Η ενδυματολογική επιλογή δεν είναι απλώς και μόνο δήλωση αισθητική, πολιτική έκφραση, κοινωνική έκφανση κι επιθυμία. Είναι πολλά περισσότερα, άρρητα, πολυσχιδή. Και η σημειολογία ενός ρούχου δεν είναι τόσο ανέμελη, όσο ίσως θα θέλαμε, πολλώ δε μάλλον όταν μιλάμε για μόδα και Πολιτική. Από την κόρη του προέδρου Τραμπ, Ιβάνκα, τρανή επιχειρηματία μόδας που διέψευδε τον πατέρα της («Πρώτα η Αμερική»), πουλώντας με τη φίρμα της, πλεκτά, τσάντες και παπούτσια, από φθηνά εργατικά χέρια στο Μπαγκλαντές, την Κίνα, την Ινδονησία, ως τις στυλιστικές επιλογές-μηνύματα της Μισέλ Ομπάμα, τις πικετοφορίες-καρφίτσες δηλωτικές πολιτικών προτιμήσεων, κι ακόμη πιο πίσω τις φωτογραφίσεις-παρεμβάσεις της Βenetton από τον Oλιβιέρο Τοσκάνι, το κεφάλαιο καταδεικνύεται πολυσέλιδο, ίσως δύσπεπτο – βαριά.
Η ύπαρξη dress code – ενδυματολογικού κώδικα, που επιβάλλει στυλ και «ατζέντα» ρούχου σε πολιτικά περιβάλλοντα, το καθιστά σε κάθε περίπτωση και ενδιαφέρον.
Πάρτε ως παράδειγμα το σούσουρο που προκλήθηκε στη Βρετανία, πριν από μόλις λίγες μέρες, όταν η 58χρονη βουλευτής των Εργατικών, Τρέισι Μπρέιμπιν (Tracy Brabin), πήγε στη Βουλή των Κοινοτήτων με μαύρο φόρεμα που άφηνε ακάλυπτο τον έναν της ώμο.
Η ενδυματολογική επιλογή της σχολιάστηκε δριμύτατα στο Twitter, σε βαθμό ακραίο -μέχρι και πορνίδιο, και τσούλα (!) την αποκάλεσαν-, κάνοντας την ίδια να εκπλήσσεται που «ο κόσμος μπορεί να ταραχτεί τόσο για έναν ώμο».
«Συγγνώμη, δεν έχω τον χρόνο να απαντήσω σε όσους το σχολιάζετε, αλλά μπορώ να επιβεβαιώσω ότι δεν είμαι ξέκ@λο, πορνίδιο, μεθυσμένη, δεν ετοιμάζομαι να θηλάσω, δεν έχω hangover», απάντησε στους επικριτές της. Μιλώντας αργότερα στο BBC, εξήγησε ότι το φόρεμα γλίστρησε, καθώς μιλούσε, ενώ δεσμεύθηκε -απτόητη- να το ξαναβάλει.
Η αλήθεια είναι ότι γενικώς τα κοινοβούλια αντιμετωπίζουν με σηκωμένο φρύδι όσους παραβαίνουν τους κανόνες τους. Στους παραβάτες κουνάει το δάκτυλο ο ίδιος ο Κανονισμός τους, με πλέον οικείο παράδειγμα την ελληνική Βουλή, και το άρθρο 75 που θέλει τα μέλη της ευπρεπώς ενδεδυμένα, με τρόπο που να ανταποκρίνεται προς τη σοβαρότητα του επιτελούμενου έργου.
Μια «κουβέντα», βεβαίως, είναι αυτή. Ο Ανδρέας Λοβέρδος είχε χάσει την ψυχραιμία του την άνοιξη του 2018, ζητώντας μάλιστα τον λόγο σε συνεδρίαση της Ολομέλειας, για να καταγγείλει τη στυλιστική αμετροέπεια από τουλάχιστον δύο συναδέλφους του, που μπέρδεψαν το Κοινοβούλιο με την παραλία. «Δεν είμαι κονφορμιστής, αλλά όχι κι έτσι…», είχε εκραγεί. Ηταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι.
