Καμιά φορά σκέφτομαι, ότι μέσα μου έχω πιο πολύ μάτια παρά νερό. Βλέμματα ανθρώπων, ακόμα και αγνώστων, που προφανώς κάτι μου είπαν χωρίς να μου πούνε. Και τα δικά του μάτια τα έχω κρατήσει. Όλη την παρουσία του. Παρόλη την απόσταση των χρόνων. Γιατί; Δεν ανήκε στους λαμπερούς.
Hταν ένα παιδί γλυκά θαμπό, χωρίς να μπορώ να σας δώσω εξηγήσεις γιατί τον είχα καταχωρήσει έτσι. Συμμαθητής μου στο δημοτικό. Ενα παιδί πολύ συγκρατημένο, αμήχανο, ένα τσακ μελαγχολικό. Που ενώ ένοιωθα, ότι το έλεγε η περδικούλα του για πλάκα, κάτι τον συγκρατούσε. Κάποτε απλώθηκε μια φήμη: «Ο πατέρας του λείπει». Το «πού λείπει;» περιέργως δεν το θίγαμε. Λες και τρέφαμε σεβασμό σε μια αδιόρατη πληγή που μας απέτρεπε από ερωτήσεις.
Ηταν, «το παιδί που έλειπε ο πατέρας του». Μετά, εφηβεία. Ήμασταν πια 13 ετών, «Εδώ Πολυτεχνείο». Μπροστά μου ήταν, δεν τον έβλεπα, έτρεχα για άλλα. Μα και όλοι, όλα έτρεχαν ξαφνικά. Από εκεί που η ταινία της ζωής ήταν αργόσυρτη… Μέχρι και η Δικτατορία σχεδόν σάπισε…«Εδώ Πολυτεχνείο». Κι εμείς κατοικούσαμε επί της Λεωφόρου Αλεξάνδρας απέναντι ακριβώς από το πάρκο.
Στρατηγικό σημείο για «Εκείνη τη νύχτα». Τη νύχτα του Πολυτεχνείου. Να βλέπουμε την κλούβα απέναντί μας. Τους ελεύθερους σκοπευτές στις ταράτσες. «Κατεβάστε γρήγορα τα ρολά». Τα κατεβάζαμε. Αφηνα και χαραμάδα. Ανέβαινα στο σκαμπό. «Ωχ κάποιον έβαλαν μέσα. Τι θα του κάνουν;». Συσκότιση, τανκ. «Αύριο δεν έχετε σχολείο». Μπράβο! Να μου ζήσεις Πολυτεχνείο! Όταν είσαι 13 ετών πανηγυρίζεις και γι΄άλλα. Κόσμος κάτω από το μπαλκόνι, φοιτητές, οικοδόμοι, δακρυγόνα. Ο Μιχάλης, το βλέμμα του, το κλείσιμο του ματιού του. Κόσμος! «Πετάξτε κραγιόν και λεμόνια». Μα τι το θέλουν το κραγιόν; Εμεινα με την απορία. Το κραγιόν της μάνας μου που πέταξα ήταν κόκκινο.
Στο επόμενο κεφάλαιο ιστορίας ο κόσμος βάφτηκε όλος κόκκινος. Πήρε το κόκκινο εκδίκηση. Οπως κάθε τι που φιμώνεις. Κι άρχισε η παραγωγή ηρώων. Ολοι αίφνης αντιστασιακοί. 24ωρης βάρδιας η παραγωγή ηρώων. Κι ανάμεσα στους τόσους… Αντε να ξεχωρίσεις τους αληθινούς από τους αρουραίους, άκουσα και το όνομα του συμμαθητή μου. Είδα στην τηλεόραση, πρώτη φορά, τον πατέρα του! Αυτόν που έλειπε. Ήρωα, τον αποκαλούσαν. Σε εκείνα τα κατάμεστα στάδια που δονούνταν η ατμόσφαιρα από πάθος και τραγούδια του Μίκη «Ήμασταν δυο, ήμασταν τρεις, ήμασταν χίλιοι δεκατρείς» και σηκώναμε γροθιές στον αέρα και χειροκροτούσαμε τον Ρίτσο και μας μάτωνε ο Ξυλούρης «Και να αδελφέ μου που μάθαμε να κουβεντιάζουμε ήσυχα, ήσυχα, ήσυχα κι απλά. Καταλαβαινόμαστε τώρα δε χρειάζονται περσότερα» και βουρκώναμε με την απαγγελία του Κατράκη και ‘γω τέρμα ερωτευμένη, του θανατά!
Ολοι ερωτευμένοι ήμασταν. Τόσο πάθος, λες και έπρεπε, για να μας βρίσκεται! Πάθος και αμπέχονο. Σε εκείνα τα στάδια λοιπόν, πρόφεραν με δέος μόνο μερικά ονόματα αντιστασιακών. Παναγούλης, συγκλονιστική μορφή! Μουστακλής, Μήνης. Ομως εκτός σταδίων, ο κατάλογος δεν έκλεινε με τίποτα. Κόσμος και ντουνιάς έβλεπε φως αποκατάστασης και τρούπωνε. Αν όσοι δήλωσαν αντιστασιακοί υπήρξαν όντως, τότε η Χούντα έπρεπε να είχε πέσει στον χρόνο επάνω. Δεν βαριέσαι!..
Μην πολυλογώ, πέρασαν τα χρόνια, έγινα μέχρι και γιαγιά. Τον συμμαθητή μου δεν τον συνάντησα ποτέ. Άλλαξα και ένα σωρό σχολεία. Μέχρι που κάποια στιγμή, για ένα κείμενο έπρεπε να μελετήσω την επίσκεψη του Σπύρου Αγκνιου στην Ελλάδα, του 1971. Ποιος ήταν ο Σπύρος Αγκνιου; Έλληνας, αντιπρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτείων της Αμερικής επί προεδρίας Ρίτσαρντ Νίξον. Η χώρα μας λοιπόν είχε σημαιοστολιστεί, στο χωριό των προγόνων του είχαν παραταχθεί κοπέλες με τοπικές ενδυμασίες και τέτοια τιμητικά… Και τι μαθαίνω μελετώντας αρχεία; Ότι ο πατέρας του συμμαθητή μου, είχε τοποθετήσει βόμβα κοντά στο αεροδρόμιο του Ελληνικού για την άφιξη του, συνειδησιακά καθοδηγούμενος από τον απόλυτο αντιαμερικανισμό της τότε εποχής.
Εκπληκτη, τόσα χρόνια μετά συνειδητοποίησα, ότι έχοντας αφομοιώσει το «Ήρωας», δεν είχα αναζητήσει ποτέ να μάθω την ηρωική του πράξη. Ένας άνθρωπος που βασανίστηκε, φυλακίστηκε, έφτυσε αίμα και σίγουρα στέρησε από την οικογένειά του την παρουσία του. Φαντάσου να είχε εκραγεί η βόμβα! Με μιας έφερα στο μυαλό μου τα μάτια του συμμαθητή μου. Ενα ερώτημα, βουτηγμένο σε ένα γκρι μελαγχολίας, βουρλίζει έκτοτε το μυαλό μου…. Αξιζε όλο αυτό; Τι διάολο χρόνια ζήσαμε! Τι εμμονές. Τι εχθρούς στήνανε! Σε τι στρατόπεδα χωριστήκαμε! Τι παρωπίδες! Τις βγάλαμε ποτέ;