Υπάρχει μια παραδοξότητα στον τρόπο με τον οποίον ξεκίνησε η συζήτηση στα κόμματα της Κεντροαριστεράς αμέσως μετά το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών. Εάν κανείς δεν ήξερε, θα δυσκολευόταν να φανταστεί ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε περισσότερο από το 1/3 των ψηφοφόρων του και επιπλέον τρεις μονάδες σε σχέση με το ήδη τραγικό αποτέλεσμα του περασμένου Ιούνη, ενώ το ΠΑΣΟΚ συνέχισε μια –καχεκτική έστω– ανοδική πορεία, μονάδα τη μονάδα.
Κι αυτό γιατί ενώ στον ΣΥΡΙΖΑ τις πρώτες ημέρες επικράτησε μια κάπως αμήχανη σιωπή, στο ΠΑΣΟΚ η εξέγερση κατά του προέδρου ξεκίνησε ήδη από τα τηλεοπτικά πάνελ της ίδιας βραδιάς των εκλογών. Βέβαια, η πολιτική αγορά μοιάζει κάπως με τη χρηματιστηριακή. Οι αξίες διαμορφώνονται λίγο-πολύ αυθαίρετα, βασιζόμενες στην ψυχολογία και τις προσδοκίες. Ομως στην προκειμένη περίπτωση πρέπει να εξετάσει κανείς δύο επί μέρους ενδεχόμενα.
Το πρώτο είναι οι αρχικές αντιδράσεις να είχαν να κάνουν με αυτό που αναμενόταν να γίνει. Δηλαδή τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ να είχαν προετοιμαστεί για να αντιδράσουν στα αποτελέσματα που προέβλεπαν οι δημοσκοπήσεις (ή και τα πρώτα έξιτ πολ), που έδειχναν τα δύο κόμματα να κινούνται ακριβώς πάνω στο όριο των αποτελεσμάτων του 2023.
Η εκδοχή αυτή ενισχύεται από το «διορθωτικό» κλίμα που κυριάρχησε μετά τις πρώτες μέρες. Στον ΣΥΡΙΖΑ η σιωπή αντικαταστάθηκε από ηχηρές διαμαρτυρίες και απαντήσεις της ηγεσίας. Και στο ΠΑΣΟΚ, παρά τους υψηλούς τόνους στην κοινή συνεδρίαση του Πολιτικού Συμβουλίου με την Κοινοβουλευτική Ομάδα, στην πραγματικότητα όλοι όσοι αμφισβήτησαν ευθέως τον Νίκο Ανδρουλάκη έκαναν ένα βήμα σημειωτόν.
Το δεύτερο, ωστόσο, είναι κάπως πιο πολιτικό. Και έχει να κάνει με το γεγονός ότι στον μεν ΣΥΡΙΖΑ οι εξελίξεις που αναμένονται είναι λίγο-πολύ προδιαγεγραμμένες (ήταν σχεδόν έτσι και πριν τις εκλογές), στο δε ΠΑΣΟΚ υπήρξε κάπως άμεσα το άγχος να μη βρεθεί το κόμμα σε θέση κομπάρσου και παρατηρητή όσων συμβαίνουν δίπλα.
Είτε ο ΣΥΡΙΖΑ του Στ. Κασσελάκη έπιανε τα τελευταία ποσοστά του Αλ. Τσίπρα είτε υπολειπόταν αρκετά από αυτά (όπως έγινε), ήταν εμφανές σε όσους γνωρίζουν την ψυχολογία του χώρου ότι ο πρώην πρωθυπουργός θα προχωρούσε σε πρωτοβουλίες διαφοροποίησης από τον διάδοχό του στο κόμμα. Απλά το αποτέλεσμα των εκλογών ενεργοποίησε διάφορα αντανακλαστικά σε διαφορετικές ταχύτητες. Για παράδειγμα, η παρουσία πολλών στελεχών από αυτά που αποχώρησαν από τον ΣΥΡΙΖΑ τον περασμένο Νοέμβριο στις συνεδριάσεις του Ινστιτούτου του Αλ. Τσίπρα δεν θα ήταν καθόλου αυτονόητη με διαφορετικά αποτελέσματα.
