Της είχε ζητήσει να ανεβεί όπως τη γέννησε η μάνα της, στη σκηνή για την πρόβα. Σε άλλη πρότεινε συνεργασία free lancer αν δεν δεχόταν να πάρει ρόλο με ερωτικές σκηνές. Είχε κάνει πλάτες σε εργαζόμενους – «αρσενικά» που κατηγορήθηκαν για σεξουαλική βία. Μέχρι και δίλημμα ή κάνεις άμβλωση, ή ξέχνα τον ρόλο, λεγόταν ότι είχε θέσει. Ηταν ο Μπένι Φρέντρικσον, 58 ετών, από 16 ετών στον χώρο του θεάτρου, καλλιτεχνικός διευθυντής του λαμπερού Stockholm’s Kulturhuset Stadsteatern, πολιτιστικού οργανισμού με κύρος και εξέχουσα θέση στη ζωή της Στοκχόλμης.
Δεκάδες μάρτυρες κατήγγειλαν καθεστώς φόβου, τρομοκρατίας καλύτερα, και βίας, στα 16 χρόνια που διαφέντευε το Kulturhuset Stadsteatern. Το είχε κάνει τσιφλίκι του, έλεγαν. Ταμπλόιντ, κάποια από αυτές με υπερ -όπλο τις συνεντεύξεις καμιά 40 προσώπων, τον αποκάλεσαν «ιδιότροπο δικτάτορα», «Χιτλερίσκο». Τα media συνέχιζαν να ασχολούνται πιεστικά, ανθρωποφαγικά μαζί του τρεις μήνες αφότου παραιτήθηκε. Ο ίδιος έπεσε σε μαύρη τρύπα. Τη χιονοστιβάδα των καταγγελιών διαδέχθηκε η κοινωνική απομόνωση, εκείνη έδωσε τη θέση της στην κατάθλιψη. Σε ένα ταξίδι στο Σίδνεϊ, όπου είχε ακολουθήσει τη γυναίκα του – τη σταρ, μέτζο σοπράνο, της όπερας, Αν Σοφί βον Οτερ, για σειρά συναυλιών-, έθεσε τέλος στη ζωή του.
Θλιβερή ιστορία, το δίχως άλλο. Δεν γίνεται θέμα αφήγησης όμως δίκην δακρύβρεχτου μνημοσύνου. Ούτε ασφαλώς για να μπουν στο πλυντήριο σημερινές εγχώριες υποθέσεις. Τόσο τα χαρακτηριστικά της ιστορίας όσο και οι παρενέργειες της παρουσιάζουν ενδιαφέρον σχεδόν διδακτικό που χαρακτηρίζουν το ελληνικό #MeToo, και τον άγριο τρόπο με τον οποίο εξελίσσεται.
Σημειωτέον, δε, ότι πριν από τρία χρόνια, το σουηδικό εν λόγω κίνημα ήταν στα ντουζένια του: είχε έλθει στη δημοσιότητα επιστολή – καταγγελία με την υπογραφή 456 (!) σουηδών γυναικών, ηθοποιών (μεταξύ των οποίων μεγάλα αστέρια της χώρας) που ομολογούσαν ότι έχουν δεχθεί σεξουαλική παρενόχληση, ακόμη και βιασμούς από συναδέλφους ή εργοδότες – όλα αυτά χωρίς ονόματα. Νερό στον μύλο των εξελίξεων έριξε η σύζυγος του αυτόχειρα, η βον Οτερ, η οποία επέλεξε να μην τον απαρνηθεί. Εντάξει, είπε, ήταν σκληρό αφεντικό, φώναζε και ίσως δεν είχε υπομονή, αλλά όχι και ότι κρυβόταν το προσωπικό όταν έκανε την εμφάνισή του. Και το σημαντικότερο: δεν αγαπούσε τον ποδόγυρο, ούτε κόλλαγε τα μάτια του σε στήθη και πισινούς. Η μετατροπή του σε αντιήρωα ήταν περισσότερο ξεκαθάρισμα λογαριασμών, ένα σύγχρονο «οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος».
Πάρτε μια γεύση του τι ακολούθησε της αυτοκτονίας Φρέντρικσον.
