Ολο και συχνότερα τη δημοσιότητα απασχολούν περιστατικά σοβαρής νεανικής βίας. Εκδηλώνονται εντός ή πέριξ σχολικών χώρων, καθώς και σε πλατείες και δρόμους πόλεων, έχοντας πρωταγωνιστές παιδιά σχολικής ηλικίας. Πρόσφατα, η πλέον συγκλονιστική περίπτωση ανάμεσά τους αφορούσε τον κατ’ εξακολούθηση βιασμό ανηλίκου από ομάδα συνομηλίκων του, με την παρουσία και κοριτσιών, σύμφωνα με όσα γράφτηκαν στον Τύπο.
Χαρακτηριστικά της νεανικής βίας
Το συγκεκριμένο περιστατικό συγκεντρώνει σχεδόν όλα τα χαρακτηριστικά παρόμοιων πράξεων. Διαπράχθηκε από ομάδα ανηλίκων συγκροτημένη σε μορφή συμμορίας. Η παρουσία, ο χαρακτήρας και οι προθέσεις των μελών της είχαν προηγουμένως δηλωθεί στο διαδίκτυο, χωρίς φόβο ή αίσθηση τέλεσης παρανόμων πράξεων. Η αποτρόπαια πράξη βιντεοσκοπήθηκε με πρόθεση διαδικτυακής της αναμετάδοσης.
Η άσκηση βίας δεν αποτέλεσε στιγμιαίο ή περιστασιακό γεγονός, αλλά υπήρξε συστηματική και σχεδιασμένη, αποτέλεσμα στοχοποίησης συνομηλίκου. Εργαλείο εκδήλωσης των προθέσεών τους ήταν τα ΜΚΔ. Τέλος, η επί δίμηνο κακοποίηση του θύματος πέρασε στην κυριολεξία κάτω από τη μύτη γονέων, εκπαιδευτικών και γειτόνων. Γεγονός που υποδηλώνει έλλειψη στοιχειώδους εποπτείας των ανηλίκων, καθώς και απουσία άσκησης γονεϊκού, σχολικού και κοινωνικού ελέγχου.
Είναι σημαντικό ότι αυτό και παρόμοια περιστατικά, ενώ προκαλούν αρχικά μεγάλη εντύπωση στην κοινή γνώμη και καταδικάζονται απερίφραστα, εν συνεχεία λησμονούνται πολύ γρήγορα. Στάση ενδεικτική του εθισμού/κορεσμού που η συχνότητά τους έχει προκαλέσει στην κοινή γνώμη.
Και bullying… σε καθηγητές
Επιπλέον, και συγγενές με τα προηγούμενα, είναι το γεγονός ότι η νεανική βία δεν ασκείται πλέον αποκλειστικά εντός της ομάδας συνομηλίκων, αλλά συχνά θύματά της είναι και οι εκπαιδευτικοί. Σύμφωνα, δε, με όσα κυκλοφορούν στη συγκεκριμένη επαγγελματική ομάδα, η συχνότητα του φαινομένου είναι σημαντικά μεγαλύτερη από ό,τι το αποτύπωμά του στον Τύπο. Ο λόγος είναι απλός: η άσκηση βίας από μαθητές σε εκπαιδευτικούς αποτελεί ντροπή για όσους την δέχονται. Ορθότερα, για όσους την υπομένουν σιωπηλά στην τάξη τους για να «επιζήσουν».
Είναι θέμα ταμπού, αφού συνήθως ενοχοποιεί τα θύματά της ως «ανίκανους να κρατήσουν την τάξη», δηλαδή να ασκήσουν το επάγγελμά τους. Μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις, ακόμα και επώνυμων καταγγελιών εκ μέρους εκπαιδευτικών για βίαια και ανάρμοστη συμπεριφορά απέναντί τους, σύσσωμη η τοπική κοινωνία, ακόμα και οι εκπαιδευτικοί των οικείων σχολείων, σπεύδουν να καλύψουν «τα παιδιά».
Είναι αλήθεια ότι και παλαιότερα, σε συνθήκες ατελούς σχολειοποίησης της χώρας (δεκαετίες ’50-’60), σημειώνονταν περιστατικά βίας σε δασκάλους σχολείων απομονωμένων χωριών, που οι μαθητές τους «υποδέχονταν» με πέτρες, ως εκδήλωση δυσαρέσκειας για το επικείμενο «μάντρωμά» τους. Περιστατικά που με την έναρξη των μαθημάτων εξαφανίζονταν. Σήμερα, όμως, η βία προς καθηγητές είναι φαινόμενο που εμμένει και αναπτύσσεται, ενώ το διακύβευμά της αφορά το ποιος ελέγχει την τάξη, ενίοτε και το σχολείου ως σύνολο. Ασκείται από μεμονωμένους μαθητές ή ομάδα, που επιδιώκουν όχι μόνο τη γελοιοποίηση των διδασκόντων, αλλά και τη συνολική επιρροή των καθηγητικών αποφάσεων υπέρ τους (βαθμολογία, απουσίες, «χαλαρότητα» στην τάξη, «διευκολύνσεις» στις εξετάσεις κ.λπ.).
