Ο σχηματισμός της νέας ομοσπονδιακής κυβέρνησης στη Γερμανία έχει κατά μία έννοια και ιστορική διάσταση. Ερχεται στο τέλος μιας 16ετούς ηγεμονίας της Ανγκελα Μέρκελ και των Χριστιανοδημοκρατών και περιγράφεται ως αφετηρία πολιτικών αναδιατάξεων στην Ευρώπη, λόγω της ανάκαμψης των Σοσιαλδημοκρατών και της ενίσχυσης των Πρασίνων.
Τίθενται ωστόσο ερωτήματα ως προς το αν η νέα κυβέρνηση, με αυτά τα πρόσωπα και αυτή τη σύνθεση, θα αποδειχθεί ένας πολιτικός αντιδραστήρας, ικανός να διαμορφώσει ένα νέο ευρωπαϊκό περιβάλλον.
Η απερχόμενη καγκελάριος έχει περιγράψει τη διαχείριση του ελληνικού προβλήματος ως τη δυσκολότερη στιγμή της θητείας της. Στον απόηχο αυτής της δήλωσης και με δεδομένη την αλλαγή των συνθηκών στην Ευρώπη και στην Ελλάδα, έχει κάποια σημασία η αναζήτηση ως προς το τι μπορεί να σημάνει για τη χώρα μας ο νέος κυβερνητικός συνασπισμός στη Γερμανία.
Σε ένα πρώτο επίπεδο και σε ό,τι αφορά τις οικονομικές σχέσεις, έχει αξία η κεφαλαιώδης δέσμευση της νέας κυβέρνησης για αύξηση των δημοσίων επενδύσεων και επιτάχυνση των διαδικασιών για την πράσινη μετάβαση. Πρόκειται για πεδίο που ενδιαφέρει άμεσα την Ελλάδα, όπου η κυβέρνηση έχει ανάλογο προσανατολισμό και προτεραιότητες, σε έναν τομέα όπου οι γερμανικές επενδύσεις αναμένεται να παίξουν σημαντικό ρόλο. Ιδιαίτερη αξία έχει ως προς αυτά η ανάληψη του νέου υπερ-υπουργείου Οικονομίας και Κλιματικής Προστασίας από τον συμπρόεδρο των Πρασίνων, Ρόμπερτ Χάμπεκ. Πρόκειται για το πλέον χαρισματικό πολιτικό πρόσωπο της νέας κυβέρνησης, με ιδιαίτερες επικοινωνιακές ικανότητες, δυνατότητες συμβιβασμών, πραγματιστή, που κατά τα φαινόμενα και εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, θα αναδειχθεί σε έναν σταρ τής μετά Μέρκελ εποχής.
Ως προς την οικονομία και ειδικότερα εν όψει των προσαρμογών της περιόδου μετά την πανδημία και της επιστροφής στη δημοσιονομική πειθαρχία, η ανάληψη του υπουργείου Οικονομικών από τον επικεφαλής των Φιλελευθέρων Κρίστιαν Λίντνερ έχει περίπου σπείρει τον πανικό ανά την Ευρώπη. Ωστόσο, πρέπει να είναι σαφές ότι όσο και αν ο Λίντνερ θέλει να εμφανίζεται ως δημοσιονομικό «γεράκι», σε καμία περίπτωση δεν έχει το πολιτικό εκτόπισμα του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Ως Γερμανός θα έχει φυσικά πρωταγωνιστικό ρόλο στο Eurogroup και το Eco/Fin, όμως την ίδια στιγμή στην Ευρώπη υπάρχει ο Ντράγκι και ο Μακρόν και στην ΕΚΤ η Λαγκάρντ, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Ως προς την Ελλάδα ειδικότερα, το κρίσιμο ούτως ή άλλως δεν είναι το αν ο Λίντνερ θα μας κάνει χάρες και θα είναι επιεικής, αλλά το αν η ελληνική κυβέρνηση θα έχει τη δημοσιονομική προνοητικότητα για τις έγκαιρες προσαρμογές, ώστε να αξιοποιήσει και τις συμμαχίες της. Δεν είναι, πάντως, ασήμαντο ότι η κυβέρνηση και ο Πρωθυπουργός έχουν προφανώς προσδώσει μεγαλύτερη σημασία στη συνεννόηση και την επικοινωνία με το Παρίσι και τη Ρώμη, παρά με το Βερολίνο.
Το τρίτο ζήτημα ελληνικού ενδιαφέροντος, στο οποίο η νέα ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα έχει προφανώς ρόλο και λόγο, είναι οι σχέσεις με την Τουρκία. Το υπουργείο Εξωτερικών ανέλαβε η Αναλένα Μπέρμποκ, συμπρόεδρος των Πρασίνων και υποψήφια για την καγκελαρία στις τελευταίες εκλογές. Το κόμμα έχει σαφώς λιγότερο διαλλακτικές θέσεις έναντι της Τουρκίας και του Ερντογάν, ειδικώς σε θέματα εξοπλισμών και σεβασμού του διεθνούς δικαίου. Παρά ταύτα, στο κείμενο που συνοδεύει τη συμφωνία σχηματισμού κυβέρνησης, η Τουρκία αναφέρεται ως «σημαντικός γείτονας της ΕΕ και εταίρος στο ΝΑΤΟ». Κατανοεί κανείς ότι δεν θα πρέπει να αναμένονται δραματικές και θεαματικές ανατροπές, όμως η περίοδος αναταραχής που ήδη έχει ξεκινήσει στην Τουρκία, με αφορμή την οικονομική κρίση, μπορεί ούτως ή άλλως να διαμορφώσει νέα δεδομένα και συσχετισμούς.
Η ανάληψη του υπουργείου Εσωτερικών από την SPD και πιθανότατα από την Κριστίνε Λάμπρεχτ, επίσης έχει ελληνικό ενδιαφέρον και πιθανώς να είναι μια εξέλιξη που θα αλλάξει προς το ρεαλιστικότερο τη μεταναστευτική πολιτική της Γερμανίας.
Ωστόσο, δεν πρέπει κανείς να αγνοεί ότι παρά τις όποιες προσδοκίες, η νέα γερμανική κυβέρνηση αναλαμβάνει καθήκοντα εν μέσω μιας κρίσης που της βαραίνει τα φτερά. Είναι η κρίση της πανδημίας, η οποία θέτει τα πάντα σε δεύτερη μοίρα.