Παρακολουθούμε αυτές τις ημέρες τις συνέπειες της ματαιότητας της απλής αναλογικής ή, ορθότερα, την ακύρωση της απόπειρας θεσμικής δολιοφθοράς που έγινε από τον ΣΥΡΙΖΑ και που για μία ακόμη φορά τράκαρε στην πραγματικότητα.
Θα μπορούσε να πει κανείς βλέποντάς το πιο ψύχραιμα, ότι δεν έγινε και τίποτα, θα μπορούσε να έχει σχηματιστεί κυβέρνηση, δεν απείχε πολύ από αυτό το ποσοστό της ΝΔ, που με 40,8% έλαβε 146 έδρες. Εκεί θα σου πει ο Τζανακόπουλος «όχι, γιατί το 60% είναι απέναντί της». Εντάξει, δεν βγαίνει άκρη.
Παρά ταύτα, σχεδόν όλοι θα συμφωνήσουν ότι ζούμε σε μια αχρείαστη εκκρεμότητα και αυτό το επιχείρημα ενισχύεται από την ιστορική εμπειρία. Οποτε εφαρμόστηκε η απλή αναλογική στην Ελλάδα, κάτι καλό για τη χώρα δεν συνέβη. Και όποτε κάποια κυβερνητική συνεργασία συμφωνήθηκε (για καλό ή για κακό), αυτή προέκυψε από το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής.
Είτε έτσι είτε αλλιώς, μια άλλη διαδικασία που παρακολουθούμε αυτό το διάστημα φαντάζει αχρείαστη και μάλλον αναχρονιστική. Είναι αυτή που ορίζεται στο άρθρο 37 του Συντάγματος, βάσει της οποίας για ένα διάστημα τεσσάρων εβδομάδων, η ευθύνη της χώρας ανατίθεται σε υπηρεσιακή κυβέρνηση.
Αναφέρεται στο σχετικό απόσπασμα του άρθρου 37: «(….) Aν οι διερευνητικές εντολές δεν τελεσφορήσουν, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας καλεί τους αρχηγούς των κομμάτων και, αν επιβεβαιωθεί η αδυναμία σχηματισμού Kυβέρνησης που να έχει την εμπιστοσύνη της Bουλής, επιδιώκει τον σχηματισμό Kυβέρνησης από όλα τα κόμματα της Bουλής για τη διενέργεια εκλογών και σε περίπτωση αποτυχίας αναθέτει στον Πρόεδρο του Συμβουλίου της Eπικρατείας ή του Aρείου Πάγου ή του Eλεγκτικού Συνεδρίου τον σχηματισμό Kυβέρνησης, όσο το δυνατόν ευρύτερης αποδοχής, για να διενεργήσει εκλογές, και διαλύει τη Bουλή».
Για τι χρειάζεται όλο αυτό; Ποιος ο λόγος να αναλάβει υπηρεσιακή κυβέρνηση, να ορκίζεται ένας δικαστικός στη θέση του Πρωθυπουργού και διάφοροι καθηγητές ή τεχνοκράτες στις θέσεις των υπουργών, να γίνονται παραδόσεις-παραλαβές στα υπουργεία, να διορίζονται για μερικές εβδομάδες κάποιοι μετακλητοί σύμβουλοι και συνεργάτες; Ούτε υπογραφές μπορούν να βάλουν σε κάποια σύμβαση ή συμφωνία, ούτε εκτελεστικές αποφάσεις μπορούν να λάβουν, ούτε να νομοθετήσουν, αφού δεν υπάρχει Βουλή.
Θυμόμαστε δε τη συζήτηση προ μηνών, για το τι θα μπορούσε να συμβεί αν η Τουρκία είχε άλλες διαθέσεις και δυνατότητες και επιχειρούσε οτιδήποτε κατά τη διάρκεια της θητείας μιας υπηρεσιακής κυβέρνησης. Και ας μη μιλήσουμε για την περίπτωση εκείνη όπου η ηγεσία της Δικαιοσύνης άλλαξε, μεταξύ άλλων και προκειμένου να τοποθετηθεί ένα πρόσωπο της αρεσκείας τού τότε απερχόμενου Πρωθυπουργού στη θέση της υπηρεσιακής Πρωθυπουργού, σε στιγμές δύσκολες για τη χώρα.
Ποιος λόγος λοιπόν επιβάλει πλέον κάτι τέτοιο; Γιατί δεν θα μπορούσε να ορίζεται σαφώς από το Σύνταγμα μια περιοριστική τροποποίηση στις αρμοδιότητες της απερχόμενης κυβέρνησης, να τοποθετείται κάποιο πρόσωπο κοινής αποδοχής στο υπουργείο Εσωτερικών, με σαφώς καθορισμένη αρμοδιότητα και ευθύνη τη διενέργεια των εκλογών (όπως συμβαίνει ούτως ή άλλως σε κάθε εκλογική αναμέτρηση) και να τελειώνει η ιστορία;
Προφανώς οι συνταγματολόγοι θα μπορούσαν να συζητούν επί ώρες, ημέρες και μήνες επί του ζητήματος.
Πιθανώς όμως μια σχετική τροποποίηση του Συντάγματος να ήταν μία ένδειξη πραγματικής ωριμότητας του πολιτικού μας συστήματος.
Θα συνέπιπτε και με την πολιτική πρακτική που ακολουθείται στην κατά πολλούς προηγμένη πολιτικά Δύση, στην οποία ανήκουμε.