Απόψεις

Τι ακριβώς θέλει τελικά ο Καραμανλής;

Γιατί μετά από καιρό χαρακτηριστικής πολιτικής αφωνίας ο πρώην Πρωθυπουργός επέλεξε να μιλήσει στην πιο δύσκολη στιγμή της κυβέρνησης Μητσοτάκη και της ΝΔ; Προσφέρει μια ευκαιρία για κάθαρση και αναβάπτιση της παρούσας κυβέρνησης ή όλα αυτά κρύβουν μια υστεροβουλία για ένα αξίωμα από μια κυβέρνηση άλλου τύπου;
Αλέκος Παπαναστασίου

Ο πρώην Πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής μιλάει σπάνια –η αφωνία του εδώ και 13 χρόνια, από τότε που ηττήθηκε το 2009, παρέδωσε την πρωθυπουργία και αρκέστηκε στην εγγυημένη βουλευτική έδρα είναι ένα αγαπημένο πολιτικό ανέκδοτο. Ομως το βράδυ της Τετάρτης επέλεξε να μιλήσει – και επέλεξε την πιο δύσκολη στιγμή του Κυριάκου Μητσοτάκη για να τοποθετηθεί ουσιαστικά εναντίον του για το όντως πολύ σοβαρό θέμα των υποκλοπών από την εποπτευόμενη από το Μέγαρο Μαξίμου, Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών. Στην πολιτική το timing είναι το παν και η ομιλία του κ. Καραμανλή στα Ανώγεια –σε μια τελετή μνήμης για τον μακαρίτη Γιάννη Κεφαλογιάννη– είχε ως αποτέλεσμα να αποτυπωθεί σε πανηγυρικά όσο και χαιρέκακα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων που αντιπολιτεύονται τη ΝΔ, δηλαδή το κόμμα και του κ. Μητσοτάκη αλλά και του κ. Καραμανλή. Οι πρωτοσέλιδοι τίτλοι σε «Εφ. Συν.», «Αυγή», «Δημοκρατία» ήταν πιο τονισμένοι ακόμα και από τις περιπτώσεις που στο παρελθόν ο κ. Καραμανλής είχε εκφραστεί θετικά για τον Αλέξη Τσίπρα.

Στην ομιλία του στα Ανώγεια της Κρήτης, ο κ. Καραμανλής ζήτησε κάθαρση για την υπόθεση των υποκλοπών, σημειώνοντας ότι «δεν επιτρέπεται, ούτε αντέχεται να μείνουν σκιές ιοβόλες για την δημοκρατική ομαλότητα». Η πιο αιχμηρή του αναφορά ήταν γενική, και με δεδομένο ότι ο κ. Μητσοτάκης είπε ότι δεν γνώριζε την παρακολούθηση του κ. Ανδρουλάκη έχει ενδιαφέρον. Η αναφορά ήταν η εξής: «Το να προκλήθηκαν τα γεγονότα αυτά από κυβερνητική πρωτοβουλία είναι εκτός από αντιδημοκρατικό και παράνομο, τόσο πέρα από κάθε όριο νοσηρής φαντασίας και πολιτικής ανοησίας που είναι αδιανόητο». Και αξιοποιήθηκε από όσους ενστερνίζονται την οπτική του κ. Τσίπρα, ότι ο κ. Μητσοτάκης όχι μόνο γνώριζε αλλά και διέταξε την παρακολούθηση του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ. 

Για το πώς σε πρακτικό επίπεδο μπορούμε να μάθουμε τι συνέβη, και «να ξεκαθαριστεί ποιοι και με ποια  δικαιολογία ζήτησαν κάτι τέτοιο», ο κ. Καραμανλής είπε εμμέσως ότι πρέπει να σπάσει το απόρρητο. «Η επίκληση του απορρήτου σε τέτοιες περιπτώσεις υποτάσσεται στην ανάγκη κάθαρσης του δημόσιου βίου» σημείωσε ο πρώην Πρωθυπουργός, ερχόμενος σε ευθεία αντίθεση με τη γραμμή της κυβέρνησης που μέσω πηγών σημείωνε στη συνέχεια την «ανάγκη να δοθούν πλήρεις απαντήσεις, με σεβασμό των προβλέψεων του νόμου για το απόρρητο»

Το ερώτημα τι επιδιώκει ο κ. Καραμανλής με αυτή του την παρέμβαση μπορεί κανείς να το προσεγγίσει μόνο εξετάζοντας τα συμφραζόμενα:

Επιδιώκει ένα άνοιγμα προς το κεντροαριστερό κοινό ως υποθήκη για τη διαδοχή της Κατερίνας Σακελλαροπούλου στην Προεδρία της Δημοκρατίας; Παρότι η υπόθεση των υποκλοπών αφορά την Κεντροαριστερά και τον αρχηγό του κόμματος που την εκπροσωπεί, οι γέφυρες προς αυτό τον χώρο είναι μια υπόθεση πολύ πιο δύσκολη από την προσέγγιση με τον χώρο του ΣΥΡΙΖΑ. Βασικό ζήτημα είναι το γεγονός ότι το ΠΑΣΟΚ κατηγορούσε και κατηγορεί τον κ. Καραμανλή για τη χρεοκοπία της χώρας και την περίοδο των αθρόων διορισμών από τον τέως Πρόεδρο της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλο. Σε αντίθεση με τον ΣΥΡΙΖΑ δηλαδή, που πήρε στο κυνήγι τον πρώην πρόεδρο της ΕΛΣΤΑΤ Ανδρέα Γεωργίου για να του φορτώσει την ιστορία, και κατέκτησε την εξουσία αξιοποιώντας τη θεωρία συνωμοσίας ότι το μνημόνιο έφερε την κρίση, ο χώρος της Κεντροαριστεράς δεν φαίνεται πρόθυμος να «αγοράσει» αυτές τις θεωρίες. Μάλλον τον απωθούν. 

