Το να είσαι μετρημένος αλλά ταυτόχρονα αισιόδοξος για την πορεία της εθνικής οικονομίας όταν ολόκληρη η ευρωζώνη σκιάζεται από το «χαμηλό βαρομετρικό» που φέρνουν οι πόλεμοι και οι απειλές του Τραμπ για την επιβολή δασμών αν δεν αυξήσουμε τις εισαγωγές αερίου και πετρελαίου από τις ΗΠΑ, είναι προσόν.
Το να μην προετοιμάζεσαι όμως να αντιμετωπίζεις τις δυσκολίες που έρχονται για τις επιχειρήσεις (ειδικά τις εξαγωγικές) και τις συνέπειες στα νοικοκυριά από τον πληθωρισμό που μείωσε την αγοραστική τους δύναμη τα τελευταία δύο χρόνια, είναι μειονέκτημα.
Η ανάγκη να επισημανθούν τα αυτονόητα προκύπτει σε μια στιγμή όπου η οικονομική πολιτική για το 2025 κλείδωσε με την ψήφιση του προϋπολογισμού από τη Βουλή, αλλά και τη χάραξη των προτεραιοτήτων του υπουργού Οικονομίας Κωστή Χατζηδάκη για την επόμενη χρονιά, που είναι:
—Η αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, η συνέχεια των αποκρατικοποιήσεων, η απορρόφηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και η στήριξη της μεσαίας τάξης.
Ποιος μπορεί να μη συμφωνήσει;
Αυτό όμως που λείπει από το παζλ της οικονομικής πολιτικής είναι δύο στοιχεία που έφεραν το 2024 σε δυσχερή θέση χιλιάδες επιχειρήσεις και νοικοκυριά:
♦ Τα χρέη του Δημοσίου προς ιδιώτες (προμηθευτές, κατασκευαστές, εξαγωγείς κ.ά. συναλλασσόμενους) αυξήθηκαν στα 3,4 δισ. ευρώ.
Κι εδώ είναι απορίας άξιον:
—Γιατί ενώ οι δαπάνες αυτές έχουν ήδη προσμετρηθεί στο δημοσιονομικό αποτέλεσμα και ενώ το υπουργείο Οικονομικών έχει υπερέσοδα, δεν εξοφλεί:
- Τις φαρμακευτικές επιχειρήσεις στις οποίες τα νοσοκομεία οφείλουν πάνω από 1,2 δισ. ευρώ.
- Τους εργολάβους στους οποίους οι περιφέρειες και οι δήμοι οφείλουν περίπου 800 εκατ. ευρώ.
- Τους εξαγωγείς που περιμένουν επιστροφές ΦΠΑ άνω των 400 εκατ. ευρώ από την ΑΑΔΕ.
- Τους 30.000 συνταξιούχους οι οποίοι περιμένουν πάνω από ένα χρόνο την επικουρική τους σύνταξη.
Η παρενέργεια του πληθωρισμού
Παράλληλα, οι νέες οφειλές των φορολογουμένων —επιχειρήσεων και ιδιωτών— προς το υπουργείο Οικονομικών αυξήθηκαν κατά 6,7 δισ. ευρώ (!). Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΑΑΔΕ τα οποία δημοσιοποίησε το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, το 2024 γεννήθηκαν νέες οφειλές άνω των 6 δισ. ευρώ, από τρείς κύριες κατηγορίες φόρων:
—Από τον ΦΠΑ, ύψους 2,5 δισ. ευρώ.
—Από τον φόρο εισοδήματος, ύψους 1,7 δισ. ευρώ
—Από τους φόρους στην περιουσία, ύψους 448 εκατ. ευρώ.
Το υπόλοιπο χρέος προέρχεται από πρόστιμα και προσαυξήσεις παλαιότερων οφειλών που διαιωνίζονται και «φουσκώνουν» όσο δεν εξοφλούνται.
