Μαθαίνω ότι μπαινοβγαίνουν κάποιοι στο Μαξίμου και, μόλις ανοίξει η γενικότερη πολιτική συζήτηση πέραν των τρεχόντων άμεσων θεμάτων, πετάνε δήθεν ανέμελα στον Μητσοτάκη ένα «κύριε πρόεδρε, μήπως να σκεφτούμε στα σοβαρά να αλλάξουμε τον εκλογικό νόμο;». Η βάση της επιχειρηματολογίας τους είναι απλή.
Όσο καλά κι αν πάει η κυβέρνηση τα επόμενα τρία χρόνια (που δύκολα θα πάει, καθότι η κούραση, το φορτισμένο διεθνές περιβάλλον, κλπ), όσο διαλυμένη και χαμηλών προσδοκιών κι αν παραμείνει η αντιπολίτευση (που διόλου δεν αποκλείεται κι αυτό), πάλι η ΝΔ δεν πρόκειται στις επόμενες εκλογές να φτάσει το 37,5% που χρειάζεται για να πάρει τρίτη αυτοδυναμία. Αρα, πού πάμε νομοτελειακά; Στη χειρότερη περίπτωση σε ακυβερνησία, στην καλύτερη σε κυβέρνηση συνεργασίας.
Πόσο εφικτή όμως θεωρείται μια κυβέρνηση συνεργασίας, μιλώντας πάντα για το 2027 ή κάπου εκεί; Η λογική λέει ότι ακόμα κι αν η ΝΔ δείξει ειλικρινή διάθεση να προχωρήσει σε συμμαχικό κυβερνητικό σχήμα, κανένα από τα μικρότερα κόμματα, είτε εκ δεξιών είτε εξ αριστερών της, δεν πρόκειται να συναινέσει. Τουλάχιστον αμέσως μετά την πρώτη κάλπη. Αν υπάρξουν και επόμενες κάλπες, όλα αλλάζουν.
Στην πρώτη αναμέτρηση, όλοι οι αντιπολιτευόμενοι θα έχουν κάνει προεκλογικό αγώνα με μονομέτωπη πολεμική απέναντι στην κυβέρνηση και στον Μητσοτάκη. Ποιος θα πάει την επόμενη μέρα να φτιάξει κυβέρνηση με αυτόν που πολεμούσε σφοδρά επί οκταετία; Θα θεωρηθεί αυτομάτως πατερίτσα διάσωσης του Μητσοτάκη, ενώ η προφανής αρχική ανάλυση θα είναι ότι θα απορροφηθεί από τον μεγάλο εταίρο και θα σβήσει από τον χάρτη.
Ο προβλεπόμενος συσχετισμός δυνάμεων στις πρώτες εθνικές κάλπες που θα στηθούν, αλλά και οι φιλοδοξία του κάθε κόμματος και αρχηγού να παίξει μακροπρόθεσμο ρόλο, οδηγεί νομοτελειακά σε δεύτερες άμεσες εκλογές, λόγω αδυναμίας σχηματισμού κυβέρνησης. Αν στο μεταξύ έχει ψηφιστεί νέος εκλογικός νόμος που θα κατεβάζει το όριο της αυτοδυναμίας μερικές μονάδες, αυτός θα ισχύσει έτσι κι αλλιώς σ’ αυτές τις δεύτερες εκλογές.
Αρα, λένε στον Μητσοτάκη, ας αλλάξουμε τώρα τον εκλογικό νόμο, ώστε να γίνει εφικτή η πιθανότητα μιας αυτοδυναμίας της ΝΔ στις επαναληπτικές εκλογές του 2027. Ανάμεσα στις δύο αναμετρήσεις ο κόσμος θα φοβηθεί τις συνέπειες της μακροχρόνιας ακυβερνησίας, οπότε ελλείψει άλλης αξιόπιστης πρότασης θα ξαναπάει στην κάλπη της ΝΔ για να αποφύγει τα χειρότερα.
Αλλά και να μην υπάρξει αυτοδυναμία με την δεύτερη κάλπη, η πιθανότητα να βρεθεί λύση κυβερνητικής συνεργασίας μετά τις επαναληπτικές είναι πολύ μεγαλύτερη. Ποιος θα αναλάβει την ευθύνη να οδηγήσει την χώρα σε τρίτη αναμέτρηση; Σε αυτή την κυβέρνηση όμως, η ΝΔ θα πάει με μεγαλύτερη κοινοβουλευτική δύναμη, καθώς θα έχει εισπράξει το υψηλότερο μπόνους που θα προβλέπει ο καινούργιος εκλογικός νόμος, άρα θα είναι ισχυρότερη μέσα στο σχήμα.
Ο Μητσοτάκης τους ακούει, αλλά δεν απαντά. Συχνά κόβει μαχαίρι και τη συζήτηση. Έχει πλήρη επίγνωση των πλεονεκτημάτων και των μειονεκτημάτων μιας τέτοιας κίνησης. Ξέρει ότι μια αλλαγή του εκλογικού νόμου σήμερα θα καταγραφεί ως ένδειξη πολιτικής ηττοπάθειας εκ μέρους του που μπορεί να λειτουργήσει πολλαπλασιαστικά εναντίον του, ενώ κάθε αιφνιδιαστική ιδιοτελής κίνηση χαλάει την εικόνα θεσμικότητας που έχει δημιουργήσει για τον εαυτό του, τουλάχιστον ως προς τα εκλογικά.
Κανένας δεν ξέρει τι έχει στο μυαλό του ο Μητσοτάκης. Θα συμβουλευτεί το μαξιλάρι του, που έλεγε κάποτε ο Χαρίλαος Φλωράκης και κάποιο πρωί θα διαπιστώσουμε το αποτέλεσμα αυτού του μοναχικού διαλόγου.