Η επανεμφάνιση του Σωτήρη Τσιόδρα ίσως και να επιβεβαιώνει εν μέρει έναν από τους λόγους για τους οποίους η Ελλάδα έχει μείνει πίσω στο εμβολιαστικό πρόγραμμά της, με αποτέλεσμα να έχουμε αυξημένο αριθμό κρουσμάτων και, κυρίως, τον σταθερό μέσο όρο μεταξύ 20-40 νεκρών ημερησίως.
Η παρουσία του κ. Τσιόδρα για μία ακόμη φορά μας γύρισε πίσω στις πρώτες ημέρες της πανδημίας, όταν δεν ξέραμε τι μας είχε χτυπήσει και περιμέναμε πώς και πώς κάθε απόγευμα μπροστά στις τηλεοράσεις μας να βγει αυτός, κατά κύριο λόγο αυτός, και να μας εξηγήσει με απλά λόγια, πρώτον, τι συμβαίνει με αυτόν τον φοβερό ιό και, δεύτερον, τι πρέπει να κάνουμε για να τον αντιμετωπίσουμε, μέχρι να έρθει εμβόλιο.
Αυτό το «μέχρι να ανακαλυφθεί το εμβόλιο» το έβαλε από την αρχή στο τραπέζι και στη σκέψη μας ο καθηγητής Επιδημιολογίας. Σημάδεψε, δηλαδή, μια προοπτική, έναν στόχο. Στη γλώσσα κάθε αρρώστου, αυτό λέγεται ελπίδα.
Εκείνες οι συναντήσεις οι απογευματινές, κάθε μέρα, είχαν τη μορφή μιας κατ’ ιδίαν ιατρικής επίσκεψης του καθενός από μας στον προσωπικό γιατρό του. Δηλαδή, πηγαίναμε σ’ αυτόν για να του πούμε «γιατρέ, κάτι έχω, δεν είμαι καλά», περιμέναμε να μας εξετάσει, να μας ακροαστεί, να μας πει τι έχουμε και βεβαίως να μας καθοδηγήσει ως προς την θεραπευτική αγωγή.
Αυτό –και ας μην ακουστεί επιφανειακό– δεν το πετυχαίνουν πάρα πολλοί γιατροί, ξέρετε. Το θέμα της επικοινωνίας μεταξύ γιατρού και αρρώστου εξετάζεται από πάρα πολλούς επιστημονικούς κλάδους, με τη ζυγαριά να γέρνει προς το συμπέρασμα ότι πολλοί γιατροί δεν συνομιλούν με τον ασθενή, απευθύνονται σε αυτόν. Συχνά, δε, οι ερωτήσεις τίθενται και με τρόπο που δεν λαμβάνει υπ’ όψιν την ψυχολογία του προσώπου, έτσι που σε πολλές περιπτώσεις το αναγκάζουν, υπό τον φόβο μην ακούσει κάτι κακό, να τραβηχτεί πίσω, να μην απαντήσει καν ή να απαντήσει ψευδώς.
Τον πρώτο καιρό, λοιπόν, ο Σωτήρης Τσιόδρας ήταν η ασφάλεια του έθνους, ο άνθρωπος που μας μιλούσε απλά, μιλούσε στην ψυχή μας, καταλαβαίναμε τι μας έλεγε και, ακόμα και όταν αναφερόταν σε εξαιρετικά δύσκολες καταστάσεις, πετύχαινε να μη μας κάνει να πανικοβληθούμε. Παρέθετε απλές οδηγίες προς ανησυχούντες αρρώστους. Ηταν σαν να μας έλεγε: κοιτάξτε, είναι δύσκολα τα πράγματα, πρέπει να προσέχουμε πάρα πολύ, να το πάρουμε βήμα βήμα και είμαι αισιόδοξος ότι θα τα καταφέρουμε, θα γίνουμε καλά.
