Τι έχουμε κάνει και μας αξίζει ο Γιάννης; Δύσκολο ερώτημα, περίπλοκες οι απαντήσεις. Το μόνο βέβαιο είναι πως υπάρχουν πολλοί Ελληνες (πιθανότατα η πλειοψηφία) που συγκινήθηκαν με τα δάκρυα χαράς του σούπερ-σταρ του NBA το βράδυ της Κυριακής στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας (ΣΕΦ). Το ματς με την Κροατία είχε μόλις τελειώσει και η Εθνική Ελλάδας είχε προκριθεί στους Ολυμπιακούς του Παρισιού.
Το παιδί των μεταναστών από τη Νιγηρία, που βίωσε και τις δύο όψεις της Ελλάδας, την αλληλεγγύη και τον ρατσισμό, που κυνηγήθηκε από τις αρχές γιατί πουλούσε γυαλιά και CD, που έζησε τον τρόμο στις γειτονιές που δρούσε η Χρυσή Αυγή, έχει σήμερα το NBA στα πόδια του.
Το Σαββατοκύριακο, το τουρνουά για την πρόκριση στους Ολυμπιακούς, έμοιαζε για εκείνον μια υπόθεση ζωής ή θανάτου. Οταν έβγαινε αλλαγή, δεν μπορούσε να καθίσει στον πάγκο. Τριγυρνούσε όρθιος και περίμενε να ξαναμπεί. Επαιζε άμυνα σαν μανιασμένος, βουτούσε για να πιάσει τη μπάλα ακόμη και όταν η Ελλάδα ήταν μπροστά με 10 πόντους διαφορά, αδιαφορούσε για τα στατιστικά και τους προσωπικούς του πόντους και τον ένοιαζε μόνο ένα πράγμα: η νίκη-πρόκριση.
Στον τελικό του Προολυμπιακού στο ΣΕΦ, η ομάδα του κόουτς Βασίλη Σπανούλη, του υπέροχου Γιάννη, του αρχηγού Κώστα Παπανικολάου και όλων των άλλων αστέρων -από τον Λαρεντζάκη και τον Γουόκαπ, ως τον Καλάθη, τον Παπαγιάννη – επικράτησε σε ένα δύσκολο ματς κατά της Κροατίας με 80-69 και εξασφάλισε το εισιτήριο (αναλυτικά εδώ).
Ο Γιάννης ήταν ο πρώτος σκόρερ κι έδειξε πως όταν πατήσει καλύτερα μετά από τον τραυματισμό που του στέρησε τα play off του NBA μπορεί να δούμε πράγματα και θαύματα. Οπως τότε, με τον ανεπανάληπτο θρύλο του ελληνικού μπάσκετ, τον Νίκο Γκάλη.
Υπάρχει άραγε κάτι κοινό ανάμεσα σε αυτούς τους τόσο διαφορετικούς σούπερ-παίκτες δύο τόσο διαφορετικών εποχών για το μπάσκετ και την Ελλάδα; Σίγουρα η αγάπη του κόσμου, η ταύτιση, η διεθνής αναγνώριση της αξίας τους. Εχουν όμως ενδιαφέρον —και για τις συλλογικές μας αντιφάσεις— δύο ακόμη ομοιότητες.
Δεν γέμιζαν το μάτι
Tην τελευταία χρονιά που έπαιξε μπάσκετ στην Ελλάδα ο Γιάννης Αντετοκούνμπο, στον Φιλαθλητικό, τη σεζόν 2012-13, δεν κρίθηκε ότι ήταν αρκετά καλός ώστε να ενδιαφερθούν γι’ αυτόν ο Ολυμπιακός και ο Παναθηναϊκός. Ενδιαφέρθηκε όμως το NBA.
Ο Αντετοκούνμπο υπέγραψε στους Μιλγουόκι Μπακς, τους οδήγησε στο πρωτάθλημα το 2021 σκοράροντας 50 πόντους στο τελευταίο ματς των τελικών, έχει αναδειχθεί δύο φορές MVP κανονικών περιόδων, οκτώ φορές All-Star, έξι φορές μέλος της καλύτερης πεντάδας, κορυφαίος αμυντικός του αμερικανικού πρωταθλήματος και συνεχίζει ως ένας από τους καλύτερους μπασκετμπολίστες στον κόσμο. Και, φυσικά, όλα αυτά τα θεωρούμε ελληνική επιτυχία.
Η ομιλία του Γιάννη Αντετοκούνμπο κατά την απονομή του τίτλου του MVP του NBA για τη σεζόν 2018-2019:
Την πρώτη χρονιά που έπαιξε μπάσκετ στην Ελλάδα ο Νίκος Γκάλης, τη σεζόν 1979-80, οι εφημερίδες (όπως έχει γράψει ο Sportcaster στο Protagon) τού καταλόγιζαν λάθη ανεπίτρεπτα για κάποιον που σπούδασε το μπάσκετ στην Αμερική. Σε αρκετούς παράγοντες, προπονητές και σχολιαστές της εποχής ο Γκάλης δεν τους γέμιζε το μάτι…
Την προηγούμενη αγωνιστική περίοδο (1978–1979) ο Γκάλης είχε αναδειχθεί τρίτος σκόρερ στο κολεγιακό πρωτάθλημα των ΗΠΑ (NCAA), με 27,5 πόντους σε κάθε αγώνα, κατά μέσον όρο. Ο δεύτερος, ο μετέπειτα θρύλος του ΝΒΑ Λάρι Μπερντ, έβαζε μόλις έναν πόντο παραπάνω. Ο θρυλικός προπονητής και αργότερα πρόεδρος των Celtics, Ρεντ Aουερμπακ, έχει δηλώσει: «Το μεγαλύτερο λάθος της καριέρας μου; Που δεν υπέγραψα τότε τον Γκάλη!». Στην περίπτωση του Γκάλη δεν χρειάζεται να απαριθμήσει κανείς τίτλους και επιτυχίες. Ολοι γνωρίζουν.