Μάλιστα, οι νταήδες, στην προσπάθειά τους να ελέγξουν την τάξη και το σχολείο, ασκούν συστηματική τρομοκρατία στο σύνολο των συμμαθητών τους, με σκοπό, αν όχι την ενεργή συμμετοχή τους στο bullying των καθηγητών, την εξασφάλιση της σιωπής τους. Ισως δεν είναι ανάγκη να σημειώσουμε ότι συχνά οι συγκεκριμένοι νταήδες είναι ενταγμένοι σε ομάδες που ασκούν παράλληλα εκτός σχολείου και οπαδική βία.
Εκταση και αιτιολογία του φαινομένου
Σύμφωνα με έρευνες η συνήθης νεανική παραβατικότητα παραμένει σταθερή τα τελευταία χρόνια και κυμαίνεται μεταξύ 4% και 8% των νεών. Αντιθέτως, η σοβαρή νεανική βία (πρόκληση σωματικών βλαβών), δηλαδή περιστατικά που διαφεύγουν της «αρμοδιότητας» οικογένειας και σχολείου, αλλά επηρεάζουν καθοριστικά τη λειτουργία και των δύο, αυξάνεται σταθερά, όπως πιστοποιούν ακριβή στατιστικά στοιχεία της ΕΛ.ΑΣ.
Είναι ενδεικτικό ότι μεταξύ 2020 και 2021 η αύξηση των σχετικών επεισοδίων έφτασε στο 16,67%, ενώ των συμμετεχόντων σε αυτά ανήλικων παραβατών (<18%) εκτινάχθηκε στο 27,3%. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι στην Ελλάδα το ποσοστό έγκλειστων νέων επί του συνόλου των εγκλείστων είναι τετραπλάσιο από αυτό της Γαλλίας (4,4% με 1,1%).
Σχετικά με το φάσμα των παραγόντων που οδηγούν τους νέους σε σοβαρές πράξεις βίας, υπάρχει συμφωνία της επιστημονικής κοινότητας: η φτώχεια, οι κακές σχέσεις με τους γονείς και η έλλειψη στοιχειωδών γονεϊκών δεξιοτήτων ανατροφής/εποπτείας εκ μέρους τους, η απουσία κινήτρων και ενδιαφερόντων αυτοβελτίωσης στους νέους (όνειρα για καλύτερο αύριο), η απουσία ελπίδας κοινωνικής κινητικότητας σε συνδυασμό με την κοινωνικοποίηση μέσω παραβατικών ομάδων συνομηλίκων, οι κακές σχολικές επιδόσεις ή πλημμελής φοίτηση και η πρώιμη εγκατάλειψη του σχολείου, η απουσία συναισθηματικής σχέσης με γονείς και εκπαιδευτικούς, το σαθρό ψυχικό προφίλ και οι πιθανές ψυχικές διαταραχές των νέων με τη συνεπικουρία ή μη της χρήσης ουσιών, η αλόγιστη επιτρεπτικότητα σε επίπεδο οικογένειας και σχολείου συνθέτουν το παζλ που οδηγεί τους νέους σε σοβαρές παραβατικές πράξεις.
Αν μάλιστα σε όλα τα παραπάνω προσθέσουμε τις αρνητικές επιδράσεις της πανδημίας στην κοινωνικοποίηση παιδιών και νέων, καθώς και την ιδεολογία της θεοποίησής τους που επικράτησε στην πατρίδα μας τις τελευταίες δεκαετίες, με εμβληματική κορύφωση τα επεισόδια του 2008 και, τέλος, τις επιδράσεις της εικόνας που δίδεται διαμέσου των ΜΚΔ στον δεδομένο ναρκισσισμό των προεφήβων / εφήβων, μπορούμε να υποθέσουμε με ασφάλεια ότι το αύριο της οικογένειας και του σχολείου θα είναι δύσκολο.
