Πάσχα του κορονοϊού, έτσι το έχω ονομάσει. Και μου γεννάει ανάμεικτα συναισθήματα. Απ’ τη μια το μισώ, απ’ την άλλη το αγαπώ, γιατί μου βγάζει και κάτι καλό, πέρα απ’ τα αρνητικά του.
Σκέφτομαι ότι για πρώτη φορά, δεν θα γεμίσει το Διαδίκτυο δημοσιεύματα με ατυχήματα, δεν θα τραυματιστούν άνθρωποι στην προσπάθεια τους να πετάξουν πυροτεχνήματα την Ανάσταση. Ούτε τα ατυχήματα στην άσφαλτο θα μας απασχολήσουν, όπου ο κάθε πιωμένος μετά τα πασχαλινά γλέντια ξαμολιέται στους δρόμους, ούτε οι μαζικές μετακινήσεις που κάνουν μποτιλιάρισμα χιλιομέτρων και σου βγάζουν ξινές τις εκδρομές, ούτε οι ανεγκέφαλοι που κλείνουν τη ΛΕΑ.
Και τι κομψό που θα είναι αυτό το Πάσχα, απαλλαγμένο από κάθε κιτς στοιχείο που του έχουμε φορτώσει. Έχει πολύ κιτς σουρεαλισμό το Πάσχα μας, δεν συμφωνείτε; Νηστεία και προσευχή μέχρι τις καμπάνες της Ανάστασης και μετά, ρωμαϊκό συμπόσιο μέχρι τελικής πτώσης. Από εκεί που έχει στεγνώσει το στομάχι σου, μέσα σε ένα βράδυ κάνεις βουτιά σε μαγειρίτσες, αρνιά, κοκορέτσια, γλυκά και αλκοόλ. Συνταγή για αρρωστημένη βαρυστομαχιά στην καλύτερη περίπτωση, για ξαφνικά εμφράγματα, στη χειρότερη. Μια ολόκληρη χώρα φορτωμένη με σούβλες, με τη λίγδα σε κάθε πτυχή της, με το κουμπί του παντελονιού να χάσκει, να ρεύεται λίπος και ξύδια. Από δούλοι του Θεού, γινόμαστε κοιλιόδουλοι του Θεού, τι τρέλα!
Δεν θα μου λείψει καθόλου αυτή η υπερβολή. Δεν θα μου λείψουν οι 120 σούβλες που είχαν στηθεί προ δύο ετών σε κάποιο Δήμο. Δεν θα μου λείψουν οι κυρίες που σέρνουν τον χορό με δωδεκάποντο και κοκτέιλ φόρεμα, καταμεσήμερο, με ντεκόρ πλαστικές καρέκλες και κοντοσούβλια. Δεν θα μου λείψει η συνεχόμενη υπόκρουση κλαρίνων, που εναλλάσσονται με σκυλάδικα, και οι ατελείωτοι καλαματιανοί που οι βαρυστομαχιασμένοι γλεντοκόποι προσπαθούν να χορέψουν, ανάμεσα από πλαστικά ποτήρια και πιάτα, τα οποία στο τέλος έχουν σκορπιστεί κάτω μαζί με τα αποφάγια τους, σ’ ένα φολκλόρ όργιο βρωμιάς και ακαταστασίας που μόνο ο Αλμοδοβαρ θα λάτρευε να βάλει σε ταινία του.
Θα μου λείψουν, βέβαια, οι οικογενειακές μαζώξεις, οι βόλτες για καφέ και παγωτό στην πλατεία, οι μικρές αποδράσεις στην εξοχή με τον ήλιο να καίει και τις παπαρούνες να γεμίζουν κόκκινο το οπτικό σου πεδίο. Και παρόλο που δεν είμαι θρησκευόμενη, θα μου λείψει εκείνο το δεκαπεντάλεπτο πριν την Ανάσταση, όπου η νύχτα γεμίζει μικρά φωτάκια από λαμπάδες, κι εκείνο το «Χριστός Ανέστη» με τις καμπάνες να ζητωκραυγάζουν, όπου φιλάς αγαπημένα πρόσωπα και νιώθεις μια ζεστασιά στα σωθικά σου, από τη βαθιά ριζωμένη παράδοση που εκείνη τη στιγμή ζωντανεύει και καταλαμβάνει το μέσα σου.
Και μπορεί στην εκκλησία να μην πηγαίνω, καταλαβαίνω όμως την ανάγκη του πιστού να βρεθεί εκεί το Πάσχα, και τη λύπη του που δεν μπορεί να το κάνει φέτος. Η συγχωρεμένη βορειοελλαδίτισσα γιαγιά μου, πιστή μέχρι το μεδούλι της, όταν τα γηρατειά την είχαν κλείσει σπίτι, είχε μετατρέψει ένα ντουλάπι της κουζίνας σε εκκλησάκι. Εκεί, μεταξύ κατσαρολικών και τάπερ, ήταν το δικό της σημείο προσευχής και κατάνυξης. Το Πάσχα, που συνήθως το περνούσαμε μαζί της, χωνόταν στο ντουλάπι και συνομιλούσε με τον Θεό της. Και δεν παραπονέθηκε ούτε μια στιγμή που δεν μπορούσε να πάει στον οίκο του, γιατί είχε φέρει του οίκο του μέσα της.
Πάσχα, το Ελληνικόν. Αυτό που ζούμε σίγουρα δεν το θυμίζει σε τίποτα. Μας δίνει όμως μια ευκαιρία να αφουγκραστούμε αυτό που κρύβεται πίσω από την τρέλα, τον σουρεαλισμό και την κιτς αισθητική, με τα οποία είχαμε ως τώρα ντύσει το Πάσχα μας. Να δοκιμάσουμε να το γιορτάσουμε ήσυχα, πιο συναισθηματικά και μετρημένα, με την προσοχή στραμμένη περισσότερο στην ουσία αυτής της γιορτής, και καθώς προσμένουμε τη δική μας Ανάσταση: την επιστροφή στην κανονικότητα.
ΥΓ. Καλό Πάσχα σε όλους.