Ο πρώην Πρωθυπουργός σχολίασε με άρθρο του στα ΝΕΑ (28-11-2020) την έκθεση Πισσαρίδη. Επέλεξε να προσεγγίσει το φάσμα της οικονομικής πολιτικής από τις επενδύσεις, την οργάνωση της παραγωγής και την αγορά εργασίας ως τη διαχείριση του χρέους και του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών. Προβαίνει σε μια σημαντική πολιτική παρατήρηση πως η έκθεση είναι συμβατή με «….τις γενικότερα αποδεκτές και ευρύτερα εφαρμοζόμενες στις χώρες της Ένωσης αρχές οικονομικής πολιτικής» και πως «….πρέπει να αναπτυχθεί στις συνθήκες του χώρου στον οποίο ανήκει τόσο πολιτικά όσο και οικονομικά». Συνεχίζει: «Εκείνο το οποίο οφείλει να επιδιώξει είναι η όποια οργάνωση της οικονομίας να συνεισφέρει σημαντικά στη βελτίωση του επιπέδου ζωής των εργαζομένων και στη δικαιότερη κατανομή του παραγόμενου πλούτου». Το ποιος οφείλει δεν προσδιορίζεται, συνειρμικά εικάζω η Ελλάδα. Στο σημείο αυτό αρχίζουν να τελειώνουν τα εύκολα , που ολοκληρώνονται με την αξιολόγηση της έκθεσης ως «αξιόλογης βάσης» και «σημαντικού βήματος».
Δεν μας είναι άγνωστο ότι ο Κώστας Σημίτης είναι ο κορυφαίος τυπικός Έλληνας-Ευρωπαίος Σοσιαλδημοκράτης που προσπάθησε κατά το δυνατόν να προσαρμόσει τη χώρα του στην κανονικότητα του ευρωπαϊκού πυρήνα, εκείνου που ενσωμάτωσε τις προοδευτικές πολιτικές των δεκαετιών 1950-1970 και την εκσυγχρονιστική προσαρμογή του 1990.
Η συσσώρευση των κρίσεων από το 2008 ως τώρα αναγκάζει τον Πρώτο (Δυτικό) Κόσμο να ανακαλέσει σημαντικά στοιχεία των πολιτικών του New Deal, των κεϊνσιανικών προτάσεων και της εφαρμοσμένης πολιτικής της ευρωπαϊκής μη-κομμουνιστικής Αριστεράς. Την τάση αυτή εκφράζει και η Έκθεση Πισσαρίδη. Ο Σημίτης συμφωνεί και επικροτεί.
Σε ένα άρθρο δεν χωρούν όλα όσα περιέχονται σε 242 σελίδες. Αντιπαρέρχομαι ότι δεν προσεγγίζει τις, ενίοτε, σκληρές διαπιστώσεις της έκθεσης για τη Διοίκηση, τη Δικαιοσύνη , την Εκπαίδευση, την Υγεία και την Ασφάλιση. Πεδία που απαιτούν άμεσες αλλαγές για να απελευθερώσουν την οικονομία και να αναδιοργανώσουν την κοινωνία. Θέλω να σταθώ στο ότι η Έκθεση είναι ένα περισσότερο ακαδημαϊκό, παρά πολιτικό, position paper, δηλαδή ένα κείμενο απόψεων που έχει στόχο να πείσει το εν δυνάμει κοινό του ότι αξίζει να διαβαστεί. Το θεωρώ, ως τέτοιο, αξιόλογο και εύχομαι να γίνει περισσότερη συζήτηση και να έχει σημαντικότερη επίδραση από την εντελώς αντίστοιχη μελέτη McKinsey του 2012.
Οι προτάσεις της Έκθεσης, σε άλλους τομείς εκτενείς, σε άλλους περιορισμένες είναι επιγραμματικές. Δεν συνιστούν ολοκληρωμένο σχέδιο και βεβαίως δεν διακρίνεται καμιά προσέγγιση πολιτικής μεθόδου να μετασχηματιστούν σε πρόγραμμα εφαρμογής. Εδώ αρχίζουν τα δύσκολα.
