Στον «Ερρίκο Δ’» ο Φάλσταφ (αριστερά) καυχιέται για τον άθλιο, τουλάχιστον εμφανισιακά, στρατό του | Creative Protagon/Reuters
Απόψεις

Τι είδε ο Σαίξπηρ πολύ πριν από τον Ζελένσκι

Οπως το φαγητό, η καλοπέραση και το σεξ κάνουν πόλεμο στον θάνατο, έτσι και στην Ουκρανία η διαφθορά κάποιων δεν αναδεικνύει μόνο την νοσηρότητα του κρατικού μηχανισμού αλλά μπορεί να σπείρει αμφιβολίες για το νόημα του ηρωικού θανάτου
Αννα Αθανασιάδου

Η πρόσφατη κίνηση του προέδρου Ζελένσκι να αποπέμψει τους επικεφαλής στρατολόγησης στην χώρα του για διαφθορά (βλ. protagon) φαντάζει σαν παραφωνία στο μέσο της ουκρανικής αντεπίθεσης κατά των Ρώσων. Κάτι ενοχλητικά αντιφατικό αναδύεται από αυτό το τιμωρητικό γεγονός, που χαλά την διεθνώς πολυεπαινεμένη ομοφωνία και τον αδιαπραγμάτευτο ηρωισμό των αντιστεκόμενων Ουκρανών. Κάποιοι αδίστακτοι αξιωματούχοι εκμεταλλεύτηκαν οικονομικά την ανθρώπινη επιθυμία μερικών  μάχιμων ανδρών να αποφύγουν την ολέθρια σύγκρουση. Οι τελευταίοι εξαγόρασαν με χρήμα την επικίνδυνη θέση τους σε επισφαλή σημεία του μετώπου, για να προστατευτούν τοποθετημένοι σε ευνοημένες και ασφαλείς θέσεις. 

Αυτή η αντίφαση αποδυναμώνει σε κάποιο βαθμό την τραγωδία του πολέμου. Ο θάνατος των γενναίων δείχνει υπερβολικός, κάτι σαν παροξυσμός υπερ-ηρώων μπροστά στο βόλεμα των σκεπτικιστών και κυνικών. Οπως το φαγητό, η καλοπέραση και το σεξ κάνουν πόλεμο στον θάνατο, έτσι και στην Ουκρανία η διαφθορά κάποιων δεν αναδεικνύει μόνο την νοσηρότητα του κρατικού μηχανισμού αλλά μπορεί να σπείρει αμφιβολίες για το νόημα του ηρωικού θανάτου. Μήπως οι γενναίοι και ατρόμητοι που εφορμούν μέσα σε ένα είδος θανατερής έκστασης στις πρώτες γραμμές είναι στην πραγματικότητα  αφελείς και εύπιστοι, που πετάνε μέσα στα ναρκοπέδια  απερίσκεπτα τις πολύτιμες τις ζωές τους, όταν κάποιοι καλοπερασάκηδες  εξαγοράζουν την θητεία τους όπως – όπως και κάνουν ότι μπορούν για να διασώσουν το πετσί τους;

Τέτοιες αμφιβολίες και ερωτήματα επανέρχονται σαν ύπουλα μοτίβα που κατατρώνε τα εμβληματικά σύμβολα της τιμής και της γενναιότητας υπέρ της πατρίδας επάνω στον σαθρό πια καμβά της ανθρώπινης ηθικής, πολύ πιο τρωτής στην απόλυτα σχετικιστική εποχή μας. 

Ωστόσο δεν πρόκειται για κάτι καινούργιο. 

