Από τον νομπελίστα Πισσαρίδη μέχρι τον λενινιστή Παφίλη και από τον μπάρμπα μου τον Θεοχάρη, συνταξιούχο αστυνομικό, μέχρι τον φιλέλληνα Ρότσιλντ του Ερημίτη Κέρκυρας, όλοι προτείνουν «ένα άλλο μοντέλο» για την ελληνική οικονομία. Η συζήτηση επί αυτού του «άλλου μοντέλου» αναζωπυρώθηκε εξαιτίας της πανδημίας (που μας άφησε δίχως μάσκες την άνοιξη και δίχως τουρίστες το καλοκαίρι) αλλά στην πραγματικότητα πρόκειται για παλιά υπόθεση. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου ποτέ δεν εκτιμήσαμε ούτε τελειοποιήσαμε το μοντέλο που ακολουθούσαμε, αντιθέτως είχαμε πάντα ευκολότατη τη θεωρητική συζήτηση για ένα «άλλο» που θα θεράπευε όλα μας τα προβλήματα, αποδίδοντας τα διπλά και τα τρίδιπλα απ’ αυτό που ξέραμε.
Επρόκειτο για διαχρονική ακατάσχετη μπουρδολογία. Αλλού μας πήγαιναν οι συλλογικές μας πράξεις και περί άλλα ετύρβαζαν οι χαζοκουβέντες μας μεταξύ (γαλλικού) τυρού και (ισραηλινού) αχλαδίου. Φοβούμαι ότι στο ίδιο άθλημα επιδιδόμαστε και σήμερα. Εχουμε αρπάξει το «άλλο μοντέλο» και του έχουμε αλλάξει τα φώτα. Να φτιάξουμε βιομηχανία, να φτιάξουμε παραγωγή, να ξεφύγουμε από τις «μονοκαλλιέργειες» των υπηρεσιών και του τουρισμού. Εμένα μου λες; Και ποιος θα τα κάνει αυτά;
Υποτίθεται ότι ο κορονοϊός μας δίδαξε ότι δεν είναι σωστό να αρρωσταίνουμε και να εξαρτιόμαστε από την Κίνα για να βρούμε μια μάσκα να βάζουμε στη μούρη μας. Σωστά, μόνο που όταν βρέθηκε κάποιος να κατασκευάσει ελληνικές μάσκες, έπεσαν όλοι να τον φάνε ως διαπλεκόμενο με την πολιτική εξουσία. Ο μέσος Ελληνας υιοθέτησε αμέσως τη συνταγή Πολάκη «να βάλουν τον στρατό να φτιάξει μάσκες», λες και οι οικογένειες που στέλνουν τα παιδιά τους στο χακί τα στέλνουν όχι για να φυλάνε τα σύνορα αλλά για να είναι προλετάριοι σε εργοστάσια.
Υποτίθεται ότι αυτό τον καιρό, ο κορονοϊός μας διδάσκει ότι δεν είναι λογικό να υπάρχουν ολόκληρες περιοχές που ζουν αποκλειστικά από τον τουρισμό. Οι άνθρωποι αυτοί είτε πρέπει να κάνουν κάτι άλλο παράλληλα με τον τουρισμό είτε ένα κομμάτι του πληθυσμού πρέπει να βρει κάποια άλλη ασχολία στον πρωτογενή ή δευτερογενή τομέα. Κάποτε, ας πούμε, η Κως είχε τέσσερα συσκευαστήρια ντομάτας, ενώ όλες οι Κυκλάδες και τα Δωδεκάνησα είχαν ανθούσα οικόσιτη κτηνοτροφία. Τα τελευταία 40 χρόνια, τα τρία εκατομμύρια των τουριστών των νησιών αυτών τρώνε ντομάτες από την κεντρική λαχαναγορά Αθηνών και φιλέτα από την κρεαταγορά Αθηνών που ξεφορτώνονται κάθε μέρα από τα καράβια. Αν λοιπόν ο Δωδεκανήσιος που δεν θα γίνει ξενοδόχος, γκαρσόνι ή σουβενιρατζής δεν κατασκευάσει μικροτσίπ ή ρομπότ για εξαγωγή, λογικά πρέπει να επιστρέψει στο φύτεμα της ντομάτας ή να αγοράσει τρία μοσχάρια, όπως ο παππούς του. Πλάκα κάνουμε;
Η επιστροφή στην πρωτογενή παραγωγή, έστω και στην πλέον σύγχρονη και εξελιγμένη, θέλει μια γενιά. Αυτός που θα βάλει την ντομάτα ή την πατάτα στο χωράφι, ακόμα κι αν δεν την καλλιεργεί με τσαπί σαν τον παππού του, αλλά με drones και υπολογιστές, πρέπει πρώτα απ’ όλα να μάθει να ξεχωρίζει την ντομάτα απ’ την πατάτα και τη μελιτζάνα από την πιπεριά (για το φυτό ομιλώ, όχι για τον καρπό, που υποθέτω ότι είναι αναγνωρίσιμος). Πρωτίστως όμως, για να αλλάξει το μοντέλο, πρέπει να αναθεωρήσουμε το σύστημα αξιών με το οποίο μεγαλώσαμε.
Για κάποιο ακατανόητο λόγο, η καθαρίστρια δωματίων σε ξενοδοχείο βρίσκεται ψηλότερα στην κοινωνική συνείδηση των τουριστικών περιοχών από την αγρότισσα, και το γκαρσόνι που μαζεύει αποφάγια τουριστών βρίσκεται ψηλότερα από κάποιον που έχει αγελάδες. Αυτό πρέπει να αλλάξει και δεν αλλάζει μέσα σε δυο χρόνια. Συχνά, δε, για να αλλάξει πρέπει να μεσολαβήσει μια καταστροφή και ο κόσμος να βιώσει το τελεσίδικο του παλιού μοντέλου μέσα από την προσωπική του δυστυχία. Φοβούμαι ότι εκεί ακριβώς βρισκόμαστε τώρα.