Ανησυχούν οι Ευρωπαίοι για μια πιθανή διάχυση της κρίσης, ή τουλάχιστον ορισμένων πτυχών της, από τη Μέση Ανατολή προς τον Βορρά; Οπως φαίνεται από το εσπευσμένο ταξίδι της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, του βέλγου πρωθυπουργού και προεδρεύοντος της ΕΕ Αλεξάντερ ντε Κρόο, του Κυριάκου Μητσοτάκη και της Τζόρτζια Μελόνι στο Κάιρο, η απάντηση είναι θετική. Αυτό που έχει γίνει αντιληπτό τόσο στην Αθήναόσο και στις Βρυξέλλες είναι ότι η αποσταθεροποίηση της Αιγύπτου θα επιφέρει ανεξέλεγκτες επιπτώσεις, όχι μόνο στα νότια σύνορα της Ενωσης, αλλά και γενικότερα.
Γιατί, όμως, η Αίγυπτος θεωρείται από τους Ευρωπαίους ως η έσχατη ζώνη ασφαλείας; Και από τι ακριβώς κινδυνεύει το καθεστώς του προέδρου Σίσι; Τους τελευταίους μήνες η πολυπληθέστερη και μια από τις ισχυρότερες αραβικές χώρες έχει δεχτεί αλλεπάλληλα ραπίσματα. Η αιγυπτιακή οικονομία δοκιμαζόταν ήδη πριν από το ξέσπασμα του πολέμου μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς.
Εν πρώτοις, το Κάιρο προσέφυγε στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ενώ παραλλήλως λαμβάνει σημαντικές ενισχύσεις ρευστότητας από τη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Ομως η μείωση των διελεύσεων από τη Διώρυγα του Σουέζ εξαιτίας των πυραυλικών επιθέσεων των Χούθι εναντίον εμπορικών πλοίων στην Ερυθρά Θάλασσα οδήγησε σε περαιτέρω συρρίκνωση των εσόδων της αιγυπτιακής οικονομίας. Καθοδικές είναι, ταυτοχρόνως, και οι αφίξεις τουριστών στο Κάιρο και στα υπόλοιπα θέρετρα της χώρας, μια τάση που αναμένεται να διατηρηθεί τους επόμενους μήνες, έως και το καλοκαίρι.
Εν μέσω αυτής της δυσχερούς συγκυρίας, η Αίγυπτος φιλοξενεί στο έδαφος δεκάδες χιλιάδες σουδανούς πρόσφυγες, ως απότοκο του περυσινού εμφυλίου, ενώ λίγα χιλιόμετρα μακριά από τον συνοριακό σταθμό της Ράφα βρίσκονται εγκλωβισμένοι εκατοντάδες χιλιάδες Παλαιστίνιοι, υπό την απειλή χερσαίας ισραηλινής επέμβασης. Οι αιγυπτιακές αρχές έχουν διαμηνύσει επανειλημμένως ότι θα αντιταχθούν σε οποιοδήποτε σενάριο νέας εξόδου των Παλαιστινίων προς το Σινά.
Αυτό, δε, που έχει προκαλέσει συναγερμό, κυρίως σε Αθήνα και Ρώμη, είναι οι αυξημένες προσφυγικές ροές με σημείο εκκίνησης την ανατολική Λιβύη. Πρόκειται, κυρίως, για Αιγύπτιους και Σουδανούς, οι οποίοι διασχίζουν σχετικά εύκολα τα σύνορα, φθάνουν στο Τομπρούκ και από εκεί επιβιβάζονται σε βάρκες με προορισμό κυρίως την Ιταλία, εσχάτως όμως και την Κρήτη. Τους τελευταίους τρεις μήνες, περίπου 1.500 άτομα έχουν φθάσει στα νότια παράλια του νησιού, αλλά και στη Γαύδο.
Ο συνδυασμός οικονομικής κρίσης και προσφυγικού ζητήματος καθίσταται εκρηκτικός για οποιαδήποτε κυβέρνηση, πολλώ δε μάλλον όταν πρόκειται για μια χώρα με βαθιές εσωτερικές αντιθέσεις. Εξ ου και οι τέσσερις ευρωπαίοι αξιωματούχοι, προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο κλυδωνισμού ή ακόμα και ανατροπής της κυβέρνησης Σίσι, κομίζουν στο Κάιρο αξιόλογη οικονομική βοήθεια, ύψους περί τα 7,5 δισ. ευρώ. Σύμφωνα με τις έως στιγμής πληροφορίες που δημοσιεύονται στον ευρωπαϊκό Τύπο, τα χρήματα θα χρησιμοποιηθούν κατά κύριο λόγο για την καλύτερη φύλαξη των συνόρων με τη Λιβύη και την υποστήριξη των προσφύγων που διαμένουν ήδη στο έδαφος της Αιγύπτου, με τους ευρωπαίους αξιωματούχους να έχουν χαρακτηρίσει το Κάιρο ως «αξιόπιστο εταίρο» στη διαχείριση του μεταναστευτικού.
