Δίνω βραβείο σ’ εκείνο τον καλό άνθρωπο που ενώ κάθεται κάτω από την ομπρέλα του και πίνει τη δροσερή μπίρα του, σηκώνεται κάθε τόσο, ανεβαίνει από την παραλία ως πάνω στο μπαρ και κατευθύνεται προς την τουαλέτα του. Σημαίνει ότι δεν κατουράει στη θάλασσα όπου κολυμπώ κι εγώ.
Βάζω άριστα στο παλικάρι που όταν συγκεντρώνει τα πράγματά του για να φύγει από την παραλία, όχι μόνο μαζεύει τα σκουπίδια του, αλλά πηγαίνοντας προς τον σκουπιδοτενεκέ σκύβει και πιάνει ένα άδειο μπουκάλι νερό που βρίσκει στον δρόμο του. Διότι έχει κι αυτούς που, φεύγοντας, κάνουν μια με το πόδι τους και σκεπάζουν με άμμο τα αποτσίγαρα που έχουν καρφώσει στην βάση της ομπρέλας τους.
Μου τη βαράει ο τύπος που ενώ υπάρχει κόκκινη σημαία στο φυλάκιο που εποπτεύει την παραλία, αυτός παίρνει φόρα και βουτά στα αφρισμένα κύματα σαν τον δέλφινα που είχε εξοκείλει και επιστρέφει στα βαθιά. Και όταν ο ναυαγοσώστης αρχίζει να του σφυρίζει δαιμονισμένα κάνοντας του νόημα να βγει αμέσως, εκείνος του φωνάζει αγριεμένα και απαξιωτικά μαζί. «Πριν γεννηθείς εσύ, εγώ υπηρετούσα στα ΟΥΚ». Τι να του απαντήσει ο 20χρονος ναυαγοσώστης του 65χρονου κοιλαρά, πρώην ΟΥΚ; Οτι είναι ηλίθιος;
Χαίρομαι τον σερβιτόρο που εξηγεί με υπομονή στους σκανδιναβούς τουρίστες τι ακριβώς είναι το kontosoubli ή τα gemista κι ύστερα περιμένει υπομονετικά να το συζητήσουν μεταξύ τους και να αποφασίσουν τι θα φάνε. Μου τη δίνει εκείνος που όταν επιτέλους πάρει την παραγγελία, μόλις γυρίσει το κεφάλι, μονολογεί στα ελληνικά (που δεν καταλαβαίνουν οι πελάτες), «άι το διάολο, μαλάκες, μου τα πρήξατε». Δεν κάνει για τη δουλειά που κάνει.
Μηδέν βαθμούς στον περιπτερά που βλέποντας από το παραθυράκι του ένα μαυρισμένο χέρι να του δείχνει ένα μπουκαλάκι κρύο νερό, απαντά «two Euros». Και όταν ακούσει το χέρι απ’ έξω να εξανίσταται, «τι… δυο ευρώ ένα μικρό μπουκαλάκι νερό;», εκείνος απαντά βαθύτατα ενοχλημένος. «Α, Ελληνας είσαι μωρέ; Μισό ευρώ δώσ’ μου».
Αριστα δέκα στον κύριο που καθισμένος πίσω-πίσω στο μεγάλο παράλιο μαγαζί, διαβάζει ένα μικρό σταχωμένο βιβλιαράκι της «Εστίας», με τις πολυκαιρισμένες σελίδες του γεμάτες από παλιά καλλιτεχνικά τυπογραφικά στοιχεία. Είναι μια (όλο και πιο σπάνια) νίκη του συγγραφέα του βιβλίου (του οποίου τα κόκαλα έχουν γίνει σκόνη εδώ κι έναν αιώνα), απέναντι σε εκατό smartphones που φωσφορίζουν στα γύρω τραπέζια, ξερνώντας από τα σπλάχνα τους χιλιάδες ανούσιους τίτλους και σαχλές φωτογραφίες.
Μηδέν βαθμούς στην κυρία που κατεβαίνει στην καυτή άμμο φορώντας τις Miu Miu σαγιονάρες της (720 ευρώ), για να τις δουν οι άλλες από τις διπλανές ομπρέλες και να ζηλέψουν. Μηδέν και στην καλλίγραμμη κοπελίτσα της Μυκόνου, που χαχανίζει όταν ο Αραβας που τη συνοδεύει της ξεπλένει τα ποδαράκια από την άμμο, πιτσιλώντας τα με σαμπάνια. Οι ακριβές σαγιονάρες και οι σαμπάνιες ομορφαίνουν τα πόδια αλλά μαγαρίζουν την ψυχή.
Αριστα δέκα στον παππούλη που κάθεται στη βεραντούλα του μοναχός και σύννους, κοιτάζοντας με σκοτεινό βλέμμα την παραλία του χωριού του που ο τουρισμός και η εξέλιξη μετέτρεψαν σε πολύβουο τσίρκο. Δεν μιλά, καθώς καταλαβαίνει ότι οι καιροί άλλαξαν και τον πέταξαν απ’ έξω. Αλλά δεν μπορεί και να μη θυμάται ότι σε εκείνο το σημείο που σήμερα είναι το μπιτσόμπαρο με τα μεγάλα ηχεία, ήταν κάτι καλαμιές πίσω απ’ τις οποίες πρωτοφίλησε τη γυναίκα του πριν από εξήντα χρόνια. Και δεν τους είχε δει κανείς τότε, ευτυχώς, γιατί η τεράστια παραλία ήταν τελείως έρημη. Τι να κατέβαιναν να κάνουν οι χωριανοί στην αμμούτσα καλοκαιριάτικα και με τόση ζέστη;