Σε εκείνη τη φάση, η οποία διήρκεσε αρκετά, νομίζω μέχρι και το φθινόπωρο του 2020, που ο κ. Τσιόδρας είχε αρχίσει να αποτραβιέται λίγο-λίγο, αφήνοντας την καθημερινή ενημέρωση στον κ. Μαγιορκίνη, σε άλλους γιατρούς όταν χρειαζόταν, και βεβαίως στον Νίκο Χαρδαλιά, που πάντα τον πλαισίωνε ως η υγιής επιβεβαίωση ότι «το κράτος είναι εδώ», νομίζω πως νιώθαμε σχετική ασφάλεια, έστω και χωρίς εμβόλια.
Έτσι, μέσα σε εκείνο το σκηνικό, ερχόταν συμπληρωματικά ο ρόλος της κυβέρνησης, της πολιτείας. Σχεδόν σε όλα τα διαγγέλματά του, και ήταν πολλά τότε, ο Πρωθυπουργός επαναλάμβανε ότι «ακούμε τι μας λένε οι ειδικοί, το εφαρμόζουμε κατά γράμμα, και προχωράμε όλοι μαζί». Τούτο ήταν το ρεφρέν την πρώτη περίοδο, ιδίως στους δύσκολους μήνες από Φεβρουάριο μέχρι Ιούνιο-Ιούλιο, που κάπως αρχίσαμε να ξεμυτίζουμε λόγω θέρους, έχοντας σύμμαχό μας κατά του ιού τη ζέστη!
Εκείνη η πρωτοφανής για το DNA του είδους μας ομαδική πειθαρχία (ενδεικτικά, θυμάμαι την αλληλεγγύη της πολυκατοικίας, όποτε κάποιος παράγγελνε από σουπερμάρκετ και προσφερόταν να παραγγείλει και για σένα!) έκανε την Ελλάδα υπόδειγμα μιας από τις λίγες χώρες που πήγαν τόσο καλά. Τόσο, μάλιστα, που ως και ο διάσημος ισραηλινός ιστορικός Γιουβάλ Νώε Χαράρι βγήκε στο CNN και είπε ότι οι άλλες χώρες πρέπει να παραδειγματιστούν από την Ελλάδα για τον τρόπο που διαχειρίζεται την πανδημία.
Τα λίγα, σχετικά, κρούσματα και οι πολύ λιγότεροι νεκροί, από άλλα κράτη, μας επέτρεψαν να ανοιχτούμε λίγο το καλοκαίρι. Στο μεταξύ, ο καθηγητής Τσιόδρας αποσυρόταν σταδιακά από την καθημερινή ενημέρωση, και επανερχόταν για λίγο κατά διαστήματα, μόνο όταν παρίστατο ανάγκη. Ακόμα όμως και τότε σε πολύ μικρότερο ρόλο, σαν «γκεστ σταρ» ας πούμε, αποδεικνυόταν ότι είχε, και εξακολουθεί να έχει, τη δύναμη να πείθει.
Αυτό το πετυχαίνει ο Τσιόδρας, όχι με λαϊκισμό, που είναι όπλο πολλών πολιτικών στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, αλλά μόνο με την ικανότητα και τις γνώσεις του να πείθει τον κόσμο ότι αυτά που σου λέει είναι σωστά, ότι δεν εξυπηρετεί κανένα συμφέρον, ότι δεν έχει βλέψεις να γίνει κάτι άλλο από αυτό που είναι και ότι αξίζει να τον προσέχει κάποιος, να τον ακούει.
Βεβαίως, θα πρέπει να προσθέσει κανείς εδώ ότι και οι άλλοι γιατροί της επιτροπής των επιστημόνων που συμμετείχαν και στην καθημερινή ενημέρωση κατά καιρούς και κατά περίσταση, στερέωσαν στην κοινή γνώμη (τουλάχιστον σε μεγάλο κομμάτι της) την πεποίθηση ότι επιτέλους μιλάνε οι ειδικοί και επιτέλους αυτούς πρέπει να ακούμε.
