Οταν ήμουν φοιτητής, η σχολή μου ήταν γεμάτη Κύπριους. Το νησί τότε δεν είχε πανεπιστήμιο, τα παιδιά έφευγαν είτε για την Ελλάδα είτε για την Αγγλία να σπουδάσουν. Τότε, έναν μόλις χρόνο μετά την πτώση της χούντας και τον Αττίλα, μέσα στην παραζάλη της φοιτητικής πολιτικοποίησης είχαμε τους Κύπριους που παρακολουθούσαν τα μαθήματά τους σαν ρομποτάκια, είχαμε όμως κι αυτούς που ύστερα από δυο ποτήρια κρασί στην ταβέρνα, δάκρυζαν μιλώντας για τα Κατεχόμενά τους. Μετά, αυτοί οι δεύτεροι χάθηκαν σιγά-σιγά.
Μιλούσαν όλοι τους καλύτερα αγγλικά από μας, εμείς πάλι πιστεύαμε ότι μιλούσαμε καλύτερα ελληνικά από κείνους. Βλακείες, η τραγουδιστή ελληνική τους είναι πολύ πιο κοντά στην αρχαιοελληνική από τη δική μας την αναμειγμένη. Τους θεωρούσαμε πάντα πλουσιότερους από μας κι ας είχαμε παραδείγματα συμφοιτητών μας που οι πατεράδες τους είχαν φύγει αμέσως μετά την εισβολή για Ντουμπάι ή Λονδίνο να δουλέψουν, καθώς είχαν χάσει τα πάντα από τους Τούρκους.
Ημασταν όλοι πολύ εξοργισμένοι με την προδοσία της Κύπρου, με τους Αμερικανούς, τους ΝΑΤΟϊκούς και τον Κίσινγκερ για όσα φρικτά και κυνικά είχαν πράξει εκεί, αλλά κάθε φορά που ο Μακάριος αρχικά και ο Κυπριανού στη συνέχεια προσγειωνόταν στην Αθήνα, μουρμουράγαμε μεταξύ μας «πάλι λεφτά ήρθαν να ζητήσουν». Το έγκλημα της Κύπρου ήταν πάντα πρωταγωνιστής στις βαθυστόχαστες πολιτικές αναλύσεις μας, αλλά τα καλοκαίρια που παίρναμε τα καράβια για τα νησάκια με το sleeping bag στην πλάτη, ποτέ δεν αποφασίσαμε να πάμε ως την Κύπρο για να δούμε από κοντά αυτόν τον ακρωτηριασμό του ελληνισμού που υποτίθεται πως μας σημάδεψε.
Σε μια πενταετία, η Κύπρος μας είχε ξεφύγει πάλι. Δίχως να καταλάβουμε πώς, οι Κύπριοι ξανάγιναν στα μάτια μας πλούσιοι, δουλειές εκεί, χρήμα, ανάπτυξη, δρόμοι (κι ας οδηγούσαν αριστερά), κάτι τέτοια μαθαίναμε δίχως να έχουμε και πλήρη εικόνα. Παρά ταύτα, μια μετάθεση στην ΕΛΔΥΚ όταν πήγαμε φαντάροι ήταν καλό ρουσφέτι, μικρότερη θητεία, μισθουλάκος και αφορολόγητα στον γυρισμό. Αλλά όταν ακούγαμε για τις αποφάσεις του ΟΗΕ για το Κυπριακό που τσαλαπατούσε η Τουρκία, κάναμε πια μια γκριμάτσα διόλου εθνοπρεπή.
Και πέρασαν δεκαετίες πέντε έκτοτε. Κι είναι η Κύπρος για μας κάτι σαν ετεροθαλής αδελφός που τον ξέρουμε και δεν τον ξέρουμε, τον ψιλοζηλεύουμε αλλά και δεν επιτρέπουμε (θεωρητικώς) στον κοινό αντίπαλο να τον ακουμπήσει, και μακριά μας και κοντά μας είναι, και τον θέλουμε και αδιαφορούμε για αυτόν, και δικός μας και μισοξένος είναι, μα δεν παύει αδελφός να είναι. Εχουμε μια αμυδρή εντύπωση ότι αν πάθουν τίποτα εκεί, θα είναι σαν να κόβουν δικό μας ποδάρι, αλλά δεν έχουμε και πλήρη επίγνωση αυτού του νιώθουμε.
Τρίξαμε όλα αυτά τα χρόνια μια φορά τα δόντια μας όταν είδαμε ζωντανά στις τηλεοράσεις μας τις δολοφονίες του Ισαάκ και του Σολωμού, τους βάλαμε στην Ευρωπαϊκή Ενωση με δική μας εγγύηση, μπας και απαλλαγούμε από το βάρος τους που θα γινόταν ευρωπαϊκό, πανηγυρίσαμε σαν απορρίφθηκε το σχέδιο Ανάν, κι ας είχαμε γνώση ότι το επόμενο σχέδιο θα ήταν χειρότερο, (πόσες φορές, διάολε, έχουμε ακούσει για το Κυπριακό των χαμένων ευκαιριών;), βγάλαμε τα λεφτουδάκια μας από τις ελληνικές τράπεζες και τα πήγαμε εκεί το 2009-10, φαλίραμε μαζί Ελλάδα και Κύπρος λίγο αργότερα. Οσοι τα κράτησαν εδώ τα ‘σωσαν, όσοι τα ‘στειλαν εκεί τα ‘χασαν, θεία δίκη.
Τώρα οι δημόσιοι υπάλληλοί μας σπουδάζουν εξ αποστάσεως στα κυπριακά πανεπιστήμια για να πάρουν χαρτί που θα τους φέρει προαγωγή, κοιτάμε με φθόνο τους Ρώσους και τους Αραβες που ξεπλένουν εκεί το χρήμα τους (γιατί θα θέλαμε να το ξεπλένουν εδώ), φτιάχνουμε από κοινού αγωγούς αερίου παρέα με Ισραηλινούς και Αιγύπτιους, συνεχίζουμε να τους θεωρούμε πλουσιότερους από μας και καμιά φορά λέμε και καμιά εξυπνάδα του τύπου «ο Κύπριος δεν είναι εθνικότητα, είναι επάγγελμα».
Ο ακρωτηριασμός παραμένει πενήντα χρόνια μετά, τσαντιζόμαστε με τον Ερντογάν που ανοίγει την Αμμόχωστο αλλά οι νεότεροί μας αναρωτιούνται αν τα Βαρώσια που παρεισφρέουν στην κουβέντα είναι κάπου στο Βιετνάμ ή στη Λαπωνία. Στα σπάνια πια αφιερώματα βλέπουμε τους παλιούς ΛΟΚατζήδες μας που πήγαν τότε και πολέμησαν τον Αττίλα να είναι σήμερα κάτι χοντροί ασπρομάλληδες που λένε ονόματα που δεν ξέρουμε. Για το Κυπριακό έχουν γραφτεί πολλά βιβλία, για την προδοσία της Κύπρου περισσότερα. Για τη σχέση της μητροπολιτικής Ελλάδας με την Κύπρο της και για τη σχέση της Κύπρου με την Ελλάδα της, το βιβλίο δεν έχει γραφτεί ακόμα.