Το ποτήρι ήταν γεμάτο από καιρό. Ο Κώστας Ζουράρις, αντί για επιλογές που να υπηρετούν τη γαλλική του παιδεία, κατέφευγε στο σανδάλι-σαγιονάρα ελέω καύσωνα. Η Ιωάννα Γαϊτάνη εξαντλούσε την αντισυμβατική της διάθεση σε μπλουζάκια με νεκροκεφαλές. Η Ραχήλ Μακρή επέλεγε κολλητά κατάσαρκα Τ-shirts με στάμπα-παπαγάλους, δίνοντας άλλο ορισμό στο κοινοβουλευτικό casual. Η Θεοδώρα Μεγαλοοικονόμου συνήθιζε βαρύ μακιγιάζ που παρέπεμπε στο ιαπωνικό θέατρο Καμπούκι.
Η Θεοδώρα Τζάκρη αδικούσε τα Louboutin της, με υπερβολές στο πάνω μέρος. Ο Κλέων Γρηγοριάδης ξεχνούσε ότι είχε αναλάβει νομοθετικό έργο και εκφραζόταν ενδυματολογικά με street style και αξεσουάρ μηχανόβιου. Οι Νίκος Φίλης και Γρηγόρης Ψαριανός, μεγάλοι αρνητές της λύσης «κοστούμι», δήλωναν ερωτευμένοι με το στρατιωτικό γιλέκο. Ο Γιάνης Βαρουφάκης συνιστούσε φωτογραφικό ίνδαλμα για τα παρδαλά του πανάκριβα πουκάμισα – τα οποία σημειωτέον έχει εγκαταλείψει, τώρα, ως επικεφαλής του ΜέΡΑ25. Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος εμφανιζόταν μονίμως αντάξιος του αναγραμματισμού του επιθέτου του.
Και είναι πολλές, μα πάρα πολλές (κυρίως) γαλάζιες κυρίες, που -αν και δεν παραβιάζουν, ακόμη και σήμερα, τη νόρμα- δεν διακρίνονται για το εκλεπτυσμένο γούστο τους, κάνοντας επιλογές που δεν τις κολακεύουν, και που πάντως θα αναστάτωναν έναν Λάκη Γαβαλά, έναν Βασίλη Ζούλια.
Κάποιοι δε φείδονται κριτικής. Η Φωτεινή Πιπιλή έχει μιλήσει στο παρελθόν για την αναγκαιότητα παρέμβασης εισαγγελέα αισθητικής για τις κυρίες στα έδρανα και -ακόμη χειρότερα- υγειονομικού, ιδίως για κυρίους βουλευτές.
Ο Γιάννης Αμοιρίδης, ενόσω ακόμη ζούσε η ΔΗΜΑΡ, είχε τύχει να επισκεφθεί τη βρετανική Βουλή των Λόρδων, και «έκλαιγε» όταν προσγειώθηκε και πάλι στην πραγματικότητα του εγχωρίου Κοινοβουλίου.
Το παρελθόν, οι ράφτες και οι «άχρηστοι»
Εχει περάσει βεβαίως ανεπιστρεπτί η εποχή που οι πολιτικοί φορούσαν φράκα, σμόκιν και βελάδες. Στη μετά ΣΥΡΙΖΑ εποχή, προαπαιτούμενο δεν είναι καν η γραβάτα. Και είναι αλήθεια ότι οι στυλιστικοί κανόνες του παρελθόντος έχουν εν πολλοίς αλλάξει, αν όχι και καταργηθεί ορισμένοι από αυτούς. Το πρέπον ντύσιμο φέρ’ ειπείν για μια κυρία στη Βουλή δε σημαίνει κατ’ ανάγκη σκούρο ταγέρ. Τα πράγματα είναι λιγότερο αυστηρά, και σαφώς πιο νεανικά, πιο χαλαρά, λιγότερο στυλιζαρισμένα, όπως και στην υπόλοιπη κοινωνία. Η οικονομική κρίση δεν έχει αφήσει αμελητέο αποτύπωμα στη Μόδα…
Ναι, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής έραβε τα πουκάμισα του sur mesure στον Χριστάκη, και τα κοστούμια του στον Ησαΐα, με προτίμηση στην αέρινη βελόνα του Σάντη. Κι όταν ήταν εξόριστος στο Παρίσι, λέγεται ότι προμηθευόταν τα ρούχα του από τον ιταλικό οίκο Caraceni. Aλλά ο Καραμανλής δεν ζει πια, κι εμείς διανύουμε την εποχή της παντοκρατορίας του Zara και των ηλεκτρονικών παραγγελιών.