Ας ακούσουμε μια φωνή από το παρελθόν που διατυπώνει το ίδιο ζήτημα κάπως πιο ποιητικά: «Αν δεν ντρέπομαι για τους στρατιώτες μου, είμαι μεγάλος κοπρίτης! Απ’ τα λεφτά που μου ‘δωσε ο βασιλιάς για να στρατολογήσω κόσμο με το ζόρι, έχω φάει τα πιο πολλά. Για εκατόν πενήντα που στρατολόγησα πήρα πάνω από τριακόσιες τόσες λίρες. ..Στρατολόγησα με το έτσι θέλω απόλεμους, μαμμόθρεφτους, με καρδιά μικρότερη από το κεφάλι της καρφίτσας, δηλαδή όλους αυτούς που θα πληρώνανε καλά για ν’ αποφύγουνε την στράτευση! Και μείνανε στον λόχο μου κάτι απομεινάρια: απόμαχοι λοχίες, δεκανείς, βοηθητικοί στρατιώτες… Όλο κάτι τέτοιους πήρα για να συμπληρώσω τις θέσεις εκείνων που εξαγόρασαν τις θητείες τους».

Όχι δεν πρόκειται για κάποιον διεφθαρμένο ουκρανό στρατολόγο που θα προκαλούσε την οργή του Ζελένσκι, αλλά για τον σερ Τζον Φάλσταφ. Στον κυνικό μονόλογό του στο σαιξπηρικό αριστούργημα «Ερρίκος Δ’» ο (αντι)ήρωάς μας καυχιέται για τον άθλιο, τουλάχιστον εμφανισιακά, στρατό του, τον οποίο συγκέντρωσε με παρόμοιες διεφθαρμένες μεθόδους προσαρμοσμένες βέβαια στην ελισαβετιανή οικονομία. Όταν ο διάδοχος του θρόνου, πρίγκιπας Χαλ, απορεί με την εξαθλιωμένη εικόνα των επίστρατων, ο Φάλσταφ τον καθησυχάζει ως εξής: «…Είναι ό,τι καλύτερο για σκότωμα, εξαιρετικός στόχος για τα κανόνια, εξαιρετικός στόχος! Για να γεμίσουν με τα πτώματά τους ένα λάκκο ως απάνω είναι οι καλύτεροι – ε βέβαια  φίλε μου, θνητοί, θνητοί!».

Πολλά έχουν αλλάξει βέβαια από την εποχή του Σαίξπηρ στον τρόπο διεξαγωγής του πολέμου και επιστράτευσης. Στο συγκεκριμένοι όμως ιστορικό έργο του γίνεται ευδιάκριτος αυτός ο κυνικός σκεπτικισμός σχετικά με το νόημα της «τιμής» και της αυτοθυσίας, σε συνδυασμό με τον τυχοδιωκτισμό, όπως αυτόν των αδίστακτων υπεύθυνων στρατολογίας.

Θα προσθέσουμε όμως, ότι ο Σαίξπηρ προχωράει πιο πέρα. Βασισμένος στην Αριστοτελική ηθική, όπως αυτή προβάλλεται από τα «Ηθικά Νικομάχεια», ο Σαίξπηρ συνθέτει αμφιλεγόμενους ήρωες, που ταλαντεύονται αυτοκαταστροφικά  στα δύο άκρα. Αυτοί οι ακραίοι αλλά και εξαιρετικά τρωτοί χαρακτήρες  ενσαρκώνουν την υπερβολή στις δύο διαστάσεις της, δηλαδή την απερίσκεπτη γενναιότητα, στο ένα άκρο και την έλλειψή της, δηλαδή το ξεπούλημα του συλλογικού για το προσωπικό όφελος και τον ιδιοτελή κυνισμό.

Αυτά δύο άκρα καθιστούν έντονα αισθητή την ανάγκη μιας θεμελιακής δημόσιας αρετής, της αυτοσυγκράτησης, η οποία, ακόμα και σε συνθήκες πολέμου μπορεί να διατηρεί την ισορροπία μέσα από τον σεβασμό για την ανθρώπινη ζωή αλλά και το ξεπέρασμα του στενού ατομικού συμφέροντος.