Γιατί ιδιαίτερα σήμερα, οι νεαροί ανήλικοι, επιδιώκοντας ταυτόχρονα δύο ιδιαίτερα αντιφατικές μεταξύ τους καταστάσεις, την ταύτιση και τη διάκριση από την ομάδα συνομηλίκων, αναζητούν ανεξέλεγκτα και βρίσκουν εύκολα προς ταύτιση στον μαγικό και ανώδυνο επιφανειακά κόσμο του διαδικτύου και των ΜΚΔ «πρόσωπα» και «ταυτότητες» που χαρακτηρίζουν η βία κι ο σεξισμός. Συμβάλλοντας ταυτόχρονα καθένας με τη σειρά του και από μόνος του στη συγκρότηση ταυτοτήτων που για πρώτη φορά στην ανθρώπινη Ιστορία κατασκευάζονται μακριά από τον έλεγχο και την άμεση επιρροή των σημαντικών για αυτούς ενηλίκων (γονείς, εκπαιδευτικοί), με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Τι μπορούμε να κάνουμε;
Ξεκινώντας από τη διαπίστωση ότι η καταστολή και οι απαγορεύσεις στους νέους έχουν μηδενικά ή πρόσκαιρα αποτελέσματα, όταν δεν χειροτερεύουν τα πράγματα, καταλήγουμε υποχρεωτικά στην διαπίστωση ότι, πέρα από τον λελογισμένο και αναγκαίο έλεγχο επί των ανηλίκων που οφείλουν να ασκούν γονείς και εκπαιδευτικοί, η μόνη οδός που απομένει είναι αυτή της ενδυνάμωσης των ασθενικών μέχρι σήμερα πολιτικών στήριξης της οικογένειας και του σχολείου (βλ. εκπαιδευτικών) στην άσκηση του παιδαγωγικού ρόλου τους. Ρόλος που λόγω των ταχύτατων αλλαγών στην κοινωνία και στην εκπαίδευση, δεν πρέπει να θεωρείται αυτονόητα κατανοητός από αυτούς αλλά σύνθετο άθροισμα δεξιοτήτων προς απόκτηση.
Ετσι, σε επίπεδο οικογένειας, αν και η σοβαρή, νεανική βία δεν είναι αποκλειστικά ταξικό φαινόμενο, κάθε πολιτικό μέτρο μείωσης της φτώχειας, βελτίωσης των όρων στέγασης και απασχόλησης έχει διαπιστωμένα θετικά αποτελέσματα στη μείωσή της. Επιπλέον, πολιτικές ενημέρωσης και ενίσχυσης των γονεϊκών δεξιοτήτων μπορούν και πρέπει να αναληφθούν και στην Ελλάδα σε επίπεδο ΟΤΑ. Δυστυχώς, όμως, μέχρι σήμερα οι υπάρχουσες δομές κοινωνικών υπηρεσιών και Κέντρων Οικογένειας των Δήμων, ακόμα και στα μεγάλα αστικά κέντρα, είναι από ανύπαρκτες ως υποτυπώδεις και δυσλειτουργικές, ενώ παρόμοια θέματα σπάνια απασχολούν τα ΜΜΕ.
Αρχικά, λοιπόν, κρίνεται αναγκαία η εκτεταμένη και σοβαρή χρηματοδότηση των κοινωνικών δομών της χώρας και μια ανάλογης έκτασης και σοβαρότητας εκστρατεία ενημέρωσης των γονέων για βασικά στοιχεία του ρόλου τους, γιατί το κόστος πρόληψης είναι πάντα απειροελάχιστο σε σχέση με αυτό της θεραπείας.
Ως προς το σχολείο, είναι φανερό ότι πλέον καλείται να παίξει νέους ρόλους, καλύπτοντας ελλείψεις της οικογένειας. Για παράδειγμα, στην Αγγλία η σταθερή χορήγηση σχολικών γευμάτων σε περιοχές που φοιτούν μαθητές σε διακινδύνευση έχει θετικά αποτελέσματα τόσο στη συνεχή φοίτησή τους, όσο και στις συμπληρωματικές πολιτικές διαπαιδαγώγησης και στήριξης της ψυχικής τους υγείας. Παρόμοιες πολιτικές, αποδίδουν, βέβαια, αργά αλλά σταθερά καρπούς γι’ αυτό και η υλοποίησή τους πρέπει να είναι συνεχής.
Το σχέδιο νόμου του υπουργείου Παιδείας
Για την πρόληψη και αντιμετώπιση της ενδοσχολικής βίας και του σχολικού εκφοβισμού, όσα και να κάνουμε δεν θα είναι ποτέ αρκετά, αλλά πρέπει να κάνουμε όσο το δυνατό περισσότερα. Γιατί μόνο ο Λόγος μπορεί να πολεμήσει την ενδογενή ή εξωγενή ανθρώπινη επιθετικότητα και την τάση των νέων προς την παραβατικότητα. Στο σημείο αυτό πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η απόσταση από τη συνήθη παραβατικότητα, στην εμπλοκή σε σοβαρά επεισόδια νεανικής βίας είναι μικρότερη από όσο πολλοί φαντάζονται.
