Εβαλα στο πικάπ ένα σπάνιο 45αράκι του 1969. Κίνηση αυθόρμητη, με το που έμαθα την είδηση του φευγιού του. Τόλης Βοσκόπουλος σε στίχους Μίμη Θειόπουλου. «Να σταματήσουμε τώρα δεν γίνεται». Αγαπημένο. Με αυτή την υπέροχη ενορχήστρωση. Πρωτοπόρο στην εποχή του. Γκράντε.
Το ακούω σε ντουέτο με τη μεγάλη Δούκισσα (την Πειραιώτισσα Δούκισσα Φωταρά). Με τη φωνή εκείνης «μπροστά». Και του Τόλη «πίσω».
Το ηχογράφησαν για δίσκο βινυλίου και σε άλλη εκδοχή. Με εκείνον «μπροστά» και τη Δούκισσα «πίσω». Και πρώτος το είχε πει μόνος του ο Τόλης (έτσι είχε μείνει ο Τόλης Βοσκόπουλος, σκέτο Τόλης, στα χείλη των θαυμαστών του), σε 45αράκι το 1967. Αρχές χούντας. Με τα νυχτερινά κέντρα να υποδέχονται τα νέα ήθη και τον «νέο ήχο», που είχε «στήσει» ως πρωτοπόρος της «νέας πίστας» ο μέγας του λαϊκού, Πάνος Γαβαλάς. Και πλέον ενσωμάτωνε και απογείωνε τον σούπερ σταρ Τόλη. Ανάμεσα σε γαρδένιες. Σωρό!
«Να σταματήσουμε τώρα δεν γίνεται… Μα ας προχωρήσουμε μαζί μες στη ζωή και ό,τι βγει»… Ναι, το τραγούδι μιλάει για έναν χωρισμό που ανοίγεται μπροστά στα πόδια τους. Ομως, με έναν τρόπο μιλάει και για τη σταρ πορεία του Τόλη Βοσκόπουλου. Αυτό, λοιπόν, κρατάω πρώτο και καλύτερο από τον Τόλη.
Δεύτερο κρατάω εκείνο το μοναδικό του: το «Απόλυτος σούπερ σταρ». Στο τραγούδι, στο σινεμά, στην κοινωνική σφαίρα. Δεν το ξέρουν οι νεότεροι, αλλά σε εκείνα τα χρόνια, εκείνος ήταν ο πρώτος, απόλυτος, αδιαμφισβήτητος σταρ. Και τι σταρ. Με κομψά εφαρμοστά κοστούμια, με λουλούδια στο πέτο, με φινέτσα λατίνου γόη, με φωνή καμπάνα (ενίοτε και παντελόνι καμπάνα).
Βεβαίως. Βεβαίως υπήρξαν και άλλοι ή άλλες σταρ. Η Μάγια Μελάγια, τελεία και παύλα. Ο Καζαντζίδης, ως Η Φωνή και ο δυσθεώρητος. Η Μαρινέλλα. Ο Γιάννης Πουλόπουλος. Υπήρξε και το «Κορίτσια, ο Μπάρκουλης». Και, βέβαια, η Αλίκη.
Κρατάω και τις αισθηματικές και πολυφωτογραφημένες επιλογές του στο εγχώριο σταρ σίστεμ. Πρώτα, τη Θεσσαλονικιά Μαρινέλλα (Κυριακή Παπαδοπούλου), που του άνοιξε θεαματικά τον δρόμο στα 70s και στιγμάτισε την καριέρα του. Του γνώρισε και τον μεγάλο Γιώργο Ζαμπέτα, για τον οποίο έχουμε μια ιστορία παρακάτω.
Τη Ζωή Λάσκαρη, την «ξανθή αγαπημένη Παναγιά» (άλλη μεγάλη ιστορία). Από το σινεμά, με τη Στέλλα Στρατηγού. Τη Δούκισσα. Και πολύ αργότερα την Αντζελα Γκερέκου.
Αυτές οι επιλογές επηρέαζαν και τη δημόσια στάση του, με πολύ πολύ πάθος και φωτογένεια. Κάτι που ενίσχυε και τον λαϊκό μύθο του. Κρατάω τη στάση του απέναντι σε ένα θρυλικό περιστατικό:
Φεστιβάλ Ελαφρού Ελληνικού Τραγουδιού Θεσσαλονίκης του 1972. Στο Αλεξάνδρειο Μέλαθρο (Παλαί Ντε Σπορ). Ο «απόλυτος σταρ» τούς κάνει την τιμή να ανεβεί και να διαγωνιστεί και ως ερμηνευτής, ως απόλυτο φαβορί (προηγουμένως είχε συμμετάσχει με τα τραγούδια «Εκείνη» και «Αδέρφια μου, αλήτες πουλιά» ως συνθέτης, με ερμηνευτή τον Γιάννη Βογιατζή).
