση που κάτι δεν πάει καλά στο Αιγαίο είναι «ένα τηλεφώνημα μακριά».
Το βασικό νόημα, λοιπόν, της επίσκεψης Τσαβούσογλου και της συνάντησης Μητσοτάκη – Ερντογάν στις 14 Ιουνίου είναι να υπάρξει μια ανάπαυλα, την οποία και οι δύο πλευρές θέλουν για διαφορετικούς λόγους. Πολύ σύντομα θα φανεί αν οι ελληνοτουρκικές επαφές της 31ης Μαΐου οδηγήσουν όντως σε μια περίοδο νηνεμίας, ή αν ο Ερντογάν, πιεζόμενος εσωτερικά, επιλέξει για ακόμα μια φορά τη λύση της κλιμάκωσης.