Μπορεί να υπήρξαν και να υπάρχουν ακόμα υπερβολές. Οι γιατροί πλημμύρισαν τα Μέσα Ενημέρωσης, αλλά έστω και μη έχοντας συνεννοηθεί ο ένας με τον άλλον, η επιστημονική κοινότητα έβαλε καλή στάμπα στη διαχείριση αυτής της πανδημίας. Η διαφορά με τον Τσιόδρα είναι ότι εκείνος είχε και έχει το ιδιαίτερο χάρισμα να πείθει τον κόσμο, να ταυτίζεται μαζί του και να κερδίζει την εμπιστοσύνη του.
Είναι αυτό που ονομάζουμε ενσυναίσθηση. Δηλαδή, μπαίνω στα δικά σου τα ρούχα. Στο δικό σου το πετσί. Και «έλα τώρα μαζί, να δούμε τι θα κάνουμε, πώς θα αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα». Ολοι θυμόμαστε που στην αρχή της πανδημίας, όταν ξέφευγε η νόσος σε διάφορες περιοχές της Ελλάδος, στα Γιάννενα θυμάμαι χαρακτηριστικά, στη Λάρισα επίσης, σε κάποιους καταυλισμούς Ρομά, ο Τσιόδρας σηκωνόταν και έφευγε με τον Χαρδιαλιά, πήγαινε εκεί, επιτόπου με μικρή συνοδεία, και τον έβλεπες ανάμεσα στον κόσμο, με τη μάσκα του, να περπατάει μαζί τους, να συνομιλεί μαζί τους και να τους εξηγεί πρόσωπο με πρόσωπο, όχι εξ αποστάσεως και αφ’ υψηλού, αυτά τα οποία έπρεπε να τους εξηγήσει. Δηλαδή, δεν άφηνε καμιά αμφιβολία στον κόσμο ότι ξέρει τι του γίνεται. Και ότι, προπαντός, νοιάζεται.
Φοράω τα δικά σου παπούτσια και περπατώ μαζί σου. Μπαίνω στο πετσί σου, ξέρω ότι φοβάσαι, ξέρω ότι δυσπιστείς, αισθάνομαι ακριβώς τι νιώθεις κι εσύ, και επειδή εγώ έχω την επιπρόσθετη γνώση, μπορώ να σου προσφέρω. Και αυτό είναι που έκανε τον κόσμο να είναι ανοιχτός, να ακούει και προπαντός να πειθαρχεί.
Ηταν πολύ σημαντικό τότε που η κυβέρνηση έδειχνε να είναι ικανοποιημένη με το να παίζει τον δεύτερο ρόλο. Να μας πουν οι γιατροί τι πρέπει να κάνουμε κι εμείς θα το κάνουμε, ήταν η γραμμή πλεύσης της.
Κάποια στιγμή, όμως, αυτό το ισοζύγιο μεταξύ επιτροπής ειδικών και κυβέρνησης, αλλά και αντιπολίτευσης, άρχισε σιγά-σιγά να γέρνει προς το μέρος των πολιτικών. Και τότε ήταν που άρχισε να χαλάει η σούπα. Διότι δεν μιλούσε πάντοτε ένας μόνο υπουργός ή ο αρμόδιος, ας πούμε, κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος ή υπεύθυνος Τύπου τού τάδε κόμματος. Αρχισαν να μιλούν όλοι, παρά πολλοί.
Τα ραδιόφωνα φιλοξενούσαν ακόμα και υπουργούς άσχετων χαρτοφυλακίων, για να αναλύουν τα «Χ» μέτρα που αποφασίστηκαν για την εργασία, για τα σχολεία, για τις μετακινήσεις, για τη διασκέδαση, για την άσκηση κ.λπ. Αυτές τις απόψεις, αυτά τα μέτρα, ο κόσμος σταμάτησε πια να τα εισπράττει ως ιατρικές υποδείξεις και να τις βλέπει ως πολιτικές. Ιδίως όταν μπήκε στο σκηνικό της πολιτικής παρέμβασης και η αντιπαλότητα, η αντιπαράθεση.