Αυτό, την ώρα που τα περιοδικά της εποχής μεγεθύνουν τις ρωγμές στη σχέση του με τη Ζωή Λάσκαρη (με την οποία ο έρως ήρθε στα γυρίσματα του κινηματογραφικού «Μαριχουάνα στοπ!», το 1971) . Και ενώ είχε δαφνοστεφανωθεί με την τεράστια επιτυχία της θεατρικής παράστασης «Ερασταί του ονείρου», με συμπρωταγωνίστρια τη «Ζωίτσα».
Ο Τόλης ανεβαίνει στη σκηνή και αποθεώνεται με ουρλιαχτά. Συγκινημένος, δεν μπορεί να βγάλει «κιχ». Παίζει ξανά η εισαγωγή. Κάτω, στις πρώτες σειρές, κάθονται και η Ζωή Λάσκαρη και η Μαρινέλλα, που σχεδόν έναν χρόνο μετά θα ανέβαινε τα σκαλιά της εκκλησίας μαζί του.
Ξάφνου, ο «απόλυτος λαϊκός σταρ», ο «πρίγκιπας της πίστας» αποφασίζει να εμφανιστεί ως… Μπίλι Χάλιντεϊ. Ξαπλώνει στη σκηνή, δονείται. Σχεδόν κάνει πουσάπς. Γονατίζει μπροστά στη «Ζωίτσα» και της τραγουδάει, με το μικρόφωνο ανάμεσα στα χέρια σε στάση προσευχής, το «Ξανθή, αγαπημένη Παναγιά» (στίχοι: Ηλίας Λυμπερόπουλος).
Το κοινό, εκεί που τον αποθέωνε, αρχίζει να γιουχάρει. Βροντερά. Δεν πτοείται, συνεχίζει. Και αποχωρεί, σαν «κύριος» και σαν σταρ, με το κεφάλι ψηλά. Και δέχεται στα παρασκήνια, σύμφωνα με μία εκδοχή, τη συμπαράσταση της Μαρινέλλας. Το φεστιβάλ αναδεικνύει νικητή τον Δώρο Γεωργιάδη με το «Αν ήμουν πλούσιος» σε στίχους Σώτιας Τσώτου. Οβερ!
Θα κρατήσω από τον Τόλη και τη στάση του μπον βιβέρ, που είχε, ας πούμε, το δικαίωμα να μείνει για χρόνια πολλά σε καμπάνα στον «Αστέρα Βουλιαγμένης». Εκεί που είδα να ξεφορτώνουν κάσες με πανάκριβες γαλλικές σαμπάνιες στο κατώφλι του. Που έκανε μικρά κλειστά πάρτι με φίλους, «για να ξεσκάσει από τους έρωτες που δεν τού κρατούσαν».
Τέλος, θα κρατήσω και αυτό το χαρακτηριστικό ένρινο, ακόμη και στομφώδες, της φωνής και της ερμηνείας του. Στίγμα για το οποίο κάγχασαν πολλοί «κουλτουριάρηδες» της εποχής του, αλλά κόντρα στο ρεύμα και σε όλα, ο Τόλης το έκανε στυλ (όπως ίσως η Ελλη Λαμπέτη το ψεύδισμά της). Και το έκανε και σχολή. Στις μεγάλες πίστες, τις πάμφορτες με άνθη του νταλγκά. Ή και με σπασμένα πιάτα. Οχι, εκείνος προτιμούσε πάντα τα λουλούδια. Τις γαρδένιες, ιδιαίτερα. «Σαν της γαρδένιας τον ανθό»…
Κρατάω και την «Αγωνία» του. Για το φινάλε. «Αγωνία με λαχτάρα να σε νοιάζομαι, αγωνία δυστυχώς να σε μοιράζομαι». Του μεγάλου Γιώργου Ζαμπέτα (σε στίχους του Χαράλαμπου «Τσάντα» Βασιλειάδη), που φέρεται να πλήρωσε και πολλά από τα χρέη του Τόλη, όταν τον εξώθησαν να εγκαταλείψει την καμπάνα στον «Αστέρα».
Ηταν αγωνία ερωτική (πάντα) και ασθμαίνουσα. Ιδρωμένη και ποθοπλάνταχτη. Οχι αγωνία καριέρας. Αυτή ήταν σαν το τραγούδι της αρχής: «Να σταματήσουμε τώρα δεν γίνεται… Μα ας προχωρήσουμε μαζί μες στη ζωή και ό,τι βγει». Μια πορεία ζωής ασταμάτητη και παθιασμένη.