Σε κάθε περίπτωση, όλα αυτά συμβαίνουν ενώ ένας βασικός διχασμός έχει μάλλον οριστικοποιηθεί μέσα στην Κεντροαριστερά. Από τη μία μεριά ο Στ. Κασσελάκης, που παραμένει πρόεδρος της μεγαλύτερης συνιστώσας της, μοιάζει να συνομιλεί μόνο με τη Ζωή Κωνσταντοπούλου. Από την άλλη όλοι οι υπόλοιποι δηλώνουν πρόθυμοι να μιλήσουν μεταξύ τους, αλλά εμφανώς δεν έχουν για την ώρα κανένα ενιαίο σχέδιο. Ετσι ώστε το άθροισμα της Κεντροαριστεράς να είναι απλά ένα «state of mind».
Το βέβαιο είναι ότι με την περίεργη ισορροπία που δημιουργήθηκε το βράδυ της 9ης Ιουνίου, με τους τρεις κοινοβουλευτικούς σχηματισμούς της Κεντροαριστεράς να συγκεντρώνουν αθροιστικά ποσοστό αντίστοιχο με αυτό της Νέας Δημοκρατίας, η συζήτηση για τις διεργασίες συνεργασίας επιταχύνθηκε. Και το πρόβλημα για αρκετούς από εκείνους που θέλουν να πρωταγωνιστήσουν σε αυτές είναι ότι αν δεν κινηθούν γρήγορα, δημιουργείται μια αίσθηση ότι ο μόνος δυνατός κρίκος σε αυτή την αλυσίδα είναι ο Αλ. Τσίπρας.
Αυτή είναι πραγματικά μια περίεργη ιδέα. Ο Αλ. Τσίπρας αναμετρήθηκε τέσσερις φορές με τον Κυριάκο Μητσοτάκη με πραγματικό ή υποθετικό ερώτημα ποιος θα είναι πρωθυπουργός και ηττήθηκε με διαφορές που ξεκινούσαν από τις 9 και έφταναν τις 23 μονάδες. Το να παρουσιαστεί ο ίδιος ως επικεφαλής ενός ενωτικού σχήματος που θα διεκδικήσει την εξουσία από τον νυν Πρωθυπουργό μοιάζει στην καλύτερη περίπτωση με αναπαλαίωση και στη χειρότερη με παραδοχή απουσίας στελεχών.
Και όμως, αυτή τη στιγμή μοιάζει ο μόνος που δείχνει να έχει έναν στοιχειώδη μηχανισμό, μια υποτυπώδη δημοφιλία, όπως επίσης και την ξαφνική (ή όχι) υποστήριξη κάποιων Μέσων, όχι πάντα φιλικών προς τον ίδιο. Ωστόσο είναι αμφίβολο αν αυτά αρκούν. Τα ποσοστά που εμφανίζει ο Αλ. Τσίπρας ως δυνητικός συγκολλητής της Κεντροαριστεράς είναι εμφανώς μεγαλύτερα των υπολοίπων, αλλά παραμένουν χαμηλά.
Αποκρυπτογραφώντας τα δημοσκοπικά αποτελέσματα, βρίσκει κανείς ότι το ποσοστό όσων ψήφισαν Κεντροαριστερά πριν τρεις Κυριακές και ταυτόχρονα προσδοκούν στον Αλ. Τσίπρα για να την ενώσει, μετριέται όχι πολύ πάνω από 10-11%. Ακόμα κι αν θεωρήσουμε ότι η αποχή φιλοξενεί ένα κομμάτι οπαδών του πρώην πρωθυπουργού που δεν βρήκε πού να ρίξει την ψήφο του, το ποσοστό δεν είναι εντυπωσιακό και πέραν αυτού συνοδεύεται από ένα σημαντικό κομμάτι αρνητικής συσπείρωσης που δεν το συναντά κανείς σε «υποψηφίους» με μικρότερη πολιτεία.
Αυτή είναι η σκέψη που πιθανόν να έχουν στο μυαλό τους κάποια στελέχη του ΠΑΣΟΚ, τα οποία ενδεχομένως εκτιμούν ότι σε αυτή τη φάση η παρουσία του Νίκου Ανδρουλάκη στην προεδρία του κόμματος στέκεται ανάμεσα σε αυτούς και την ηγεσία ενός νέου σχήματος που θα προέκυπτε από ένα «ελληνικό Επινέ». Χωρίς αυτό να αποκλείει κάποιοι υποψήφιοι να υπερτιμούν τις δυνάμεις τους ή να λησμονούν ότι το αυθεντικό γαλλικό Επινέ έβγαλε στον αφρό τον πιο φθαρμένο ανάμεσα στους υποψηφίους, τον Φρανσουά Μιτεράν.