Μια από τις πρώτες επισημάνσεις του κατακερματισμού της σύγχρονης κοινωνίας σε διάφορες ομάδες με βάση την πολιτική στράτευση, όπου τη θέση του διαλόγου παίρνει η μάχη με κάθε μέσο, είχε γίνει στην Ελβετία, με την άνοδο του SVP (Λαϊκού Κόμματος) με αρκετές ακροδεξιές και ρατσιστικές θέσεις σε διάφορα θέματα. Ο πολιτικός λόγος που άρθρωσε από την αρχή αυτό το κόμμα ήταν ιδιαίτερα επιθετικός εναντίον των άλλων, σε αντίθεση με την πολιτική κουλτούρα της Ελβετίας στην οποία καταστατικά συγκυβερνούν άλλωστε τα τρία μεγαλύτερα κόμματα (!). Τότε λοιπόν είχε γράψει η ΝΖΖ (Neue Zürcher Zeitung), πως οι πολιτικοί αντίπαλοι μετατρέπονται σταδιακά σε πολιτικούς εχθρούς – και ναι μεν η πολιτική αντιπαλότητα είναι στοιχείο του δημοκρατικού πολιτεύματος, η πολιτική εχθρότητα όμως το φθείρει, διαβρώνοντας την κουλτούρα του διαλόγου που είναι αναγκαία για την έλλογη συνύπαρξη και λήψη αποφάσεων μέσα στην κοινωνία.
Έκτοτε το φαινόμενο αυτό εξαπλώθηκε και συνδυάσθηκε με την διάδοση των fake news και της κουλτούρας της μετα-αλήθειας (βλέπε και το κείμενο μου «Μα πώς μπορεί» μεταξύ πολλών άλλων βέβαια). Σ’ αυτό άλλωστε αναφέρθηκε και η Τερέζα Μέι πριν παραιτηθεί (βλέπε το σχετικό άρθρο μου για τη Μέι, τον Χάμπερμας και τον πολιτικό διάλογο) τονίζοντας τις καταστροφικές συνέπειες του τοξικού πολιτικού κλίματος για τη λειτουργία της δημοκρατίας. Παράλληλα πληθαίνουν τα άρθρα σε έγκριτα μέσα διεθνώς που αναφέρονται στους κινδύνους για τη δημοκρατία που εγκυμονεί αυτό το φαινόμενο.
Είναι λοιπόν ενδιαφέρον ότι αυτή η υποχώρηση της κουλτούρας του δημοκρατικού διαλόγου αποτέλεσε το κεντρικό θέμα του φετινού χριστουγεννιάτικου μηνύματος του προέδρου της Γερμανίας Φραντς-Βάλτερ Σταϊνμάιερ, καθώς θέτει αυτό το γενικό πολιτικό ζήτημα που ξεπερνάει τα όρια της Γερμανίας και αφορά όλες τις σύγχρονες δημοκρατίες. Έτσι μπαίνει στο θέμα αμέσως μετά τις αρχικές ευχές θυμίζοντας ότι τα περσινά Χριστούγεννα είχε ζητήσει να μπορεί καθένας να μιλάει σε αυτούς που δεν συμφωνούν μαζί του…καθώς «ζούμε σε έντονα πολιτικούς καιρούς και βέβαια κανείς δεν μπορεί να παραπονεθεί ότι λείπει η ελευθερία της γνώμης, καθώς για πολλά χρόνια δεν είχαμε τόσες πολλές διαμάχες όσες τώρα… (Το ζήτημα είναι) πώς μπορούμε να μάθουμε να σεβόμαστε ο ένας τον άλλο μέσα σε συνθήκες έντονης τριβής, πώς μπορούμε να διασφαλίσουμε ότι οι διαμάχες μας θα είναι εποικοδομητικές και πώς μπορεί να προκύψει συνεκτικότητα μέσα από τόσες αντιθέσεις». Μάλιστα, «το να μάθουμε να συζητάμε σημαίνει να έχουμε συναίσθηση ότι μπορεί να βρεθούμε στη θέση να έχει δίκιο ο συνομιλητής μας» (εννοώντας προφανώς ότι πρέπει να μπορούμε να το αναγνωρίσουμε)
Αυτό το σημείο μου θυμίζει μια ανάλογη παρατήρηση που είχα διαβάσει σε ένα πολύ σημαντικό βιβλίο του Χοφστάτερ («Γκέντελ, Έσερ, Μπαχ») στο οποίο έλεγε πως η γνωστή τριάδα των προτάσεων της λογικής (1) Γενική ιδιότητα ενός συνόλου (2) ένα στοιχείο ανήκει σ’ αυτό το σύνολο (3) άρα το στοιχείο έχει την γενική ιδιότητα, στο επίπεδο του διαλόγου πρέπει να συνοδεύεται από μια τέταρτη πρόταση που να λέει ότι «αν ισχύει η (1) και η (2) θα αποδεχτώ πως ισχύει η (3). Νομίζω πως η άρνηση αποδοχής αυτής της 4ης πρότασης (δηλαδή να μην αναγνωρίζεται το δίκιο του συνομιλητή αν και έχει λογικά επιχειρήματα που το αποδεικνύουν) είναι το κοινό χαρακτηριστικό του πολιτικού κλίματος εχθρότητας που απορρίπτει τα λογικά επιχειρήματα υπέρ κάποιων θέσεων που εκλαμβάνονται ως σωστές από τους υποστηρικτές τους απλά επειδή αυτοί τις υποστηρίζουν.
