Αρκούσε ένα δημοσίευμα σε αθηναϊκή εφημερίδα, σύμφωνα με το οποίο η Ελλάδα είναι έτοιμη να προχωρήσει σε επέκταση των χωρικών υδάτων της νοτίως της Κρήτης. Από τότε και έως και σήμερα η συζήτηση εκτροχιάστηκε, σε σημείο τέτοιο που οι Τούρκοι επέκτειναν, θεωρητικώς, τα όρια του παράνομου casus belli. Πλην του Αιγαίου, η απειλή πολέμου συμπεριλαμβάνει ρητώς –δια στόματος Τσαβούσογλου και Καλίν– και την Ανατολική Μεσόγειο και δη τις περιοχές πέριξ της Κρήτης.
Υπάρχει, όμως, πραγματικό αντίκρισμα σε αυτή τη συζήτηση; Η απάντηση είναι όχι. Οπως προκύπτει από αξιόπιστες πηγές του υπουργείου Εξωτερικών, η Αθήνα έχει κάνει την προεργασία για την επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων –δηλαδή έχουν κλείσει οι κόλποι και έχουν χαραχτεί οι γραμμές–, αλλά τουλάχιστον προς το παρόν μια τέτοια κίνηση δεν φαίνεται στον ορίζοντα. Οπως, άλλωστε, συνηθίζουν να λένε έμπειροι διπλωμάτες, οι κινήσεις αυτές δεν προαναγγέλλονται. Απλώς γίνονται, όταν πρέπει να γίνουν. Επισήμως, το υπουργείο Εξωτερικών διαμηνύει ότι το δικαίωμα επέκτασης των χωρικών υδάτων είναι αναφαίρετο και θα ασκηθεί όταν και όπου αυτό κριθεί απαραίτητο.
Θα ωφελούσε αυτή τη χρονική στιγμή την Ελλάδα να επεκτείνει τα χωρικά ύδατά της νοτίως ή ανατολικώς της Κρήτης, και αν ναι σε τι; Εκτός από κίνηση γοήτρου και μήνυμα ανυποχωρητικότητας προς την Αγκυρα, επί της ουσίας αυτή τη στιγμή η Αθήνα δεν έχει να κερδίσει κάτι. Οσον αφορά τις έρευνες της ExxonMobil, αυτές γίνονται ούτως ή άλλως –συνειδητά– πίσω από τη μέση γραμμή με τη Λιβύη, ανεξαρτήτως των 12 ναυτικών μιλίων. Αλλάζει κάτι όσον αφορά το τουρκολιβυκό μνημόνιο και την πιθανή επί του πεδίου εφαρμογή του; Οχι, διότι η Αθήνα ακόμα κι αν δεν κηρύξει χωρικά ύδατα στα 12 ναυτικά μίλια, θα είναι κάτι παραπάνω από υποχρεωμένη να αντιδράσει σε πιθανή τουρκική στρατιωτική ή ερευνητική παρουσία εντός της περιοχής που συμπεριλαμβάνεται μεταξύ των 6 και των 12 ναυτικών μιλίων. Μια τέτοια κίνηση, πράγματι, θα αποτελούσε ακόμα μια έμπρακτη αμφισβήτηση του νομικού τερατουργήματος που έχουν υπογράψει Αγκυρα και Τρίπολη. Τέτοιες, όμως, ήδη υπάρχουν πολλές – με κυριότερη και πλέον ισχυρή την οριοθέτηση της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης μεταξύ Ελλάδας-Αιγύπτου.
Πέραν αυτών, όμως, είναι ολοφάνερο ότι τα πράγματα στην Ανατολική Μεσόγειο δεν εξελίσσονται καλά για τους Τούρκους. Δεν είναι μόνο η διεθνώς μηδενική αποδοχή του τουρκολιβυκού μνημονίου, το οποίο αγνοεί τις σχετικές προβλέψεις της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας. Ηρθε η μονομερής ανακήρυξη των θαλασσίων συνόρων της Αιγύπτου με τη Λιβύη, με τον πρόεδρο Σίσι να αγνοεί παντελώς τις επεκτατικές βλέψεις της «Γαλάζιας Πατρίδας». Καταγράφεται, επίσης, η σαφής αλλαγή στις ισορροπίες εντός του τριγώνου Αθήνας-Αγκυρας-Ουάσινγκτον, με τους Αμερικανούς να μην ξεχνούν μεν τη γεωπολιτική σημασία της Τουρκίας, αλλά ν’ αντιλαμβάνονται ότι η δύναμη σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή είναι αυτή την εποχή η Ελλάδα. Κι αυτό αποδεικνύεται στην πράξη, δια της αναβάθμισης της ελληνοαμερικανικής αμυντικής συμφωνίας και τη γεωστρατηγική επένδυση των ΗΠΑ στο λιμάνι της Αλεξανδρούπολης.
