Τις τελευταίες μέρες ξεσπώ στους οδηγούς ταξί. Σε κάποιους, τέλος πάντων, από αυτούς. Που σαν να μην πέρασε μια μέρα, επιδίδονται με νέα μανία και ασίγαστο ζήλο στις προπανδημικές και στις προμνημονιακές γαϊδουριές τους: τα «προς τα πού πας;», «όχι, δεν μπορώ να σε πάρω, κλείνω τώρα, μόνο αν πηγαίνεις προς Καλλιθέα», «Να πάρουμε και τον κύριο, αν είναι στον δρόμο μας;» κ.ο.κ. Το κυκλοφοριακό χάος δεν βοηθάει. Αν δεν ήταν οι μάσκες, θα ήμουν σχεδόν βέβαιη ότι έχουμε επιστρέψει στο 1993.
Εξ όσων ακούω, η οργή των (ελληνικών) δρόμων έχει επανέλθει δριμύτερη. Ειδικός της ψυχικής υγείας, γύρω στα 65, μιλούσε προ ημερών για τα μπινελίκια που εισπράττει ανελλιπώς τον τελευταίο καιρό, όταν παίρνει το αυτοκίνητο να πάει στη δουλειά του: «Προχθές κάποιος με έβρισε σκαιά, απλά γιατί δεν του άρεσε που ήμουν στη λωρίδα μου. Είναι σαν να έχουν εξαντληθεί τα αποθέματα της αντοχής και της ανοχής. Ειδικά οι νεαροί είναι πολύ “τεντωμένοι”. Η καθημερινή βία έχει χτυπήσει κόκκινο. Δεν υπάρχουν αναστολές, δεν υπολογίζεται η συνέπεια».
Δεν είναι φυσικά μόνο οι δρόμοι. Ο εθνικός θυμός κοχλάζει (πρόκειται άλλωστε για τo κυρίαρχο αίσθημα στους Ελληνες, χτυπώντας ένα 40%, σύμφωνα με έρευνα της Kapa Research τον περασμένο Φεβρουάριο). «Η χύτρα σκάει με κρότο και λυγμό», όπως συνόψισε αριστοτεχνικά η Φωτεινή Τσαλίκογλου. Τα δε τσεκούρια δίνουν και παίρνουν (κυριολεκτικώς).
Τεράστια και η γκάμα. Θυμός για το ότι εν έτει 2021 υπάρχουν παιδιά που κάνουν μάθημα σε λυόμενες αίθουσες, για την «κωλοτούμπα» του Πετράκου, για τον υπερήλικα που σου κάνει bullying μέσα στο σουπερμάρκετ αποκαλώντας σε «πρόβατο» και για την εμβολιασμένη συνάδελφο που σε αντιμετωπίζει σαν υπάνθρωπο, γιατί φοβάσαι ακόμα να κάνεις το εμβόλιο. Για το καλοκαίρι που δεν κατάφερες να χαλαρώσεις, για τους εκπαιδευτικούς που θέλουν ή δεν θέλουν να αξιολογηθούν, για την αισθητική του αγάλματος της Κάλλας, για τα δύο χρόνια ζωής που πήγαν στράφι.
Pangry και ξερό ψωμί
Μόνο που η συμφορά είναι αυτή τη φορά παγκόσμια, το ίδιο και η οργή. Υπάρχει και νεολογισμός, άλλωστε, για τον θυμό στον καιρό της πανδημίας: «pangry». Pangry μέχρι τα μπούνια ήταν σίγουρα ο θετικός στον κορονοϊό ηλικιωμένος στη Λαμία που πυροβολούσε τις προάλλες τον Θεό.
Η σωσσωρευμένη οργή δι’ ασήμαντον (ή και όχι) αφορμήν εκφράζεται με το ανηλεές shaming, το τρολάρισμα στα social media και με τη βίαιη αποκαθήλωση των ειδώλων (με προεξάρχον το «σύνδρομο Τσιτσιπάς»: Θεός τον Ιούνιο, «ένα βρωμόπαιδο που απλά παίζει καλό τένις» τον Αύγουστο).
Αλλά και με την πρωτοφανή έξαρση της ενδοοικογενειακής βίας. Και με τον σκέτο και απροκάλυπτο ρατσισμό, όπως φανερώνει η νέα επέλαση της Ακροδεξιάς (μπασταρδεμένης με αντιεμβολιαστικές κορόνες) ανά την υδρόγειο. Σύμφωνα με το αμερικανικό Time, τα «περιστατικά μίσους» κατά των αμερικανών ασιατικής καταγωγής (ιδιαίτερα ηλικιωμένων) αυξήθηκαν (στο διάστημα Μάρτιος 2020 – Μάρτιος 2021) κατά 74%.
Της μόδας και τα πογκρόμ κατά συγκεκριμένων κατηγοριών εργαζομένων. Οι εργαζόμενοι στην εστίαση, π.χ., είναι από τα μεγάλα θύματα αυτού του απαυδισμένου όχλου που ύστερα από μήνες κλεισούρας βγαίνει να ξεσκάσει και ξεσπά με απαράδεκτο τρόπο σε όποιον σερβίρει τα ορ ντ’ εβρ σε λάθος πιατάκι ή με λάθος υφάκι.