- Η αλήθεια μπερδεύτηκε με το ψέμα. Κι η υπερβολή με την ακρίβεια των αποκαλύψεων. Αυτομάτως, βγήκαν παγανιά οι καλοθελητές, όσοι έβγαζαν φλύκταινες με το #MeToo και αμφισβήτησαν ευθέως τους σκοπούς του. Το κίνημα βρέθηκε με την πλάτη στον τοίχο. Η αυτοκτονία βαθούλωσε τη λεία επιφάνεια της βιτρίνας που ανέκαθεν διέθετε (και διαθέτει) η Σουηδία, ως χώρα προοδευτική, ανοικτή στις προκλήσεις. Ακροδεξιές φωνές υψώθηκαν για να υπερτονίσουν την ανατροπή, για να κοπάσουν άλλες, σύγχρονου φεμινισμού, ορατού ακόμη και στην κυβερνητική πολιτική της χώρας.
- Η έρευνα για τη δράση του πρώην καλλιτεχνικού διευθυντή έκλεισε. Δεν είχε βρεθεί – είπαν – τίποτε σε βάρος του, κανένα στοιχείο για ανάρμοστη σεξουαλική συμπεριφορά. Αβάσιμες οι καταγγελίες.
- Τα media δέχθηκαν πλήγμα, ιδίως οι ταμπλόιντ που είχαν πρωτοστατήσει στην ιστορία αυτή. Την πλήρωσαν ακριβά, στην κυριολεξία διότι κλήθηκαν να καταβάλουν πρόστιμα, ενώ η αξιοπιστία των ερευνών τους πήγε περίπατο. Το εκδοτικό προϊόν απαξιώθηκε πλήρως. Η χήρα-σταρ τους έριξε τη χαριστική βολή. Κανείς από τον πάλαι ποτέ κοινωνικό περίγυρο του ζευγαριού δεν δεχόταν να υπερασπιστεί τον καταγγελλόμενο δημοσίως: «όλοι έτρεμαν μήπως λερωθούν από την κοπριά των ΜΜΕ».
Δεν τη λες νίκη την τροπή αυτή… Tον Απρίλιο του ‘19, το Βασιλικό Δραματικό Θέατρο της χώρας «έχασε» κι αυτό τον καλλιτεχνικό διευθυντή του στη φουρτούνα του #MeToo.
Η σημερινή ελληνική ανατριχίλα -με σωρεία καταγγελιών για βιασμούς, παρενοχλήσεις σεξουαλικές, λεκτικές, ψυχολογικές -, κουμπώνει ιδανικά με το σκανδιναβικό παρελθόν. Ολοι θα εύχονταν να παρακολουθούν ακόμη ένα αριστούργημα του Στρίντμπεργκ, είναι όμως ωμή, σοκαριστική πραγματικότητα.
Η συνθήκη υπό την οποία αντιμετωπίζονται οι περιπτώσεις που βγαίνουν σήμερα στο φως είναι η βασική προϋπόθεση για να αποκαλυφθούν ακόμη περισσότερες. Και οι οιωνοί μόνο καλοί δεν είναι. Μόλις την Παρασκευή, η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα είπε με εύσχημο τρόπο «έλεος» για το γεγονός ότι δημοσιεύθηκε αυτούσιο το απολογητικό υπόμνημα του Δημήτρη Λιγνάδη, παραβιάζοντας κάθε έννοια μυστικότητας της διαδικασίας στους κόλπους της Δικαιοσύνης, αλλά και προσβάλλοντας ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα που αναφέρονται στο κείμενο – ονόματα και στοιχεία ταυτοποίησης προσώπων.
Δεν υπάρχει βεβαίως και καλή προϊστορία. Ολες οι ηχηρές περιπτώσεις εγκλημάτων συνοδεύονται από τσιριχτά, υπερβολές και υπονομεύσεις, αναθέματα και κατάρες, ρεπορτάζ που αγγίζουν τα όρια της αστειότητας και σχόλια στα social media – χτυπήματα κάτω από τη ζώνη. Που θολώνουν το τοπίο, που δεν αφήνουν το δίκιο και το άδικο να βρουν την πραγματική τους θέση. Οργή και μένος, κραυγές ξανά.
Ο φαύλος κύκλος ποτέ δεν είναι εύκολο να κλείσει.
Στη Σουηδία, το #MeToo έχει εκφραστεί με τη δημιουργία μνημείου στην πόλη Ουμέα, ενός κατακόκκινου πούμα που βρυχάται. Αν φτιάχναμε δικό μας, θα το «αφήναμε» άραγε να βρυχηθεί;