Στη νέα σειρά του Nerflix «Ρίπλεϊ» είναι πολλά αυτά που μπορεί να εντυπωσιάσουν τον θεατή. Ανάμεσά τους, σε πρωταγωνιστικό ρόλο, η Ιταλία της δεκαετίας του 1960 και κυρίως το Ατράνι, μια μικρή πόλη στις ακτές του Αμάλφι. Πρόκειται πράγματι για έναν επίγειο παράδεισο που σε κάνει να θέλεις να τα αφήσεις όλα, να κλείσεις αμέσως εισιτήριο και να πας να περάσεις εκεί μερικούς μήνες νοικιάζοντας μια ειδυλλιακή παλιά βιλίτσα με θέα στην παρθένα παραλία, το γραφικό χωριό και την απέραντη θάλασσα.
Θα περνάς τις ημέρες σου γράφοντας ή ζωγραφίζοντας, τα μεσημέρια σου πίνοντας καφέ στα μικρά παραδοσιακά καφενεία, θα μιλάς με τους φιλόξενους Ιταλούς, θα κολυμπάς μόνος σου στην πεντακάθαρη θάλασσα και τα βράδια θα απολαμβάνεις ντόπιο κρασί και μεζέδες στο γραφικό ταβερνάκι.
Μετά, μπαίνεις στο ίντερνετ να δεις λίγες φωτογραφίες για να σου ανοίξει κι άλλο η όρεξη και να κλείσεις εκείνη τη φανταστική βιλίτσα. Και παθαίνεις σοκ. Ο επίγειος παράδεισος του Ντίκι Γκρίνλιφ και του Τομ Ρίπλεϊ έχει μετατραπεί σε μια παραθεριστική κόλαση γεμάτη ομπρέλες και ξαπλώστρες που εφάπτονται η μία της άλλης και καλύπτουν κάθε χιλιοστό της παραλίας, ενώ η βιλίτσα των ονείρων σου είναι ένα ρουμ της συμφοράς με θέα στα απλωμένα βρακιά της σινιόρας από πίσω, και το οποίο κοστίζει –τον Απρίλιο– μίνιμουμ 120 ευρώ τη βραδιά. Για το ταβερνάκι και το καφέ δεν τολμώ να φανταστώ καν…
Τι έπαθε ο τουριστικός παράδεισος; Το ίδιο που έπαθαν τα –άλλοτε γραφικά– νησιά των Κυκλάδων, τα στενάκια της Πλάκας, του Ψυρρή και του Θησείου, οι ακτές της Πελοποννήσου, τα δυο πόδια της Χαλκιδικής, όλη η Ελλάδα εν ολίγοις. Επαθαν υπερτουρισμό, απληστία και ολική καταστροφή.
Περπατούσα στο Μοναστηράκι πριν λίγες ημέρες, καθημερινή, απόγευμα. Κοιτούσα τους τουρίστες (έχουμε πράγματι αρκετούς), στριμωγμένους στα πολύ θορυβώδη στενά, να χαζεύουν τα καταστήματα με τα τερατωδώς υπερτιμημένα σουβενίρ και να αναζητούν με απελπισία μια θέση στα καφέ και στα εστιατόρια με τα εξίσου τερατωδώς υπερτιμημένα και κατά κανόνα κακής ποιότητας μενού, και αναρωτιόμουν τι θα «πάρουν μαζί τους» ως ανάμνηση από την Ελλάδα όταν επιστρέψουν στις πατρίδες τους.
Ναι, προφανώς είναι πολύ εντυπωσιακή η Ακρόπολη ως μνημείο, όλα τα μνημεία είναι εντυπωσιακά, αλλά υποθέτω (το ξέρω, δεν το υποθέτω απλώς) ότι οι τουρίστες έρχονται στην Ελλάδα για να δουν κάτι παραπάνω από τα μνημεία. Εχει και αλλού μνημεία, εξάλλου, δεν έχουμε την αποκλειστικότητα.
