| CreativeProtagon
Απόψεις

Τι ψάχνουν Ελλάδα και Τουρκία στο Μεταναστευτικό;

Η επικοινωνία, φυσικά, ποτέ δεν βλάπτει – συμβολίζει άλλωστε και διάθεση περαιτέρω συνεργασίας. Από εκεί και πέρα, όμως, σε μια σοβαρή συμφωνία για το Μεταναστευτικό, δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνονται και θέματα έρευνας και διάσωσης, τα οποία ανέκαθεν η Τουρκία εργαλειοποιεί προκειμένου να προβάλλει κυριαρχικά δικαιώματα στο Αιγαίο
Πιέρρος Ι. Τζανετάκος

Το Μεταναστευτικό φοβίζει (ξανά) την Αθήνα. Δεν είναι μόνο οι αυξημένες αφίξεις – περίπου 4.500 άνθρωποι έχουν φτάσει τις τελευταίες δέκα ημέρες στα ελληνικά νησιά. Είναι ότι στην ευρύτερη περιοχή έχουν προκύψει πολλαπλές εστίες αστάθειας. Στην Αφρική, από το Σαχέλ μέχρι την πολύπαθη Λιβύη. Στο εσωτερικό της Τουρκίας, όπου οι αρχές ωθούν εκατομμύρια πρόσφυγες και μετανάστες εκτός της Κωνσταντινούπολης. Αλλά και με την κλιματική κρίση να δημιουργεί –είτε το θέλουμε είτε όχι– νέες συνθήκες και, κυρίως, δομικές ανατροπές που είναι βέβαιο ότι σε λίγα χρόνια θα οδηγήσουν εκατομμύρια κατατρεγμένους να αναζητήσουν αλλού μια καλύτερη ζωή. Πού αλλού; Κυρίως στην Ευρώπη.

Για τη διαχείριση του ζητήματος, λοιπόν, απαιτείται σχέδιο τόσο σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο, όσο και σε βάθος χρόνου. Είναι προφανές ότι η Ελλάδα δεν δύναται να αντιμετωπίσει ξανά ούτε τα μισά από όσα ζήσαμε την περίοδο 2015-2019. Η τραυματική μνήμη από τη διάλυση –κοινωνική και οικονομική– των τοπικών κοινωνιών σε Λέσβο, Χίο και Σάμο παραμένει ακόμα νωπή. Η δε κυβέρνηση δεν θα ήθελε σε καμία περίπτωση να έρθει αντιμέτωπη με ένα νέο δραματικό ναυάγιο όπως αυτό της Πύλου. Ακόμα κι αν είναι πεπεισμένη ότι χειρίστηκε σωστά το περιστατικό, ο μιντιακός «θόρυβος» με παγκόσμια εμβέλεια δεν την ευνοεί.

Στη μεγάλη εικόνα δεσπόζει η απόλυτη αδυναμία της Ευρώπης να καταλήξει σε ένα νέο σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το Ασυλο. Οι «27» αγκομαχούν τριχοτομημένοι, εδώ και τουλάχιστον τέσσερα χρόνια. Πού να μην ήταν το Μεταναστευτικό το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Με το ακροδεξιό AfD να είναι δημοσκοπικά δεύτερο κόμμα στη Γερμανία. Τη Λεπέν να καραδοκεί έτοιμη να διαδεχτεί τον Μακρόν. Στην Ιταλία, την αντιμεταναστευτική ατζέντα να καθορίζει τα εκλογικά αποτελέσματα των τελευταίων ετών.

Και στην κεντρική Ευρώπη, Πολωνία και Ουγγαρία, να μην αποδέχονται στο έδαφός τους ούτε έναν πρόσφυγα. Προτιμούν να πληρώνουν ακόμα και 20.000 για κάθε «κεφάλι» που απορρίπτουν. Ολα αυτά συμβαίνουν λίγους μήνες πριν από τις ευρωεκλογές – με το αποτέλεσμα των οποίων οι ταγοί των Βρυξελλών θα τρίβουν, για ακόμα μια φορά, τα μάτια τους.

Εντός αυτού του ασφυκτικού πλαισίου, διαβάσαμε την είδηση ότι Ελλάδα και Τουρκία βρίσκονται σε συζητήσεις, προκειμένου στις 7 Δεκεμβρίου, όταν συνεδριάσει το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας στη Θεσσαλονίκη, να υπογράψουν συμφωνία με στόχο την καλύτερη διαχείριση του Μεταναστευτικού. Σε διμερές, προφανώς επίπεδο; Ή μήπως όχι, καθώς στην Αθήνα ευλόγως πιστεύουν, ακόμα, ότι το ζήτημα είναι ευρωπαϊκό, δεν αφορά μόνο την Ελλάδα. Κι αυτό είναι ορθό. Τι περιμένουν, όμως, στην κυβέρνηση ότι θα αποκομίσουν από μια τέτοια διαπραγμάτευση ή από μια ενδεχόμενη συμφωνία;

Το Μεταναστευτικό διχάζει εδώ και χρόνια Ελλάδα και Τουρκία. Μπορεί ξαφνικά να ενώσει τις δύο πλευρές του Αιγαίου; Θεωρητικά θα μπορούσε. Αν η μεν Ελλάδα πιστεύει ότι έχει την επιρροή και τα επιχειρήματα να πείσει την Τουρκία να κλείσει ξανά τη στρόφιγγα – αλλά και τη δύναμη να ενεργοποιήσει τα αντανακλαστικά των Βρυξελλών στην κατεύθυνση μιας πιο συλλογικής και κυρίως πιο αποτελεσματικής αντιμετώπισης του ζητήματος.