Σε αυτή την κατεύθυνση το υπουργείο Παιδείας ετοίμασε νομοσχέδιο που προβλέπει τον διπλασιασμό του αριθμού σχολικών ψυχολόγων, τη θεσμοθέτηση Συμβούλου Σχολικής Ζωής στη Β/θμια εκπαίδευση, την ενδυνάμωση φορέων υποστήριξης των σχολείων (ΚΕΔΑΣΥ) με αύξηση κονδυλίων, τη συνεργασία με διάφορους φορείς για παρεμβάσεις στα σχολεία, την εισαγωγή των Εργαστηρίων Δεξιοτήτων στο υποχρεωτικό ωρολόγιο πρόγραμμα Νηπιαγωγείων, Δημοτικών και Γυμνασίων αλλά και σχετικών Προγραμμάτων αντιμετώπισης του εκφοβισμού, την επιμόρφωση σχεδόν του συνόλου των εκπαιδευτικών και την ένταξη θεμάτων ευαισθητοποίησης εναντίον της βίας και των διακρίσεων στα Νέα Προγράμματα Σπουδών – σχολικά εγχειρίδια.
Κεντρική ιδέα του νομοσχεδίου αποτελεί η δημιουργία πλατφόρμας κατάθεσης επώνυμων και ανώνυμων καταγγελιών από γονείς και μαθητές αντίστοιχα σχετικά με περιστατικά σχολικής βίας. Η σχετική πρόβλεψη, αν λειτουργήσει σταθμισμένα και σοβαρά στην πράξη (περικλείει και κινδύνους), θα έχει θετικά αποτελέσματα. Δευτερογενώς, θα επιτρέψει για πρώτη φορά την κεντρική απογραφή των σχετικών περιστατικών, στοιχείο πολύτιμο για την επεξεργασία ανάλογων στοχευμένων πολιτικών στο μέλλον.
Εφόσον μάλιστα η φόρμα καταγραφής αποκτήσει ανάλογο δείκτη, για πρώτη φορά θα έχουμε και συνολική καταγραφή περιστατικών διαδικτυακής παρενόχλησης. Στον όλο σχεδιασμό ελπιδοφόρο στοιχείο αποτελεί η επιμόρφωση εκπαιδευτικών και η εξάσκηση των μαθητών στην κατανόηση του ψηφιακού κόσμου, μέσα από την ενίσχυση της ικανότητας τους να κατανοούν κείμενα κάθε μορφής, τομέας που οι μαθητές μας υστερούν σημαντικά.
Σε κάθε περίπτωση, ένα τόσο εκτεταμένο σχέδιο, αν υλοποιηθεί σε βάθος χρόνου, με επιμονή, σοβαρότητα και πραγματικά γενναία οικονομική στήριξη θα έχει θετικά αποτελέσματα. Ομως, αν λάβουμε υπόψη το «ράβε – ξήλωνε» θεσμών και εκπαιδευτικών πολιτικών που αποτελεί κανόνα για τη χώρα μας, με αποτέλεσμα στην πράξη να μένουν οι διορισμοί προσωπικού, θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμο, πριν από την ψήφισή του και παρά το κλίμα που επικρατεί στη χώρα, να επιδιωχθεί η εξασφάλιση της μέγιστης δυνατής πολιτικής συναίνεσης. Αξίζει τον κόπο και μακροχρόνια μπορεί να αποτελέσει εγγύηση επιτυχίας του.
Οφείλουμε, όμως, να αποφύγουμε ένα λάθος που γίνεται συχνά κατά την υλοποίηση παρόμοιων εγχειρημάτων. Πρόκειται για την «ψυχολογικοποίηση» της αντιμετώπισης των προβλημάτων διαπαιδαγώγησης που αντιμετωπίζουν σήμερα το σχολείο και η οικογένεια. Η παρουσία και παροχή συμβουλευτικής από ειδικούς (ψυχολόγοι, κοινωνικοί, λειτουργοί) σε σχολεία και οικογένειες είναι αναμφισβήτητα αναγκαία και θετική. Στην πράξη, όμως, η ευθύνη για τη διαπαιδαγώγηση των νέων βαραίνει αποκλειστικά και πρωτίστως γονείς και εκπαιδευτικούς.
Οι ειδικοί αναδεικνύουν και προτείνουν, αλλά οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί έχουν την ευθύνη του «πράττειν» (όρια, υποδείξεις, έλεγχος, επιβολή). Αυτή τη διάσταση του ρόλου τους οφείλει επιμορφωτικά και θεσμικά να ισχυροποιήσει η Πολιτεία. Διάσταση που όσο αφορά τα θεσμικά όρια και τις δυνατότητες παρέμβασης των εκπαιδευτικών έχει τρωθεί ιδιαίτερα τις τελευταίες δεκαετίες.
* Ο Νίκος Σαλτερής είναι επίτιμος σχολικός σύμβουλος Δ.Ε. και συγγραφέας