Ερχονται γι’ αυτό που τους υπόσχονται –μεταξύ άλλων– και οι καμπάνιες μας: ηρεμία, χαλάρωση, καλό φαγητό, φιλοξενία, γραφικότητα, παράδοση. Πού είναι όλα αυτά; Στη φαντασία των ανθρώπων που φτιάχνουν τις καμπάνιες. Μόνο που οι τουρίστες δεν είναι χαζοί… Μια φίλη ξεναγός μού έλεγε τις προάλλες ότι κάποια γκρουπ Γάλλων ακυρώνουν τις εκδρομές τους, που περιλαμβάνουν μέρη όπως η Σαντορίνη, διότι οι προηγούμενοι που ήρθαν βλαστήμησαν. Και πώς να μη βλαστημήσουν; Εχετε πάει τα τελευταία χρόνια στη «γραφική» Σαντορίνη;
Ο κόσμος μετατρέπεται σε έναν απέραντο τουριστικό ζωολογικό κήπο. Με επίκεντρο το όποιο αξιοθέατο και γύρω γύρω «κλουβιά» όπου επισκέπτες και ντόπιοι κοιτούν ο ένας τον άλλον, παγιδευμένοι στις ίδιες παθογένειες. Την ίδια αίσθηση έχουμε και όσοι ταξιδεύουμε στο εξωτερικό, αμφιβάλλω πλέον αν υπάρχει έστω και ένα τουριστικό σημείο του πλανήτη στο οποίο μπορείς να πάρεις μισή γεύση «αυθεντικότητας», να μη σε γδάρουν οι επιτήδιοι –ή οι απελπισμένοι ντόπιοι–, να μην αισθάνεσαι διαρκώς ότι όλα γύρω σου είναι ένα άτσαλα και πρόχειρα και εντελώς ψεύτικα στημένο σκηνικό που έχει ως μοναδικό σκοπό να σου ξετινάξει το πορτοφόλι προσφέροντάς σου ελάχιστα –αν κάτι– από εκείνα που προσδοκούσες. Γι’ αυτό οι πραγματικοί ταξιδευτές αναζητούν εναλλακτικές που δεν τις έχει ο τουριστικός χάρτης. Πριν καταστραφούν και αυτές.
Από τον Αρκτικό Κύκλο ως την Ανταρκτική, πλέον τα πάντα θυσιάζονται στον βωμό του μαζικού τουρισμού. Ο κόσμος θέλει να ταξιδέψει. Νέες αγορές ανοίγουν. Ωραία. Και εμείς στην Ελλάδα χρειαζόμαστε λεφτά και τα χρειαζόμαστε απελπισμένα. Μόνο που στον τουρισμό πουλάς ένα συγκεκριμένο προϊόν: τον τόπο. Αν τον διαλύσεις, δεν θα υπάρχει τίποτε να πουλάς μετά. Και εμείς τον διαλύουμε. Αναρχα, άπληστα, χωρίς κανόνες, χωρίς συναίσθηση, χωρίς σχέδιο, χωρίς τίποτε. Ο,τι αρπάξουμε. Την ώρα που οι περισσότερες χώρες στον κόσμο προσπαθούν να βάλουν κανόνες, εμάς μας ενδιαφέρουν μόνο τα νούμερα. ΟΚ, να τον φέρεις τον τουρίστα, αλλά κάτι πρέπει και να τον κάνεις.
Θα μου πείτε, όποιος έχει πολλά χρήματα θα πάει στα πολυτελή ξενοδοχεία και εκεί θα του διασφαλίσουν –κλείνοντας ψιλοπαράνομα τις παραλίες για τον υπόλοιπο κόσμο, ας πούμε– την ηρεμία του.
Μπορεί η Ελλάδα να τσιμεντωθεί και να κλειστεί –ψιλοπαράνομα ή και νόμιμα– απ’ άκρη σ’ άκρη για να απευθύνεται μόνο στους πλούσιους τουρίστες; Ναι, φυσικά μπορεί.
Είναι sustainable αυτό μακροπρόθεσμα, οικονομικά και περιβαλλοντικά; Οχι, δεν είναι. Αλλά ποιος νοιάζεται για το μακροπρόθεσμο; Στην Ελλάδα, έτσι κι αλλιώς, ποτέ δεν ήταν το φόρτε μας.