Και εδώ ο Σταϊνμάιερ θέτει το κρίσιμο ερώτημα: «μήπως σήμερα υπάρχουν λιγότερα πράγματα που μας ενώνουν από όσα μας χωρίζουν;», λέγοντας στη συνέχεια πως δεν είναι αυτός που θα δώσει την απάντηση αλλά όλος ο λαός είναι η απάντηση…
Και συνεχίζει, απευθυνόμενος πάντα σε δεύτερο πρόσωπο: «εσείς είστε αυτοί που θα πρέπει να σηκωθείτε και να μιλήσετε όταν δείτε κάποιον να υφίσταται προσβολές στο λεωφορείο γιατί μοιάζει διαφορετικός, ή όταν ακούτε ρατσιστικά σχόλια σ’ ένα μπαρ. Επίσης έχετε φωνή στο ίντερνετ και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Εσείς αποφασίζετε αν θα επιβραβεύετε τις πιο ακραίες αναρτήσεις ή θα προτιμάτε γεγονότα, σεβασμό και λογικές αναλύσεις».
Κατόπιν παραθέτει παραδείγματα που δείχνουν πόσες χιλιάδες άνθρωποι, ακόμα και τη μέρα των Χριστουγέννων, εργάζονται για να βοηθήσουν τους συνανθρώπους τους σε τόσες υπηρεσίες. Αλλά και ως μέρος της δημοκρατίας, ψηφίζοντας, διαδηλώνοντας, συμμετέχοντας σε κάποιο κόμμα, ή και υπηρετώντας σε κάποια πολιτική θέση της κεντρικής διοίκησης ή της αυτοδιοίκησης. Έτσι, «όλοι κρατάτε ένα κομμάτι της Γερμανίας στα χέρια σας. Γι αυτό, αυτά που μας ενώνουν είναι περισσότερα από αυτά που μας χωρίζουν, καθώς είμαστε όλοι πολίτες αυτής της χώρας».
Και εδώ βάζει πάλι το ζήτημα της σχέσης του λαού με τη δημοκρατία, καθώς τονίζει ότι «αυτό που μας ενώνει ως πολίτες δεν είναι εξασφαλισμένο. Είναι μαζί μια υπόσχεση και ένα σύνολο από προσδοκίες, ένα προνόμιο και μία υποχρέωση. Άλλωστε το Σύνταγμα λέει… ότι κάθε εξουσία πηγάζει από τον λαό».
Προσωπικά βρίσκω πολύ ενδιαφέρουσα αυτήν την παρατήρηση γιατί έχουμε συνηθίσει να διαβάζουμε αυτήν τη φράση σαν επιβεβαίωση του δημοκρατικού πολιτεύματος σε σχέση με τη μοναρχία, ενώ πλέον οι σύγχρονες εξελίξεις δείχνουν ότι είναι δυνατό από τη συμπεριφορά του λαού να τρωθεί το δημοκρατικό πολίτευμα από τα μέσα.
Και το μήνυμα του Σταϊνμάιερ τελειώνει με την παρατήρηση πως ευτυχώς η δημοκρατία δεν χρειάζεται ήρωες όπως οι δικτατορίες, αλλά αυτόνομους πολίτες που έχουν αυτοπεποίθηση, κοινή λογική και ευπρέπεια και που δείχνουν αλληλεγγύη με τους άλλους.
Από αυτά τα κύρια σημεία (καθώς δεν είχε νόημα η πλήρης αναφορά του χριστουγεννιάτικου διαγγέλματος) είναι φανερή νομίζω η σημασία που όλο και περισσότερο αποδίδεται διεθνώς στον κίνδυνο της εξάπλωσης του τοξικού πολιτικού κλίματος, όπου οι πολίτες κλείνονται σε ομάδες αμοιβαία εχθρικές μεταξύ τους, χωρίς πλέον διάθεση για διάλογο, αλλά και στην υποχώρηση της ισχύος του λόγου απέναντι στα συναισθήματα, που συνδέεται με την ευκολία να δέχεται και να υποστηρίζει κανείς απλοϊκές λύσεις για δύσκολα και πολυσύνθετα προβλήματα, οδηγώντας το δημοκρατικό πολίτευμα σε αδιέξοδο, αφού η δημοκρατία, ως σύστημα λήψης αποφάσεων στηρίζεται στην εποικοδομητική ανταλλαγή επιχειρημάτων μαζί με το δικαίωμα ψήφου όλων των πολιτών.