Ομολογώ ότι δεν είχα ιδέα ότι η Ελλάδα είναι αυτάρκης στην παραγωγή σκληρού σιταριού, αλλά ελλειμματική στην παραγωγή μαλακού. Και όπως ο κορονοϊός μού έμαθε πόσες ΜΕΘ έχουμε στην Ελλάδα, πόσες χρειαζόμαστε και πόσο κοστίζει κάθε μία, έτσι και ο πόλεμος στην Ουκρανία με κατατόπισε για τη χρήση των παραγώγων του σκληρού και του μαλακού σιταριού.
Ενιωσα ήσυχος ως προς τα μακαρόνια μου και τις παπαρδέλες μου, καθότι το σκληρό σιτάρι που παράγουμε, βγάζει τα σιμιγδάλια με τα οποία φτιάχνονται τα ζυμαρικά. Πλην ανησύχησα διότι κανένα άλλο ψωμί πλην του λευκού δεν ταιριάζει στον εκλεπτυσμένο ουρανίσκο μου, κι αυτό προέρχεται μόνο από το μαλακό σιτάρι. Οπότε, είτε δεν θα το βρίσκω στον φούρνο είτε θα το πληρώνω πανάκριβα, λες και είναι sex toy. Τι να κάνουμε, τα βίτσια κοστίζουν.
Εμαθα επίσης πολλά περί του «ελαίου» και του «ηλιελαίου». Το ηλιέλαιο, βέβαια, έλαιο είναι κι αυτό, όμως εμείς οι Ελληνες όταν λέμε «έλαιο», εννοούμε το λάδι, δηλαδή το ελαιόλαδο. Τόσα χρόνια, λοιπόν, καταχερίζαμε εκείνους που αντί να χρησιμοποιούν το εθνικό προϊόν μας στα τηγάνια και στις φριτέζες τους, προτιμούσαν να αγοράζουν εισαγόμενα σπορέλαια, με πρώτο το ηλιέλαιο. Τους λέγαμε τσιγκουναρέους και αδιάφορους για την υγιεινή διατροφή των πελατών τους, μέχρι που τώρα μάθαμε από επιστημονικά (και όχι σουβλατζήδων) χείλη ότι το ελαιόλαδο δεν κάνει για τηγάνι. Πέραν της υψηλότερης τιμής του, δεν αντέχει λέει στις μεγάλες παρατεταμένες θερμοκρασίες.
Εντάξει, να το δεχτώ, αφού μας το βεβαιώνουν διατροφολόγοι και τεχνολόγοι τροφίμων. Πλην, πάνω σε αυτή τη συζήτηση ανακαλύψαμε ως παράπλευρη πληροφορία ότι στα ψητοπωλεία και στα εστιατόριά μας αλλάζουν το τηγανόλαδό τους κάθε επτά ημέρες. Τώρα πλάκα μας κάνουν; Δηλαδή οι τραγανές τηγανητές πατάτες που τρώμε το βράδυ του Σαββάτου, έχουν τηγανιστεί σε λάδι που βράζει στην ίδια φριτέζα επί δωδεκάωρο από την περασμένη Κυριακή; Και είναι σίγουροι ότι δεν θα πάθουμε κανέναν καρκίνο;
Μάθαμε επίσης ότι και στην Ελλάδα καλλιεργείται ηλίανθος, οπότε θεωρητικώς μπορούμε να βγάλουμε το δικό μας ηλιέλαιο. Και ζάχαρη βγάζαμε παλιότερα από τα τεύτλα που καλλιεργούσαν οι αγρότες μας στις πεδιάδες του Βορρά. Τώρα που δέρνονται οι Μοσχοβίτες για μια σακούλα ζάχαρη, δεν θα φτάσει και εδώ η έλλειψη κάποια στιγμή; Την είχαμε εγκαταλείψει την παραγωγή εγχώριας ζάχαρης, διότι όσο κι αν συμπιέζαμε το κόστος, η εισαγόμενη ήταν πάντα φθηνότερη. Το ίδιο και η παραγωγή ελληνικού σπορέλαιου. Οπότε τώρα που έπεσε έλλειψη, θα ξαναγυρίσουμε στην εθνική παραγωγή τέτοιων προϊόντων; Κι αν ύστερα από δύο χρόνια αποκατασταθούν οι παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες, θα εγκαταλείψουμε πάλι αυτές τις παραγωγές ως ασύμφορες; Αυτή τη δουλειά θα κάνουμε;
Αφήστε εκείνα τα περίφημα εθνικά αποθέματα. Για το υγραέριο και το πετρέλαιο δεν είμαι γνώστης, τα αφήνω, μην και γράψω καμιά αρλούμπα. Αλλά για τα εθνικά αποθέματα σίτου; Θα έπρεπε, λέει, να υπάρχουν, το ορίζει και κάποια ευρωπαϊκή οδηγία, όμως ρωτώντας δύο πρώην υπουργούς Γεωργίας, δεν βγάλαμε και άκρη. Ο ένας είπε με στόμφο «βεβαίως και υπάρχουν», ο άλλος ανασήκωσε τους ώμους και απάντησε «ούτε κόκκος». Τώρα, λέει, ψάχνουν στα μουλωχτά οι υπηρεσίες μας για να δουν τι προβλέπει ο νόμος, αν εφαρμόζεται και ποια από τα αποθέματα ιδιωτικών εταιρειών χαρακτηρίζονται εθνικά αποθέματα, καθότι κρατικές αποθήκες τίγκα στο στάρι δεν υπάρχουν. Αρα, πού διάολο βρίσκονται αυτά τα αποθέματα;
Στο μεταξύ, οι ιδιώτες και οι βιομήχανοί μας φορτώνουν καραβιές με αλεύρια και τα στέλνουν στην Αίγυπτο σε τριπλάσιες τιμές σε σχέση με πέρσι. Μου το είπε ένας εφοπλιστής που του ζητάνε καράβια και δεν βρίσκει… ποια εθνικά αποθέματα και κουραφέξαλα; Δύσκολοι καιροί και μπερδεμένοι…