Ο πόλεμος στην Ουκρανία συνεχίζεται, η ακρίβεια εκμηδενίζει εισοδήματα και ακυρώνει προσδοκίες για «καλύτερες ημέρες», στην κυβέρνηση και στην Ευρώπη αρχίζουν και ανησυχούν μήπως προκύψει και πρόβλημα επισιτιστικής κρίσης, ενώ την ίδια στιγμή η Ένωση θυμίζει ότι τα προβλήματά της, ακόμη και σε κρίσιμες περιστάσεις, δεν ξεπερνιούνται τόσο εύκολα. Αυτό το τελευταίο φάνηκε καθαρά στη Σύνοδο Κορυφής της Παρασκευής, όπου αποδείχθηκε πολύ δύσκολο είναι το εγχείρημα μίας κοινής στάσης για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης.
Υπό αυτές τις συνθήκες της βίαιης ανατροπής όλων των δεδομένων, η ελληνική κυβέρνηση βρίσκεται στην τελική ευθεία προς τις εκλογές – λίγο απασχολεί πλέον αν αυτές θα είναι λιγότερο ή περισσότερο πρόωρες.
Όπως έχουν έρθει τα πράγματα, η εκλογική αναμέτρηση θα είναι όμως λίγο πιο σύνθετη από όσο την φαντάζονταν στο Μέγαρο Μαξίμου έως και πριν από μερικές εβδομάδες.
Μετά το εικαζόμενο τέλος της πανδημίας (που δεν έχει έλθει), οι περισσότεροι περίμεναν ότι θα ξεκινούσε μία περίοδος αλματώδους ανάπτυξης, χρήματα από το Ταμείο Ανάκαμψης θα άρχιζαν να ρέουν ορμητικά, τουρίστες θα κατέκλυζαν τη χώρα και θα άφηναν τα δεκάδες δισεκατομμύρια τους, ο Μητσοτάκης θα εδραίωνε το ηγετικό προφίλ του και κάπως έτσι, έπειτα από μία μικρή αναστάτωση λόγω της απλής αναλογικής, θα κερδίζονταν οι εκλογές, με αυτοδυναμία της ΝΔ και με το ΣΥΡΙΖΑ σε μία καθοδική περιδίνηση.
Ο πόλεμος έχει όμως ψιλοστραβώσει αυτό το σενάριο. Κυρίως ως προς μία κρίσιμη παράμετρο: την παγίωση της αβεβαιότητας. Τίποτε πλέον δεν μπορεί να προβλεφθεί, να προεξοφληθεί και να σχεδιαστεί. Κανείς δεν είναι σε θέση να γνωρίζει ποια συνθήκη θα επικρατεί σε ένα μήνα, πόσο μάλλον σε έξι ή σε ένα χρόνο.
Το στοιχείο αυτό, σε συνδυασμό με το σκανδαλώδες του κόστους της ενέργειας – ιδίως της ηλεκτρικής – της ακρίβειας γενικότερα και της ασυδοσίας σε πολλά πεδία (βλ. εξωφρενικές αυξήσεις ενοικίων, ενώ μειώνεται ο ΕΝΦΙΑ), συνθέτουν ένα εκρηκτικό πολιτικοκοινωνικό μείγμα.
Και αυτό απαιτεί μία ριζική αλλαγή πολιτικού προσανατολισμού. Όταν στο Μαξίμου μιλούν για «πολεμική οικονομία», θα πρέπει να προσαρμοστούν σε αυτό ποικιλοτρόπως: από το επίπεδο των αποφάσεων και των ενεργειών, έως τον τρόπο με τον οποίο θα εμφανίζονται δημοσίως τα κυβερνητικά στελέχη και τι θα λένε. «Θέλει αρετήν και τόλμην», που έλεγε και ο Κάλβος.
Ήδη πλησιάζει ο καιρός που σε κανέναν δεν θα λέει τίποτα η μονότονη αναφορά της κυβέρνησης για το πόσα χρήματα έχει δαπανήσει για την αντιμετώπιση της ακρίβειας – όσα και να είναι, μέχρι στιγμής δεν έχουν σχεδόν κανένα αποτέλεσμα και στην ουσία πετιούνται σε ένα βαρέλι δίχως πάτο. Και επιπλέον, κανείς δεν θα ενδιαφέρεται σε λίγο, αν για τις ανατιμήσεις φταίει ο πόλεμος ή η κακή μας η τύχη. Αυτό που βλέπουν όλοι σήμερα, είναι ότι έπειτα από τις επιστρεπτέες… μη επιστρεπτέες προκαταβολές της πανδημίας, οι πόροι εξαντλούνται και δαπανώνται ψίχουλα για την στήριξη των νοικοκυριών.
Όσο περνάει ο καιρός, ολοένα και περισσότεροι θα διαπιστώνουν ότι τα χρήματα τελειώνουν, ότι οι κραυγές των υπουργών στις τηλεοράσεις καμία σχέση δεν έχουν με την πραγματικότητα και ότι η προσδοκία για κάτι καλύτερο μετατρέπεται σε απογοήτευση και ματαιότητα.
Το πολιτικά κρίσιμο ως προς αυτά, είναι ότι όποιος έχει την ευθύνη της διαχείρισης, δηλαδή η κυβέρνηση, κρίνεται στις εκλογές σε δύο πεδία: τα πεπραγμένα της, αλλά κυρίως, τις προσδοκίες που καλλιεργεί για το μέλλον.
Και οι δύο παράμετροι είναι αυτή τη στιγμή εξαιρετικά περίπλοκες.
Μπορεί ο Μητσοτάκης να πείθει για τις ηγετικές του ικανότητες και να έχει συντριπτικό προβάδισμα έναντι του Τσίπρα, όμως όταν έλθει η ώρα της κάλπης, θα πρέπει να έχει να αναδείξει κάτι περισσότερο από την ανικανότητα και την ανεπάρκεια του ΣΥΡΙΖΑ.