Τα φρικτά τέλη είναι καλύτερα από τις φρίκες που δεν τελειώνουν, λέει κατά προσέγγιση μια γερμανική παροιμία. Πολλοί στη Γερμανία πιθανότατα να αισθάνθηκαν έτσι νωρίτερα αυτόν τον μήνα, καθώς παρακολουθούσαν την κατάρρευση της πιο αντιδημοφιλούς κυβέρνησης στην πρόσφατη ιστορία της χώρας, με επικεφαλής τον πιο αντιδημοφιλή καγκελάριο. Η σφοδρή πολιτική αντιπαράθεση που ακολούθησε δεν ήταν ιδιαίτερα επιθυμητή, αλλά ήταν καλύτερη από μία από τα ίδια.
Αν και η κατάρρευση του συνασπισμού-«φανάρι» –του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD), των Πρασίνων και του Ελεύθερου Δημοκρατικού Κόμματος (FDP)– υπό την ηγεσία του καγκελαρίου Ολαφ Σολτς ήταν ευρέως αναμενόμενη, αιφνιδίασε πολλούς. Λίγες ώρες αφότου ο Ντόναλντ Τραμπ κέρδισε τις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ, ο Σολτς απέλυσε τον υπουργό Οικονομικών του, τον Κρίστιαν Λίντνερ του FDP, προετοιμάζοντας το έδαφος για πρόωρες εκλογές και βυθίζοντας τη Γερμανία στο πολιτικό χάος.
Η διαφωνία του Σολτς και του Λίντνερ ήταν ξεκάθαρη. Ο Σολτς επέμενε ότι ένα υψηλότερο δημοσιονομικό έλλειμμα ήταν απαραίτητο ώστε να μπορέσει η Γερμανία να παράσχει βοήθεια στην Ουκρανία (ειδικά δεδομένης της νίκης του Τραμπ), να αυξήσει τις επενδύσεις στις καταρρέουσες υποδομές της χώρας και να χρηματοδοτήσει περισσότερες επιδοτήσεις για βιομηχανίες που ταλαιπωρούνται από το υψηλό ενεργειακό κόστος.
Ομως ο Λίντνερ αρνήθηκε να αναλάβει περισσότερο χρέος, καθώς το γερμανικό Σύνταγμα περιορίζει το διαρθρωτικό έλλειμμα στο 0,35% του ΑΕΠ ετησίως – το οποίο αντιστοιχεί σήμερα σε περίπου 9 δισ. ευρώ. Ενώ το φρένο του χρέους δεν είναι απόλυτο –υψηλότερα ελλείμματα προβλέπονται για την αντιμετώπιση καταστάσεων έκτακτης ανάγκης, όπως η πανδημία του κορονοϊού–, ο Λίντνερ θεώρησε ότι δεν υπήρχαν επαρκείς λόγοι για την παράκαμψή του.
Ενδεχομένως να είναι σωστό ότι μια διαμάχη για τον προϋπολογισμό κατέλυσε τον συνασπισμό του Σολτς, ο οποίος συνάφθηκε το 2021 με βάση ένα σχέδιο ανακατανομής μη δαπανηθέντων κεφαλαίων που είχαν δεσμευθεί για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Αυτό θα επέτρεπε στα τρία κόμματα να χρηματοδοτήσουν τις κοινωνικές και κλιματικές προτεραιότητές τους χωρίς να αυξήσουν το έλλειμμα. Πέρυσι, όμως, το Συνταγματικό Δικαστήριο απέρριψε το σχέδιο, δημιουργώντας ουσιαστικά μια τρύπα 60 δισ. ευρώ σε έναν προϋπολογισμό που ήταν ήδη σφιχτός λόγω της μείωσης των φορολογικών εσόδων.