Είναι προφανές ότι ο πληθωρισμός δημιούργησε μεγάλη πίεση στα νοικοκυριά. Η πίεση αυτή φάνηκε, εκτονώθηκε θα μπορούσε να πει κανείς, στα δημόσια ταμεία. Η επιλογή των επιχειρήσεων οι οποίες πλήττονται κυρίως από το υψηλό κόστος της ενέργειας ήταν να μην καταβάλουν έγκαιρα τον ΦΠΑ και των νοικοκυριών να πληρώσουν τους λογαριασμούς και να καλύψουν τα έξοδα του σπιτιού αφήνοντας σε δεύτερη μοίρα την εφορία.
3,9 εκατομμύρια χρωστούν έως 10.000 ευρώ
Ενθαρρυντικό στοιχείο είναι ότι ο συνολικός αριθμός των οφειλετών στην εφορία, μειώθηκε το 2024 κατά 86.699 πρόσωπα (φυσικά και νομικά) σε σχέση με το 2023, αλλά αυτό είναι σταγόνα στον ωκεανό. Διότι σήμερα, χρέη στην εφορία έχουν 3,9 εκατομμύρια φορολογούμενοι (επιχειρήσεις και νοικοκυριά), από τους οποίους το 90,5% των οφειλετών, δηλαδή οι 9 στους 10, χρωστούν μέχρι 10.000 ευρώ. Ολοι αυτοί μαζί χρωστούν στην εφορία ένα τεράστιο ποσό που αγγίζει τα 30 δισ. ευρώ!
Κι εδώ μπορεί να γίνει η παρέμβαση-ανάσα για τους φορολογούμενους, αν και εφ΄ όσον το υπουργείο Οικονομικών αποδεχθεί τις προτάσεις να γίνει μια γενικευμένη ρύθμιση οφειλών μέχρι 120 δόσεις.
Αυτό σημαίνει ότι 3,9 εκατομμύρια πολιτών και επιχειρήσεων που οφείλουν μέχρι 10.000 ευρώ, με λιγότερα από 100 ευρώ το μήνα θα μπορούν να τακτοποιήσουν το χρέος τους και να συνεχίσουν τη ζωή τους ή την επιχειρηματική τους δράση χωρίς άλλα πρόστιμα και «φρένα» από την εφορία (μη έκδοση φορολογικής ενημερότητας, δεσμεύσεις λογαριασμών, κατασχέσεις, κ.ά. αναγκαστικά μέτρα είσπραξης).
Βέβαια αυτό δεν μπορεί να ισχύσει για τα μεγάλα, συσσωρευμένα χρέη, από επιχειρήσεις. Πάνω από το μισό του συνολικού χρέους στο δημόσιο (57,5 δισ. ευρώ!) προέρχεται από 5.906 επιχειρήσεις, από τις οποίες η κάθε μια οφείλει πάνω από ένα εκατομμύριο ευρώ.
Ενέσεις ρευστότητας
Στο ερώτημα τι μπορεί να κάνει ο κ. Χατζηδάκης για να επιλύσει αυτά τα προβλήματα τα οποία είναι «βραχνάς» για την επονομαζόμενη μεσαία τάξη, η απάντηση είναι ξεκάθαρη:
♦ Να εντάξει πριν απ΄όλα στις προτεραιότητες του την έγκαιρη εξόφληση (σε 90 μέρες όπως επιβάλλει η Ευρωπαική Επιτροπή) των χρεών του Δημοσίου στις επιχειρήσεις και στη συνέχεια να προχωρήσει σε μια γενναία ρύθμιση των οφειλών των φορολογουμένων στο Δημόσιο.
Τα δυο αυτά μέτρα σε συνδυασμό με την ταχεία απορρόφηση και απόδοση στους δικαιούχους των πόρων των προγραμμάτων του ΕΣΠΑ και του Ταμείου Ανάκαμψης μπορούν να αποτελέσουν τις ενέσεις ρευστότητας που έχει ανάγκη η οικονομία, ειδικά σε μια εποχή όπου η ευρωπαϊκή οικονομία, ευρισκόμενη σε πολιτική και οικονομική αβεβαιότητα, θα συνεχίσει να επιβραδύνεται.