Ενα 39% των εργαζομένων στην εστίαση που εγκαταλείπουν τη δουλειά προτάσσει ως λόγο την ανησυχία «για την εχθρικότητα και την παρενόχληση από τους πελάτες» (σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα στις ΗΠΑ). Δεν προκαλεί ιδιαίτερη έκπληξη ότι ζευγάρι ιδιοκτητών εστιατορίου στη Μασαχουσέτη το έκλεισαν για μια μέρα, προκειμένου να καταπραΰνουν την πίκρα των εργαζομένων που εισπράττουν σε καθημερινή βάση βρωμόλογα και προσβολές.
Οσο για τους εκπαιδευτικούς, απολαμβάνουν, ως γνωστόν, το δικό τους μερίδιο μένους και διασυρμού. Με θύτες συχνά αμφίβολης διανοητικής ισορροπίας γονείς-αρνητές. Και πάσης φύσεως κωλόπαιδα. Λίαν ενδεικτικό, νομίζω, και το νέο challenge στο ΤikTok: «Slap the teacher» («Χαστούκισε τον δάσκαλο!»).
«Ελπίζω να πεθάνεις»
Οι ίδιοι οι «ήρωες με τις λευκές μπλούζες», τους οποίους βγαίναμε βουρκωμένοι να χειροκροτήσουμε κάθε βράδυ στο μπαλκόνι, βιώνουν τη δική τους οργή. Γιατί τώρα πια βομβαρδίζονται από υβριστικά μηνύματα και μηνύσεις. Το «κυνήγι του ιολόγου» είναι κάτι σαν το γκολφ του πανδημικού κόσμου. Σύμφωνα με τελευταία έρευνα του Nature, 15% των επιστημόνων δηλώνουν ότι έχουν δεχτεί απειλές κατά της ζωής τους.
Αυτό το τελευταίο μού θύμισε μια γυναίκα (συγγενής θύματος του κορονοϊού) που το καλοκαίρι μού μίλησε με απίστευτο μένος για τη γιατρό που ήταν αρμόδια να την ενημερώνει για την κατάσταση του ασθενούς. Την είχε εξοργίσει ότι δεν έβγαινε ποτέ στο τηλέφωνο.
Η (ίσως και δικαιολογημένη) οργή της γυναίκας αυτής ήταν, υποθέτω, το τελευταίο καταφύγιο για το βαρύτατο πένθος της. Υπήρχε όμως κάτι που με τρόμαξε στο βλέμμα της όταν μου είπε: «Ο αδελφός μου δεν θα έρθει πίσω, αλλά θέλω δικαιοσύνη. Δεν θα ησυχάσω, αν αυτή την γιατρό δεν την τελειώσω».
Ο δε Τραμπ πρέπει φέτος να είναι περήφανος. Τα κρούσματα air rage έχουν την τιμητική τους παγκοσμίως, αλλά στις ΗΠΑ του Μπάιντεν η κατάσταση έχει ξεφύγει.
Οι Βίκινγκς που εισέβαλαν στο Καπιτώλιο τον περασμένο Ιανουάριο μοιάζουν με αμούστακα μαθητούδια μπροστά στους οργισμένους επιβάτες που γρονθοκοπούν αεροσυνοδούς και μπουκάρουν στο cockpit (στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, γιατί κάποιος τους υπέδειξε να φορέσουν μάσκα). Τους πρώτους εννέα μήνες του 2021 η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Αεροπλοΐας ερεύνησε 786 επίσημες αναφορές για «απείθαρχους επιβάτες», μόλις τρεις παραπάνω από όσες είχε σε ολόκληρο το διάστημα 2015-2020.
Οι ειδικοί λένε αυτό που όλοι εμείς, οι θυμωμένοι με τους πάντες και τα πάντα, κατά βάθος γνωρίζουμε: η οργή μας δεν είναι παρά ένας τρόπος εκφόρτισης του φόβου μας.
Βγάζεις νεύρα στο «γαϊδούρι το ξέστρωτο», που δεν κρατάει την απόσταση ασφαλείας και που νομίζεις ότι σε άγγιξε στο φαρμακείο, πιθανότατα για να μην καταρρεύσεις. Κορνάρεις με μανία στον ηλικιωμένο, που κάνει μία ώρα να βγει από το αμάξι μπροστά, για να δείξεις ότι εσύ δεν «μασάς». Αφού μπορείς και σιχτιρίζεις, έχεις ακόμα, λίγο-πολύ, τον έλεγχο της κατάστασης.
Μέχρι να κοπάσει ο φόβος, εμείς οι σύγχρονοι «iracondi» (έτσι αποκαλεί τα οργισμένα ανθρώπινα όντα ο Δάντης) θα συνεχίσουμε να κολυμπάμε στα δυσώδη λασπόνερα της Στυγός. Δαγκώνοντας και χτυπώντας ο ένας τον άλλον δι’ ασήμαντον αφορμήν και μέχρι τελικής πτώσεως.