Και εδώ ακριβώς είναι που αρχίζει να χαλάει το πράγμα. Τώρα, δε, που μπήκαν τα εμβόλια στο παιχνίδι, και ευτυχώς που μπήκαν, και ο Τσιόδρας μας είπε και πολύ απλά, πολύ καθαρά, και χωρίς δραματικότητες, τι έγινε από τότε, πόσες ζωές σώθηκαν και πόσες ακόμα θα μπορούσαν να είχαν σωθεί, καταλάβαμε ξανά ότι από το σωστό στόμα, έχει άλλη αξία το «πρέπει».
Οταν άρχισε το πράγμα να πολιτικοποιείται, με διάφορα στελέχη, σχεδόν από όλα τα κόμματα, να βγαίνουν σε παράθυρα και ραδιοφωνικές εκπομπές και να πολιτικολογούν επί ιατρικών θεμάτων, εκεί ο κόσμος μπερδεύτηκε και αποστασιοποιήθηκε
Οταν μπήκαν στο κάδρο της πολιτικής διαχείρισης της πανδημίας ακόμα και πρόσωπα με άσχετο αντικείμενο εργασίας, ή και με αμφισβητούμενο προφίλ αξιοπιστίας, πρόσωπα της πολιτικής διοίκησης που κουνούσαν το δάχτυλο στον κόσμο, λέγοντάς του τι πρέπει ή δεν πρέπει να κάνει, πιστεύω πως εκεί άρχισε να χάνεται ξανά το παιχνίδι.
Οταν αντιμετωπίζεις ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας, τον γιατρό σου θα ακούσεις. Δεν θα ακούσεις ούτε τον συγγενή σου, που υπάρχουν πάρα πολλοί απ’ αυτούς που, καλοπροαίρετα δεν λέω, κάνουν τους γιατρούς, να σου λέει «κοίταξε, εγώ στη θέση σου θα έπαιρνα αυτό το φάρμακο», «θα έκανα ή δεν θα έκανα το εμβόλιο», ούτε και τους πολιτικούς εκείνους που θα σου μιλάνε σαν να είναι γιατροί.
Είναι άλλο να σου μιλάει ο Τσιόδρας, ο Μαγιορκίνης, η Γκάγκα και οι άλλοι γιατροί και άλλο να σου μεταφέρει ιατρική άποψη ακόμα και ο υπουργός Υγείας. Η δύναμη της σημειολογίας της εικόνας είναι αδιαμφισβήτητη. Αν πει τα ίδια πράγματα για τον εμβολιασμό ο Κικίλιας, ο Πλεύρης ή άλλος υπουργός (εξαιρώ τον Πρωθυπουργό, που έχει ρόλο άλλης βαρύτητας και πρέπει να συντονίζει τα πάντα – προσωπικά, με επιτυχία πιστεύω), πολύ διαφορετικά θα τα εισπράξει ο αποδέκτης, ο απλός πολίτης που λέμε, απ’ ό,τι όταν του τα πει ο Τσιόδρας, όπως έκανε την Τετάρτη.
Αυτός είναι θαρρώ ο βασικός λόγος που το Μαξίμου πήρε τα μηνύματα και αποφασίστηκε να μιλήσει πάλι ο καθηγητής Τσιόδρας, έστω και χωρίς να μας πει κάτι που δεν γνωρίζαμε, αλλά το είπε με έναν τρόπο που πάλι μας έκανε όλους να ταρακουνηθούμε λίγο και να πούμε: «Ξέρεις, πρέπει να ξαναμπούμε στην ίδια διαδικασία, να ακούσουμε τους γιατρούς και να προσπαθήσουμε να βγάλουμε τη χώρα μας από αυτή την περιπέτεια».