Να ζει κανείς ή να μη ζει; Να ψηφίσει το Κίνημα Αλλαγής το νομοσχέδιο για τις συγκεντρώσεις ή να μην το ψηφίσει; Η συζήτηση στο ΚΙΝΑΛ για τον επίμαχο νόμο Χρυσοχοΐδη, αν δεν είναι σαιξπηρικού ύφους, ακολουθεί σίγουρα ένα βασανιστικό εκκρεμές: αντιδεξιό σύνδρομο ή υπεύθυνη αντιπολίτευση;
Οσοι διαφωνούν με το νομοσχέδιο, μολονότι ξεκινούν ενδεχομένως από διαφορετικές αφετηρίες, έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό ότι το ΠΑΣΟΚ παλαιότερα και τώρα το ΚΙΝΑΛ είναι και θα παραμείνει αντιδεξιά δύναμη — κάθε άλλη επιλογή τη θεωρούν ιδεολογική μετάλλαξη και προδοσία των «ιερών και οσίων» της παράταξης η οποία κατά την άποψη τους κινδυνεύει να αποκοπεί από τη λαϊκή της βάση (που βέβαια έχει μετακινηθεί προ πολλού στον ΣΥΡΙΖΑ).
Πρόκειται είτε για στελέχη περί τον Γιώργο Παπανδρέου, είτε για στελέχη που στηρίζουν τη Φώφη Γεννηματά στα όργανα του ΚΙΝΑΛ. Με έμφυτο αντιδεξιό οίστρο δεν μπορούν ακόμα να χωνέψουν την τρόπον τινά ιδεολογική ήττα του 2010: το ότι ενώ η ΝΔ (του Κώστα Καραμανλή) ήταν αυτή που έριξε τη χώρα στα βράχια, ήταν το ΠΑΣΟΚ που πλήρωσε το βαρύ τίμημα και έφτασε στα όρια της ύπαρξής του, προκειμένου να μην χρεοκοπήσει η χώρα. Κατά τη γραμμή ανάλυσης τους, σε οτιδήποτε κάνει ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ως διάδοχο σχήμα της ΝΔ του Καραμανλή, θα πρέπει να μην παρέχεται συναίνεση και η αντιπαράθεση να είναι εξ ορισμού και εκδικητικά μετωπική.
Δεν εξηγούν βέβαια όλοι αυτοί πώς γίνεται να δηλώνεις μονότονα αντιδεξιός ιδεολογικά και πολιτικά αλλά να εισάγεις, να αποδέχεσαι, να συμφωνείς και να εφαρμόζεις μνημόνια. Αυτό φυσικά έγινε καταναγκαστικά, υπό το φάσμα της κατάρρευσης της χώρας, αλλά δεν παύει να είναι συντηρητική δεξιά πολιτική αφού κόπηκαν μισθοί, συντάξεις, έγινα περικοπές στο κοινωνικό κράτος κλπ. Επίσης δεν εξηγούν πώς γίνεται να κατηγορείς τη ΝΔ του Αντώνη Σαμαρά επειδή δεν παρείχε συναίνεση τη διετία 2010-12 (με τα γνωστά καταστροφικά αποτελέσματα για τη χώρα και το πολιτικό σύστημα) και τώρα που μπορεί να βρεθεί κοινός τόπος, να απαιτείς από το ΚΙΝΑΛ να απαντήσει με το ίδιο νόμισμα άρνησης στην κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Η «απάντηση» της κυρίας Γεννηματά και της ηγετικής ομάδας είναι πως από τη στιγμή που το Κίνημα Αλλαγής επέλεξε να ασκήσει υπεύθυνη και δημιουργική αντιπολίτευση αυτό σημαίνει ότι όπου ικανοποιούνται και γίνονται δεκτές οι θέσεις του, θα στηρίζει θετικά. Ακριβώς δηλαδή ό,τι γίνεται στο νομοσχέδιο για της πορείες. Είναι πολύ σωστός ο ισχυρισμός ότι «το Κίνημα Αλλαγής ξανάγραψε το νομοσχέδιο».Κάθε άλλη ερμηνεία είναι για να δικαιολογηθούν αντίθετες απόψεις. Άλλωστε σε ένα κοινοβουλευτικό σύστημα αυτός δεν είναι ο ρόλος της αντιπολίτευσης, της υπεύθυνης αντιπολίτευσης έστω; Ειδικά στη σημερινή εποχή που όλα αλλάζουν και ο κόσμος όπως τον ξέραμε για δεκαετίες χτίζεται από την αρχή; Έτσι, εξάλλου, χτίζεται και η συναίνεση. Και εν τέλει όσοι διαφωνούν θα πρέπει να απαντήσουν τι θέλουν.
Κατ’ ουσίαν το πολιτικό δίλημμα είναι: Ή το ΚΙΝΑΛ θα πηγαίνει κόντρα στην κυβέρνηση της ΝΔ ακόμη κι αν κάνει κάτι σωστό, γιατί είναι (το ΚΙΝΑΛ) αντιδεξιό — θα επιλέξει δηλαδή μια στρατηγική αντιπαράθεσης με κυρίαρχο το αντιδεξιό σύνδρομο, άρα εκ των πραγμάτων θα συγκλίνει προς τον ΣΥΡΙΖΑ— , ή θα προτείνει αυτό που νομίζει σωστό και δεν θα νοιάζεται αν τις προτάσεις του τις δέχεται η ΝΔ ή τις πολεμά ο ΣΥΡΙΖΑ. Έτσι αναδεικνύει το δικό του μεταρρυθμιστικό σχέδιο για προοδευτικές αλλαγές και τις παλεύει.
Είναι δυο διαφορετικές αντιλήψεις, απευθύνονται σε δύο διαφορετικά κοινά. Από τη μια η σκληρή αντιδεξιά γραμμή στοχεύει στους δήθεν «εγκλωβισμένους» στον ΣΥΡΙΖΑ πρώην ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ και επιδιώκει τάχα να τους επαναφέρει. Μόνο που αυτοί δεν στράφηκαν εκεί από μια ιδιοτροπία της πολιτικής μοίρας ή επειδή αναζητούν σημαία ευκαιρίας. Στράφηκαν εκεί γιατί δεν ήθελαν και δεν θέλουν τις μεταρρυθμίσεις, τις αλλαγές που πάντα απαιτούνται για την εξέλιξη της χώρας —μεταξύ μας, δεν τους άρεσαν ούτε αυτά που έκανε το ΠΑΣΟΚ το ‘10. Η δεύτερη προσέγγιση απευθύνεται σε κάτι ευρύτερο. Σε μια παράταξη που (θα) επικρίνει τον κ. Μητσοτάκη για μεταρρυθμιστική ατολμία, για το ότι δεν προωθεί επαρκώς και δυναμικά τις προοδευτικές αλλαγές που ξεκίνησαν από το 2010, αλλά διακόπηκαν βίαια λόγω των μνημονίων.
Το πρώτο παρέχει μια κάποια ιδεολογική ασφάλεια, όμως το δεύτερο είναι αυτό που συνιστά ένα όραμα για το μέλλον. Αρκεί το ΚΙΝΑΛ να έχει σχέδιο, να το παλεύει χωρίς αποκλεισμούς και η ηγεσία του να δείξει αντοχές συνεχίζοντας τον ίδιο δρόμο.