Επιπλέον, οι σχέσεις της Ελλάδας με την Αίγυπτο και το Ισραήλ είναι πλέον στρατηγικές και καλύτερες από κάθε άλλη περίοδο. Σε αντίθεση, οι δύο –που εκτός των άλλων είναι εκ των ισχυροτέρων στρατιωτικά χωρών της Ανατολικής Μεσογείου– αρνούνται πεισματικά να υποκύψουν στο τουρκικό διπλωματικό φλερτ προς αποκατάσταση των βαθιά διαρρηγμένων σχέσεών τους. Με λίγα λόγια, οι εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή λειτουργούν θετικά για τα ελληνικά συμφέροντα. Γιατί λοιπόν να θέλει η Αθήνα να δώσει λαβή στους Τούρκους για ν’ αυξήσουν ακόμα περισσότερο την ένταση, ειδικά εν μέσω δύο παρατεταμένων προεκλογικών περιόδων;
Υπήρξε και μια παρέμβαση των Αμερικανών, με τον εκπρόσωπο του Στέιτ Ντιπάρτμεντ να δέχεται μια πολύ συγκεκριμένη ερώτηση από έλληνες δημοσιογράφους: «Η Ελλάδα εξετάζει την επιλογή να ασκήσει το δικαίωμά της να επεκτείνει τα χωρικά ύδατα της χώρας στα 12 μίλια νότια της Κρήτης. Είναι αυτή η κίνηση συμβατή με τη νομική ερμηνεία της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας από τις Ηνωμένες Πολιτείες;».
Σε μια πρώτη ανάγνωση, ξεχωρίζει κανείς την αποστροφή του Νεντ Πράις ότι η Ουάσινγκτον –ως συνήθως– καλεί όλες τις πλευρές να απέχουν από τις απειλές και την προκλητική ρητορική, εννοώντας εμμέσως πλην σαφώς την Τουρκία – διότι αυτή είναι που απειλεί την Ελλάδα. Μέσω, όμως, μιας προσεκτικότερης προσέγγισης, διαπιστώνουμε πως οι Αμερικανοί υποδεικνύουν ότι η τρέχουσα δεν είναι και η καλύτερη συγκυρία για μια τέτοια κίνηση από την πλευρά της Αθήνας. «Καλούμε όλα τα μέρη να απέχουν από όλες τις ενέργειες που ενέχουν τον κίνδυνο να αυξήσουν τις εντάσεις στην Ανατολική Μεσόγειο», είναι το σιβυλλικό απόσπασμα της απάντησης του Πράις. Πράγματι, το τελευταίο που θα ήθελαν αυτή τη στιγμή οι ΗΠΑ από την Ελλάδα είναι να παίξει κόντρα-ένταση, στην ένταση που συστηματικά καλλιεργεί η Τουρκία.
Τελικά, μήπως κάποιος ζημιώνεται από τη μεγάλη συζήτηση που άνοιξε για τα ελληνικά χωρικά ύδατα; Μήπως αυτός είναι ο Ερντογάν που έσπευσε να κλιμακώσει την επιθετική ρητορική κατά της Ελλάδας; Μάλλον όχι. Φαντάζει αρκετά πιθανότερο το σενάριο να είναι η Ελλάδα αυτή που θα εμφανιστεί –και όχι απλώς στο εσωτερικό– υποχωρητική, αν δεν ασκήσει το νόμιμο και αναφαίρετο δικαίωμά της να επεκτείνει τα χωρικά ύδατά της στα 12 ναυτικά μίλια πέριξ της Κρήτης. Γι’ αυτό κάποιες φορές τα ζητήματα αυτά πρέπει να τίθενται με περισσότερη προσοχή στη δημόσια συζήτηση.