Επιδιώκει την κάθαρση και τη στήριξη της κυβέρνησης για να βγει από τη δύσκολη θέση ο κ. Μητσοτάκης; Εδώ τα μηνύματα είναι αντικρουόμενα. Αν εξετάσει κανείς την επιχειρηματολογία όσων προηγήθηκαν της ομιλίας του, όπως ο κ. Παυλόπουλος και σε κάποιο βαθμό ο Θόδωρος Ρουσόπουλος, τα μηνύματα είναι επιθετικά προς τον κ. Μητσοτάκη. Και το αίτημα για το «απόρρητο» προβληματικό και ασυμβίβαστο με όσα λέει η κυβέρνηση. Βέβαια, ως πρώην Πρωθυπουργός, ο κ. Καραμανλής γνωρίζει ασφαλώς τι εστί ΕΥΠ, και για ποιους λόγους τηρείται το απόρρητο. Ενώ σε ό,τι αφορά τις επιλογές προσώπων, κάποιοι θυμίζουν ότι διάλεξε για επικεφαλής της ΕΥΠ τον Ιωάννη Κοραντή, ο οποίος τελικά το 2009 εξελέγη βουλευτής του Καρατζαφέρη ως επικεφαλής του ψηφοδελτίου Επικρατείας στο ΛΑΟΣ, και βεβαίως τον γνωστό και μη εξαιρετέο Δημήτρη Παπαγγελόπουλο που έγινε στη συνέχεια υπουργός των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και ως γνωστόν έχει πια παραπεμφθεί στο Ειδικό Δικαστήριο. 

Επιδιώκει ο κ. Καραμανλής την πτώση της κυβέρνησης Μητσοτάκη με το βλέμμα σε μια μετεκολογική κυβέρνηση συνεργασίας; Αυτό είναι το πιο τραβηγμένο ερώτημα που διατυπώνεται από ορισμένους κύκλους καθώς μπαίνει στα χωράφια μιας θεωρίας συνωμοσίας που περνάει από κανάλια, ισχυρούς επιχειρηματίες (που είθισται να προτιμούν κυβερνήσεις συνεργασίας) και άλλα τινά. Είναι γεγονός ότι ο κ. Μητσοτάκης μίλησε για Πούτιν και Ερντογάν (που προφανώς δεν τον θέλουν Πρωθυπουργό), αλλά κανένας από το κυβερνητικό στρατόπεδο, ούτε ανέφερε ούτε υπενόησε κάτι για τον κ. Καραμανλή, πριν ή μετά την ομιλία του στα Ανώγεια. Και δεν ειπώθηκε κάτι τέτοιο γιατί στερείται λογικής. Πρώτον, διότι η στάση του κ. Καραμανλή ήταν πάντοτε θεσμική και, δεύτερον, γιατί το σενάριο μιας κυβέρνησης ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ με Πρωθυπουργό τον κ. Καραμανλή που διακίνησαν κάποιοι ανήκει στην επιστημονική φαντασία. Οπως και τα βιαστικά συμπεράσματα ότι ο κ. Καραμανλής έδωσε τάχα το «δαχτυλίδι» στην… Ολγα Κεφαλογιάννη για να διαδεχθεί τον κ. Μητσοτάκη, μιλώντας σε εκδήλωση για τον πατέρα της στα Ανώγεια.  

Απάντηση λοιπόν δεν υπάρχει, παρότι πολλοί παρατηρητές έσπευσαν να υπογραμμίσουν ότι ο κ. Καραμανλής διάλεξε να «χτυπήσει» τον κ. Μητσοτάκη στην πιο δύσκολη στιγμή του σε μια ομιλία όπου δεν αναμενόταν τέτοια αναφορά. Προσωπικά και συναισθηματικά σχόλια ανέμεναν και στην κυβέρνηση, κυρίως για τον Γιάννη Κεφαλογιάννη που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην πολιτική καριέρα του κ. Καραμανλή καθώς ήταν εκείνος που τον είχε προτείνει «από το πουθενά» το 1997 για την προεδρία της γαλάζιας παράταξης. 

Η παρέμβαση έσκασε σαν «βόμβα» και προκάλεσε ερωτήματα. Η επόμενη μέρα έφερε ενδείξεις εκτόνωσης, με την κυβέρνηση -μέσω του Γιάννη Οικονόμου και του Ακη Σκέρτσου- να λέει ότι συμφωνεί με όσα δήλωσε ο κ. Καραμανλής για τις παρακολουθήσεις και συνεργάτες του πρώην Πρωθυπουργού να λένε «διαβάστε προσεκτικά την ομιλία του» και ότι «δεν αφήνει αιχμές κατά της κυβέρνησης». Ωστόσο, τα ερωτήματα παραμένουν.