Στις Βρυξέλλες, άλλωστε, αντιμετωπίζουν τη Λιβύη ως failed state και γνωρίζουν ότι ο έλεγχος των προσφυγικών ροών από το καθεστώς του Ντιμπέιμπα, ο οποίος ούτως ή άλλως δεν είναι κυρίαρχος στο ανατολικό τμήμα της αχανούς αφρικανικής χώρας, είναι σχεδόν αδύνατος. Η Κομισιόν επιχειρεί να αντιμετωπίσει το πρόβλημα στην πηγή δια της χρηματοδότησης, όπως άλλωστε έγινε για παράδειγμα στην Τουρκία με τη συμφωνία του 2016, αλλά και πλέον προσφάτως στην Τυνησία και στη Μαυριτανία, με αμφιλεγόμενα πάντως αποτελέσματα.
«Αν καταρρεύσει η Αίγυπτος, τα πράγματα θα είναι εξαιρετικά δύσκολα, όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και γενικότερα», λένε διπλωματικές πηγές από την Αθήνα, αποτυπώνοντας αφενός τη βαρύνουσα ανάγκη να διατηρηθεί η σταθερότητα στην ευρύτερη περιοχή, αφετέρου τη σημασία της αραβικής χώρας στην εύθραυστη γεωπολιτική ισορροπία της Ανατολικής Μεσογείου. Οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζει το Κάιρο αποτέλεσαν λίγες εβδομάδες πριν αντικείμενο συζήτησης μεταξύ του υπουργού Εξωτερικών Γιώργου Γεραπετρίτη και του Αιγύπτιου ομολόγου του Σαμέχ Σούκρι, αλλά και με τον πρόεδρο Σίσι.
Για την ελληνική διπλωματία, η εγκαθίδρυση στρατηγικών σχέσεων με την Αίγυπτο δεν είναι απλώς μια κομβική επιλογή που αντανακλάται και στη σειρά διμερών συμφωνιών που έχουν υπογραφθεί τα τελευταία χρόνια, με προεξάρχουσες την οριοθέτηση των εκατέρωθεν Αποκλειστικών Οικονομικών Ζωνών το 2020, την έμμεση, και πάλι αμφίδρομη, αναγνώριση FIR Αθηνών και FIR Καΐρου το 2022 και την ηλεκτρική διασύνδεση για τη μεταφορά πράσινης ενέργειας.
Η Αθήνα έχει πρωτοστατήσει, διαχρονικά, προκειμένου να καταστεί η σχέση της Αιγύπτου στρατηγική, συνολικά με την Ευρωπαϊκή Ενωση, ενώ σήμερα τάσσεται υπέρ της χάραξης και εφαρμογής μιας διευρυμένης συνεργασίας των Βρυξελλών με το Κάιρο, αφενός με την παροχή ισχυρής οικονομικής στήριξης στην αιγυπτιακή κυβέρνηση, αφετέρου προωθώντας έτι περαιτέρω την ενεργειακή διασύνδεση των δύο πλευρών, είτε αυτή αφορά έργα όπως το Grecy Interconnector, είτε την αγορά και μεταφορά φυσικού αερίου.
Εκτός από τις αυξανόμενες προσφυγικές ροές, στην ελληνική κυβέρνηση ενδιαφέρονται πολύ περισσότερο για τη διατήρηση του υπάρχοντος καθεστώτος στην εξουσία. Οχι μόνο λόγω των άριστων διμερών σχέσεων, αλλά διότι αυτοί που απεργάζονται την ανατροπή του Σίσι είναι ό,τι απέμεινε από τους Αδελφούς Μουσουλμάνους, μια δύναμη με σκληρές ισλαμιστικές αναφορές, καθώς και εκλεκτικές συγγένειες με την Τουρκία του Ταγίπ Ερντογάν. Εξ ου και, παρά τις αλλεπάλληλες ανατροπές στη Μέση Ανατολή και στην Ανατολική Μεσόγειο, η Αθήνα δεν χάνει ποτέ ευκαιρία να επιβεβαιώσει τους στρατηγικούς δεσμούς της με την Αίγυπτο.