Τα μεταρρυθμιστικά σχέδια της κυβέρνησης –που ενσωματώθηκαν σε μια συμφωνία συνεργασίας με τίτλο «Τολμώντας περισσότερη πρόοδο»– αντανακλούσαν την αντίληψη του τι χρειαζόταν η Γερμανία έπειτα από 16 χρόνια σχετικής στασιμότητας υπό την ηγεσία της Ανγκελα Μέρκελ. Ωστόσο ορισμένες πρωτοβουλίες εφαρμόστηκαν πολύ βιαστικά, ενώ άλλες παραμένουν ακόμα στο συρτάρι.
Αλλες, πάλι, εκτροχιάστηκαν από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία το 2022, μετά την οποία ο Σολτς διακήρυξε ότι η Γερμανία είχε φτάσει σε ένα σημείο καμπής (zeitenwende), που απαιτούσε μια ιστορική αλλαγή της πολιτικής και των προτεραιοτήτων της. Οι ανταγωνιστικές πιέσεις με στόχο την πρόοδο των προσυμφωνημένων μεταρρυθμίσεων και την επίτευξη μιας ουσιαστικής επανεκκίνησης της πολιτικής –σε συνδυασμό με δημοσιονομικούς περιορισμούς και ιδεολογικές διαφορές– τελικά διέλυσαν τον συνασπισμό.
Οι εκλογές, που πρόκειται να διεξαχθούν τον Φεβρουάριο, προσφέρουν μια κρίσιμη ευκαιρία στη Γερμανία να τα πάει καλύτερα. Οι τρέχουσες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι ο Φρίντριχ Μερτς, ο ηγέτης της κεντροδεξιάς Χριστιανοδημοκρατικής Ενωσης (CDU) της Μέρκελ, θα αναλάβει χρέη καγκελαρίου, ηγούμενος είτε ενός μεγάλου συνασπισμού με το SDP, είτε κάποιου πιο περίπλοκου τρικομματικού συνασπισμού. Σε κάθε περίπτωση θα πρόκειται για μια κεντρώα κυβέρνηση, με τα ακραία κόμματα της Δεξιάς και της Αριστεράς στην αντιπολίτευση.
Ο Μερτς ενδέχεται να είναι πιο αποφασιστικός από τον Σολτς και να διορίσει πιο έμπειρους και πραγματιστές υπουργούς, αποφεύγοντας έτσι τα είδη των νομοθετικών αστοχιών που έφθειραν τον τελευταίο συνασπισμό. Αλλά εάν επιθυμεί να βγάλει τη Γερμανία από τη βαθιά δομική κρίση που αντιμετωπίζει –ειδικά στο σημερινό ταραχώδες γεωπολιτικό περιβάλλον–, θα πρέπει να επικεντρωθεί σε τέσσερις βασικούς τομείς
Ο πρώτος είναι το φρένο χρέους. Αν και αυτός ο κανόνας –που θεσπίστηκε από το CDU το 2009, επί Μέρκελ– συμβάλλει στο να διατηρούνται υπό έλεγχο τα δημόσια οικονομικά της Γερμανίας, περιορίζει επίσης την ικανότητα της κυβέρνησης να επενδύει στο μέλλον και να ανταποκρίνεται έγκαιρα και αποτελεσματικά στις αναδυόμενες κρίσεις. Ενώ ο Μερτς έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν υποστηρίζει την κατάργηση της διάταξης, μπορεί να είναι ανοιχτός σε έναν συμβιβασμό που εξισορροπεί αυτές τις ανταγωνιστικές εκτιμήσεις. Δεδομένου ότι μια τέτοια μεταρρύθμιση πιθανώς θα συνεπαγόταν συνταγματικές αλλαγές, οι οποίες απαιτούν πλειοψηφία δύο τρίτων, προϋπόθεση αποτελεί μια ευρεία διακομματική συναίνεση.
