Οι «θεατές-γαϊδούρια» δεν είναι καινούργια υπόθεση. Ενας φίλος μού εξομολογήθηκε την ιστορία με μια μαινόμενη Αλίκη Βουγιουκλάκη να δείχνει από σκηνής τον πατέρα του και τον θείο που κοιμόντουσαν μπροστά μπροστά τον ύπνο του δικαίου και να λέει: «Εσύ και εσύ, έξω». Αυτή η «γατούλα» έβγαζε νυχάρες. Χωρίς καμία αντίρρηση, οι δυο άνδρες σηκώθηκαν και εξήλθαν του θεάτρου.
Μεταπανδημικώς, όμως, φαίνεται ότι η κατάσταση έχει εξέλθει των ορίων. Mόλις προ ημερών, ο βρετανός ηθοποιός Αντριου Σκοτ (γνωστός από το «Fleabag» και το «Sherlock») περιέγραψε πώς αναγκάστηκε να διακόψει τον μονόλογο του «Αμλετ» εξαιτίας ενός θεατή που ακριβώς πάνω στο «Να ζει κανείς ή να μη ζει;» άνοιξε το λάπτοπ να στείλει ο άνθρωπος ένα μέιλ. Μέχρι σήμερα δεν θα είχε πάρει χαμπάρι ότι η παράσταση είχε σταματήσει εξαιτίας του αν δεν τον σκουντούσε, άκρως θορυβημένη, η διπλανή του κυρία.
Από όλα έχει πλέον ο μπαξές σε θεάτρα, κινηματογράφους και άλλους χώρους πολιτισμού. Κινητά που χτυπούν (στη «Φόνισσα» στο «Αθήναιον» μέτρησα πέντε) ή ανάβουν ανά πεντάλεπτο για τσέκαρισμα της ώρας και του feed. Λαθραία βιντεοσκόπηση παρά τις ηχογραφημένες προειδοποιήσεις πριν την έναρξη. Θεατές που φθάνουν στο θέατρο με μισή ώρα καθυστέρηση και που αντί να «τρώνε πόρτα», βρίσκουν με το πάσο τους τη θέση τους και μετά ανοίγουν την τσάντα τους και ανασκαλεύουν τον πάτο της για να βρουν εκείνη την ξεχασμένη καραμέλα, την οποία θα ανοίξουν ηδυπαθώς, «κριτς, κριτς κριτς», σε κάποια παύση του έργου.
Η τεχνολογία σιγοντάρει ή, αν μη τι άλλο, δεν βοηθάει την κατάσταση. Ενδεικτικό το «σύνδρομο του ξυπνητηριού» (για όσους δεν το γνωρίζουν, το προγραμματισμένο ξυπνητήρι στο κινητό θα χτυπήσει ακόμα και αν η συσκευή είναι στο «αθόρυβο»). Ενδεικτικό το πάθημα μιας θεατρόφιλης που μου έλεγε ότι σε παράσταση σε μικρό, «ψαγμένο» αθηναϊκό θέατρο άρχισε να βαράει το ξυπνητήρι της λίγο πριν την έναρξη του πιο κρίσιμου μονολόγου του έργου (το είχε ρυθμίσει ως υπενθύμιση για κάποια φαρμακευτική αγωγή).
«Από τον πανικό μου, αντί να ανοίξω την τσάντα και να το κλείσω, κάθισα πάνω στην τσάντα, περιμένοντας να σταματήσει. Ελα όμως που δεν σταματούσε. Αναγκάστηκα να σηκωθώ, να διασχίσω ολόκληρη την αίθουσα και να περάσω ακριβώς μπροστά από τη σκηνή. Βγήκα έξω και είπα τον πόνο μου στους εργαζομένους του κυλικείου, που γελούσαν μέχρι δακρύων».
Φέρε λίγα πατατάκια
Μια εξήγηση είναι ότι οι θεατές τείνουν πλέον να βλέπουν το θέατρο ή την κινηματογραφική αίθουσα σαν προέκταση του σαλονιού τους. «Συμπεριφέρονται σαν να μην τους βλέπουμε. Σα να μην είμαστε ζωντανοί», μου λέει ηθοποιός που συμμετέχει σε sold-out αθηναϊκή παράσταση. «Συχνά, δε, σχολιάζουν μεγαλοφώνως “A, αυτός τελικά τα έχει φτιάξει με την άλλη”, όπως κάνει η ηλικιωμένη μάνα μου στο σπίτι όταν βλέπει τον “Σασμό”».
Ο ίδιος βρέθηκε προ καιρού αντιμέτωπος από σκηνής με δύο νεαρές στην πρώτη σειρά που μέχρι το διάλειμμα κατανάλωναν ηχηρώς τσιπς, ενώ στο δεύτερο μέρος επέλεξαν κρασί και σοκολατένια πουράκια. Οταν κατάφερε να κάνει οργισμένος eye contact με τη μία εξ αυτών, εκείνη αρκέστηκε σε μια σκαμπρόζικη, λίγο απολογητική γκριμάτσα και συνέχισε να μασουλάει.