Οχι ότι δεν υπάρχουν ακόμη μόδιστροι και ράφτες που να περιποιούνται Πρωθυπουργούς, ρωτήστε τον Αλέξη Τσίπρα πώς πήγε σένιος στη Σύνοδο Κορυφής (τη γνωστή, που μας κοψοχόλιασε το 2015), υπακούοντας στην ενδυματολογική διπλωματία του γκρι υφάσματος με τα μπλε νερά. Διά χειρός Γιαννέτου πήγε, ιδέα του τελευταίου ήταν και η ποσέτ, αφήνοντας τη γραβάτα ως απωθημένο στο φαντασιακό.
Ούτε είπε κανείς ότι η έλλειψη κακουργηματικών επιλογών σημαίνει αυτομάτως και κοινοβουλευτική λάμψη. Περισσότερη σημασία και από το dress code, έχει το attitude code – το έχει δηλώσει προ πολλού ο νυν Πρόεδρος της ελληνικής Βουλής, Κώστας Τασούλας: «Τι να τον κάνω τον καλοντυμένο που υβρίζει ή που ωρύεται. Το ιδεώδες είναι ένας καλοντυμένος που είναι και ευπρεπής».
Τα παραδείγματα κοινοβουλευτικών φελλών, καίτοι εραστών της γραβάτας, είναι εξάλλου πολλά. Οι περιπτώσεις εκείνων που οχυρώνουν το κακό γούστο τους πίσω από επίσης κακοδεμένους κόμπους, άλλες τόσες. Ας μη μιλήσουμε για το πόσες φορές η κομψότητα έχει αξιοποιηθεί ως άλλοθι, και εργαλείο για σκληρά πολιτικά παιχνίδια – άλλης τάξεως θέμα.
Οι απαιτήσεις για σεβασμό στους κανόνες παραμένουν όμως. Το ζητούμενο δεν είναι ηθικοπλαστικό, ούτε έχει σχέση με τη στείρα τυπολατρία, δεν συνδέεται καν με τον άχρωμο συντηρητισμό, αλλά με την αισθητική αξιοπρέπεια. Με βασιλικό κανόνα, το μέτρο. Ισχύει σε όλα τα κοινοβούλια του κόσμου, ακόμη και σε αυτά που παίζουν ξύλο. Προφανώς, μόνον κατά αυτόν τον τρόπο μπορεί να δημιουργηθεί ο συνειρμός της σοβαρότητας ενός εκάστου, του κύρους του θεσμού, του σεβασμού προς τους πολίτες.
Φανταστείτε το dress code και σε άλλα πεδία της ζωής. Οι υπάλληλοι στις τράπεζες δεν προτιμούν τα φλοράλ, ακόμη και την άνοιξη, οι δικαστές δεν εμφανίζονται στην έδρα με έθνικ επιλογές, οι παπάδες δεν αγαπούν τα παστέλ.
Δεν θέλει κόπο και image makers. Θέλει τρόπο, θεσμική παρουσία στο σωστό περιτύλιγμα. Και ίσως είναι παρήγορη για τους λάτρεις των ενδυματολογικών προκλήσεων η διαπίστωση μεγάλων σχεδιαστών μόδας: η εντύπωση ενός ρούχου διαρκεί 5-10 λεπτά, αυτό που υπερισχύει είναι η αίσθηση της προσωπικότητας αυτού που το φοράει.