Πριν συνεχίσω παραθέτω ένα ιστορικό ανέκδοτο, όπως αυτήκοος άκουσα να διηγείται ο αείμνηστος Αδαμάντιος Πεπελάσης. Στο τέλος Φεβρουαρίου του 1961, ο Ανδρέας Παπανδρέου συναντήθηκε για πρώτη φορά με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, με αφορμή την ανάληψη της διεύθυνσης του ΚΕΠΕ. Την ώρα που έμπαινε στο πρωθυπουργικό γραφείο ο Ανδρέας , έβγαινε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, καθηγητής Ξενοφών Ζολώτας. Αφού χαιρετήθηκαν, ο Καραμανλής είπε στον Παπανδρέου: «Βλέπεις αυτό το χαρτί;». Και του έδειξε τον κάλαθο των αχρήστων που περιείχε ένα τσαλακωμένο χαρτί. «Είναι μια πρόταση του Ζολώτα». Ο Ανδρέας είπε στον Αδαμάντιο, πως θεωρούσε ότι ο Καραμανλής ήθελε να του δείξει τη μικρή εκτίμηση που είχε για τους καθηγητές.
Επανέρχομαι. Από όσα κατά διαστήματα γράφει σε άρθρα ή όσες λίγες δηλώσεις έχει κάνει πρόσφατα ο Κώστας Σημίτης συνάγεται εύκολα ότι θεωρεί καλύτερη τη σημερινή κυβέρνηση από την προηγούμενη, όπως και από εκείνη του 2005-2009. Αποφεύγει την ευθεία σύγκριση με τις κυβερνήσεις 2010-2014, αλλά για εκείνες μίλησε αναλυτικά στο βιβλίο του «Υπάρχει λύση;». Βεβαίως, ένας πρώην Πρωθυπουργός και μάλιστα με το δικό του κύρος, δεν μπορεί να μετατρέπεται σε σχολιαστή της Κυβέρνησης. Ούτε, όμως και της Αντιπολίτευσης. Ομιλεί στο τέλος ή μετά από αυτό. Μπορεί, όμως, «να ρίξει ένα τροχιοδεικτικό», όπως έκανε το 2008 για την επερχόμενη δημοσιονομική κρίση ή, το 2019, για την επαπειλούμενη περιφερειακή κρίση στην Ανατολική Μεσόγειο από τον τουρκικό αναθεωρητισμό.
Εν προκειμένω να αναφερθεί στα πολιτικά χαρακτηριστικά ή έστω να υπαινιχθεί με βάση τα «πιστεύω» του τις πολιτικές προϋποθέσεις ενός μεταρρυθμιστικού σχεδίου και ενός προγράμματος εφαρμογής που μπορεί να καταστήσει την Ελλάδα σύγχρονη και ισχυρή, έχοντας διαμορφώσει μια νέα ρωμαλέα μεσαία τάξη και δημιουργήσει συνθήκες ανάπτυξης που θα επιτρέπουν την ευημερία των εργαζόμενων. Ως εδώ μπορεί να φτάσει για να προστατεύσει το έργο και την υστεροφημία του ένας πρώην, όσο παρεμβατικός αν θέλει να είναι, όσο Μεγάλος και αν είναι.
Στη χώρα δημιουργείται μια παράδοση, κάθε δεκαετία που δεν έχουμε πολιτική, να φτιάχνουμε μιαν έκθεση. Το 1990 του αείμνηστου Αγγελόπουλου, το 2012 της McKinsey, το 2020 του Πισσαρίδη. Το ‘70 είχαμε Καραμανλή, το ‘80 Παπανδρέου και το 2000 Σημίτη.
Μας λείπει το όραμα και οι νέες μεγάλες ιδέες, οι κατάλληλοι πολιτικοί φορείς και η ηγεσία που θα προετοιμάζει το μέλλον. Μια ηγεσία που δεν θα έχει κάποια από τις κόπιες των μεγάλων παλαιών που διαμόρφωσαν την μεταπολεμική Ελλάδα, αλλά την στόφα τους.