H ομιλία του Γκάλη στις 8 Σεπτεμβρίου 2017, όταν εισήλθε στο Hall of Fame:
Οι δύο κορυφαίοι έλληνες μπασκετμπολίστες της σύγχρονης εποχής βρέθηκαν αυτή την εβδομάδα στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, εκεί όπου η Εθνική έγραψε Ιστορία το 1987 κατακτώντας το Ευρωπαϊκό. Την Τετάρτη (3/7) ο θρύλος του ελληνικού μπάσκετ μπήκε στη σάλα του ΣΕΦ λίγο μετά την έναρξη του αγώνα της Ελλάδας με τη Δομινικανή Δημοκρατία και γνώρισε την αποθέωση από τον κόσμο. Το ίδιο και ο Γιάννης Αντετοκούνμπο, που έκανε ένα καλό παιχνίδι (32 πόντοι σε 18 λεπτά συμμετοχής) στο πλαίσιο του προ-ολυμπιακού τουρνουά, που οδηγεί, αν τα καταφέρει η ελληνική ομάδα, στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Παρισιού.
Οσοι θαυμάζουμε και επευφημούμε με κάθε ευκαιρία αυτούς τους δύο γίγαντες του μπάσκετ, ίσως να μην έχουμε σκεφτεί μια πλευρά της διαδρομής και της επιτυχίας τους που δεν συνέβη επειδή «η Ελλάδα είναι μπασκετική χώρα», όπως μας αρέσει να λέμε.
Ειδικά στην περίπτωση του Γιάννη Αντετοκούνμπο έχει χτιστεί ένας μύθος που λέει πως ό,τι πέτυχε το οφείλει στον φιλότιμο του Ελληνα. Που ως λέξη «αμετάφραστη που δεν υπάρχει σε καμία άλλη γλώσσα» σύμφωνα με το γνωστό κλισέ, το φιλότιμο αυτό δεν θα μπορούσε να το βρει σε καμία άλλη χώρα του κόσμου.
Ο Αντετοκούνμπο εκφράζει με κάθε ευκαιρία την ευγνωμοσύνη του για τους Ελληνες που τον στήριξαν όταν επί 18 χρόνια ήταν «αόρατος» για το κράτος, κυνηγημένος από την αστυνομία, και ζούσε υπό τον φόβο της Χρυσής Αυγής. Φυσικά και ο Γιάννης οφείλει πολλά σε συγκεκριμένους Ελληνες που δεν ήταν ρατσιστές και ξενόφοβοι (όπως, ευτυχώς, η πλειονότητα), αλλά όχι στο ελληνικό κράτος.
Γεννήθηκε «παράνομος», με γονείς μετανάστες από τη Νιγηρία, μεγάλωσε «παράνομος» και φοβισμένος και «αναγνωρίστηκε» από το κράτος μόνον όταν ενδιαφέρθηκαν γι’ αυτόν η ισπανική Σαραγόσα και στη συνέχεια το NBA. Κυρίως για να μην πάρει νιγηριανό διαβατήριο, όπως τον πίεζαν οι Ισπανοί και οι Αμερικανοί όταν είδαν την αδιαφορία της ελληνικής Πολιτείας. Ετσι, πήρε με χίλια ζόρια ελληνικό διαβατήριο ο Αντετοκούνμπο, με τη στήριξη λίγων ανθρώπων που βρίσκονταν κοντά του και πίστευαν σε εκείνον. Αυτά έχουν καταγραφεί σε ρεπορτάζ της εποχής, όπως του Αντώνη Καλκαβούρα το 2013 με το παρασκήνιο όσων συνέβησαν.
Επομένως, όσο ενδεικτική μιας συλλογικής πλάνης είναι η άποψη ότι ο Αντετοκούνμπο δεν θα μπορούσε να κάνει την καριέρα που κάνει αν δεν τον στήριζε η Ελλάδα (λάθος, η επίσημη Πολιτεία τον κυνηγούσε, συγκεκριμένοι Ελληνες τον στήριξαν, όχι το κράτος, ούτε οι υποδομές της «μπασκετικής» μας χώρας), άλλο τόσο πλάνη αποτελεί η άποψη ότι ο Γκάλης δεν θα μπορούσε να ξεδιπλώσει πουθενά αλλού το μαγικό του ταλέντο.
Είτε μας αρέσει είτε όχι, και για τον Γκάλη και για τον Αντετοκούνμπο η καθοριστική στήριξη ήλθε από την μπασκετική τεχνογνωσία των ΗΠΑ. Ενώ και οι δύο, κάποια στιγμή, δεν γέμιζαν το μάτι ορισμένων παραγόντων όταν έπαιζαν στην Ελλάδα. Αυτό μπορεί να μην είναι και το καλύτερο για την αυτοεικόνα μας, αλλά είναι η αλήθεια.