Κι αν η Τουρκία θεωρεί ότι διά της Ελλάδας θα πιέσει την Ευρώπη να ικανοποιήσει τα διαχρονικά αιτήματά της: παροχή επιπλέον οικονομικής βοήθειας και άρση των περιορισμών στις μετακινήσεις τούρκων πολιτών προς ευρωπαϊκό έδαφος. Κοινός παρονομαστής στην υπόθεση είναι οι Ευρωπαίοι: Διαθέτουν Αθήνα και Αγκυρα τις δυνατότητες να φέρουν την Ευρώπη στα νερά τους;

Ετσι, λοιπόν, όσα είναι τα «αν», άλλα τόσα είναι και τα ερωτήματα που προκύπτουν για την ουσία μιας τέτοιας πιθανής συμφωνίας. Θα περιλαμβάνει απλώς έναν μηχανισμό άμεσης επικοινωνίας ανάμεσα στους αρχηγούς των δύο Λιμενικών Σωμάτων; Σε τι παραπάνω θα ωφελούσε κάτι τέτοιο από τη στιγμή που αμφότερες Αθήνα και Αγκυρα γνωρίζουν ακριβώς τι συμβαίνει στην απέναντι πλευρά;

Οι βάρκες φεύγουν από τα τουρκικά παράλια σχεδόν με την έγκριση των αρχών, σε ανώτατο μάλιστα επίπεδο. Τα ίδια καταγράφονται και στον Εβρο – κι αυτό είναι κοινό μυστικό. Αυτό που αλλάζει είναι ο ρυθμός και συχνότητα των αναχωρήσεων, μεγέθη τα οποία εξαρτώνται από τις εκάστοτε διαθέσεις και τους τακτικισμούς της τουρκικής ηγεσίας.

Η επικοινωνία, φυσικά, ποτέ δεν βλάπτει – συμβολίζει άλλωστε και διάθεση περαιτέρω συνεργασίας. Από εκεί και πέρα όμως, σε μια σοβαρή συμφωνία για το Μεταναστευτικό δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνονται και θέματα έρευνας και διάσωσης (SAR), τα οποία ανέκαθεν η Τουρκία εργαλειοποιεί προκειμένου να προβάλλει κυριαρχικά δικαιώματα σε μεγάλο μέρος του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου. Σε μια περίοδο, μάλιστα, που η Ελλάδα δεν διακρίνεται για την πληθώρα μέσων έρευνας και διάσωσης που (δεν) διαθέτει. Πέραν αυτών, η Τουρκία έχει επανειλημμένως απαιτήσει και την απόσυρση της FRONTEX από τα ελληνικά νησιά. Θα επιμείνει σε θέσεις και πράξεις;

Το κυριότερο, όμως, είναι ότι συμφωνία διαχείρισης του Μεταναστευτικού υπάρχει εδώ και χρόνια – από τον Μάρτιο του 2016. Είναι η περίφημη Κοινή Δήλωση Ευρωπαϊκής Ενωσης – Τουρκίας, στην οποία περιγράφονται τόσο οι επιχειρησιακές υποχρεώσεις, όσο και οι οικονομικές απολαβές της Αγκυρας για το βάρος που επωμίζεται, φιλοξενώντας περισσότερους από τέσσερα εκατομμύρια πρόσφυγες και μετανάστες. Βάσει αυτού του κειμένου, η Τουρκία όφειλε πρώτον να εξολοθρεύσει τα δίκτυα των λαθροδιακινητών που δρουν στο έδαφός της και δεύτερον να δέχεται –υπό προϋποθέσεις– επιστροφές Σύρων.

Τι από αυτά έκανε η Τουρκία; Από το 2016 έως το 2020, 140.000 αιτούντες άσυλο έφτασαν στα ελληνικά εδάφη, ενώ σε τουρκικό έδαφος έχουν επιστρέψει μόλις 2.000 Σύροι –το 85% εκ των οποίων οικειοθελώς. Παραλλήλως, πέντε ελληνικά νησιά μετατράπηκαν σε αποθήκες χιλιάδων ανθρώπων –οι οποίοι δεν μπορούσαν να πάνε ούτε μπρος, ούτε πίσω– και οι ελληνικές αρχές κλήθηκαν να διαχειριστούν αύξηση 257% στα αιτήματα ασύλου, χωρίς να διαθέτουν την απαραίτητη τεχνογνωσία και εμπειρία. Μπορεί μεγάλο μέρος της ευθύνης να φέρουν η τότε ελληνική κυβέρνηση και οι Ευρωπαίοι, αλλά είναι κραυγαλέο ότι η Τουρκία δεν τήρησε τους όρους της συμφωνίας. Παρότι πήρε το ευρωπαϊκό χρήμα, περίπου 5 δισ. ευρώ.

Γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι εν μέσω αυτής της ιδιότυπης διαδικασίας συγκλίσεων, Αθήνα και Αγκυρα θέλουν να καταλήξουν σε χειροπιαστά αποτελέσματα. Και όχι μόνο στη λεγόμενη «θετική ατζέντα», αλλά και σε μείζονα ζητήματα. Ισως, όμως, το Μεταναστευτικό δεν προσφέρεται για κάτι τέτοιο, καθώς υποκρύπτονται περισσότεροι κίνδυνοι, παρότι ευκαιρίες. Αν η Ελλάδα θέλει με κάποιον τρόπο να μεσολαβήσει μεταξύ ΕΕ – Τουρκίας για μια πιθανή ανανέωση της Κοινή Δήλωσης του 2016, έχει καλώς. Αυτό, όμως, που προέχει είναι να τηρήσουν οι Τούρκοι τα ήδη συμφωνηθέντα.