Η δεύτερη προτεραιότητα για την επόμενη κυβέρνηση της Γερμανίας πρέπει να είναι οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Απαιτείται δράση σε πολλούς τομείς, περιλαμβανομένων των τομέων της παιδείας, των υποδομών, της δημόσιας διοίκησης, της μετανάστευσης και της ψηφιακής και ενεργειακής μετάβασης, οι οποίοι αντιμετωπίζουν προβλήματα εδώ και πολύ καιρό λόγω πολιτικής αδιαφορίας ή υπερβολικών ρυθμίσεων. Δεν γίνεται να επιδιωχθούν όλες οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις ταυτόχρονα, ακόμη και με ένα πιο χαλαρό φρένο χρέους, επομένως θα πρέπει να γίνουν δύσκολες επιλογές και συμβιβασμοί.
Υπάρχει επίσης η Ευρωπαϊκή Ενωση, η οποία αποτελεί το τρίτο πεδίο προτεραιότητας. Τόσο η Γερμανία όσο και η ευρύτερη ΕΕ έχουν παγιδευτεί σε ένα είδος στασιμότητας και χρειάζονται η μία την άλλη για να ξεφύγουν. Το πρόβλημα είναι ότι, παρ’ όλο που η ενιαία αγορά υπάρχει εδώ και δεκαετίες, οι ηγέτες σε όλη την Ευρώπη εξακολουθούν να επιτρέπουν στα εθνικά συμφέροντα να καθορίζουν τις οικονομικές, χρηματοοικονομικές και ρυθμιστικές πολιτικές τους.
Τα αποτελέσματα είναι προβλέψιμα: οι ευρωπαϊκές χρηματοπιστωτικές αγορές και επιχειρήσεις δεν έχουν την απαραίτητη κλίμακα ώστε να ανταγωνιστούν τις αγορές και τις επιχειρήσεις των ΗΠΑ και της Κίνας. Η επόμενη γερμανική κυβέρνηση πρέπει να αντιμετωπίσει αυτή την αδυναμία κατά μέτωπο –με γνώμονα τις πρόσφατες συστάσεις των δύο πρώην πρωθυπουργών της Ιταλίας, του Μάριο Ντράγκι και του Ενρίκο Λέτα– προτού ο αυξανόμενος λαϊκισμός στα κράτη-μέλη της ΕΕ κάνει αδύνατη την πρόοδο.
Η επόμενη κυβέρνηση της Γερμανίας πρέπει να κινηθεί δυναμικά για να ενισχύσει την εθνική ασφάλεια. Για τον σκοπό αυτόν πρέπει να δημιουργήσει ένα συμβούλιο εθνικής ασφάλειας – κάτι που η τελευταία κυβέρνηση απέτυχε να κάνει, λόγω των εσωτερικών πολιτικών διαμαχών. Επιπλέον, η Γερμανία πρέπει να αυξήσει σημαντικά τις αμυντικές δαπάνες –πολύ παραπάνω από το όριο του 2% του ΑΕΠ που απαιτείται από το ΝΑΤΟ– και να καταστήσει τις δημόσιες προμήθειες πιο αποτελεσματικές. Και πρέπει να εργαστεί για τη βελτίωση του συντονισμού μεταξύ των ευρωπαϊκών δυνάμεων. Αντί να περιμένουν να τις επιπλήξει ο Τραμπ, η Γερμανία και η Γαλλία πρέπει να πρωτοστατήσουν ώστε να γίνει πραγματικότητα η ευρωπαϊκή στρατηγική κυριαρχία.
Εάν η Γερμανία δεν αλλάξει πορεία, η σταδιακή παρακμή της θα συνεχιστεί. Αλλά με μια αποτελεσματική πολιτική ηγεσία, που θα προσφέρει τόσο τολμηρή δράση όσο και σταθερότητα, μπορεί να χαράξει έναν νέο δρόμο, προς περισσότερη ασφάλεια και ευημερία.
Ο Helmut K. Anheier είναι καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Hertie School του Βερολίνου και επίκουρος καθηγητής Δημόσιας Πολιτικής και Κοινωνικής Πρόνοιας στο Luskin School of Public Affairs του UCLA. Το κείμενο αυτό αναδημοσιεύεται για την Ελλάδα από το Project Syndicate.