«Να δεις πώς κάθονται στην πρώτη σειρά», μου έλεγε πρόσφατα γνωστή κυρία του ελληνικού θεάτρου και της τηλεόρασης. «Αυτό δεν θα το έβλεπες παλιά. Νομίζουν ότι βλέπουν τηλεόραση ή σινεμά. Επίσης μιλάνε μεταξύ τους, τα νέα ζευγαράκια χαϊδεύονται, σε στυλ “δεν μας βλέπουν”. Και άμα παίζεις κωμωδία, λες εντάξει, είναι κωμωδία. Αλλά μπορεί να παίζεις δράμα…»
Μην γκαρίζεις στο μιούζικαλ
Η απώλεια των «καλών τρόπων» εκ μέρους των θεατή δεν συνιστά ελληνικό προνόμιο. Ακόμα και στην πατρίδα του Σαίξπηρ, οιαδήποτε «etiquette» έχει πάει περίπατο. Μεγάλη πληγή τα μιούζικαλ, στα οποία πολλοί προσέρχονται «τύφλα», σαν να πηγαίνουν σε ροκ συναυλία ή σε αμέρικαν μπαρ. Προ μηνών χρειάστηκε να κληθεί η αστυνομία στο θέατρο «Palace» του Μάντσεστερ, όπου μια έξαλλη γυναίκα που παρακολουθούσε το μιούζικαλ «Τhe Bodyguard» (διασκευή της ομώνυμης ταινίας του 1992) τραγουδούσε πιο δυνατά από τη Μέλοντι Θόρντον, που βρισκόταν πάνω στη σκηνή.
H παράσταση έληξε άδοξα και έκτοτε το θέατρο κοσμούν οργουελικής τεχνοτροπίας αφίσες που προειδοποιούν: «Please, refrain from singing along» («Παρακαλούμε, αποφύγετε να τραγουδήσετε (μαζί με τους καλλιτέχνες)».
Τα δε πυρά του δήθεν φιλότεχνου όχλου πάνω από τη Μάγχη συγκεντρώνουν συχνά οι ίδιοι οι εργαζόμενοι σε θέατρα, κινηματογράφους, χώρους συναυλιών κ.τ.λ. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της «Broadcasting, Entertainment, Communications and Theatre Union» (Bectu), ένα 90% αυτών των εργαζομένων δηλώνουν ότι έχουν εισπράξει από θεατές κάποιας μορφής προσβλητική συμπεριφορά (από ρατσιστικό ή σεξιστικό σχόλιο μέχρι γράπωμα από τον λαιμό και ούρηση πάνω στο κάθισμα), ενώ ένα 70% δηλώνει ότι η κατάσταση σήμερα είναι χειρότερη από ό,τι προ πανδημίας.
Εξ ου και η Βectu εγκαινίασε την πρωτοβουλία Anything Doesn’t Go (σε ελεύθερη απόδοση «Δεν “παίζουν” όλα», «Δεν γίνονται όλα ανεκτά») για την ενημέρωση και την πάταξη της αντικοινωνικής συμπεριφοράς στα βρετανικά θέατρα.
Δεν είναι τυχαία όλα αυτά. H όλη κατάσταση παραπέμπει στην πανδημική εκτράχυνση απέναντι στους εργαζομένους, π.χ. της εστίασης (είχε τότε και όνομα, «rudeness epidemic», τουτέστιν «επιδημία αγένειας»). Θυμίζω το γρονθοκόπημα των αεροσυνοδών (όταν κάποιος δεν ήθελε να φορέσει μάσκα), το νταηλίκι στον έρημο τον σερβιτόρο που σου ζητούσε με τρόπο να κρατάς τις αποστάσεις κ.τ.λ.
Το εκρηκτικό αυτό μείγμα θυμού με τα πάντα και «θα-κάνω-ό,τι-γουστάρω» εκλύεται σήμερα σε χώρους θεατρικών, μουσικών και άλλων εκδηλώσεων (αν και με τα μουτζουρώματα και τους λοιπούς βανδαλισμούς σε πίνακες, μουσεία και γκαλερί δεν περνούν καλύτερα).
Παραθέτω δύο μαρτυρίες εργαζομένων στα βρετανικά θέατρα (από την ιστοσελίδα της «Anything Doesn’t Go»): «Σε κάθε παράσταση αναγκαζόμαστε να συνοδεύουμε μέχρι την έξοδο τουλάχιστον δύο άτομα για κακή συμπεριφορά». «Στην καλύτερη περίπτωση θα συναντήσουμε το σχεδόν παγκόσμιο αίσθημα δικαιωματισμού εκ μέρους του κοινού, θεατές δηλαδή που γίνονται απέναντι στο προσωπικό αγενείς, κακοποιητικοί ή συγκαταβατικοί. Αυτό συμβαίνει κάθε μέρα. Στη χειρότερη περίπτωση, θα έρθουμε αντιμέτωποι με θεατές τόσο μεθυσμένους που φτάνουν στο σημείο να κάνουν εμετό, να ουρλιάζουν ή να τραγουδούν».
Υπάρχει αντίδοτο;
Δεν γνωρίζω αν και πώς θα έπιανε στην Ελλάδα η ιδέα του «relaxed venue» («χαλαρός χώρος») που υπάρχει στη Βρετανία, στη λογική του «ανεκτικού περιβάλλοντος», με έμφαση στην προσβασιμότητα για όλους. Σύμφωνα με τον Guardian, o πρώτος τέτοιος χώρος στον κόσμο ήταν, το 2020, το Battersea Arts Centre (BAC) στο Λονδίνο.
Πρόκειται για μια θεατρική αίθουσα χωρίς κανόνες και θυμωμένα «σσσ» από τον μπροστινό, χωρίς αυστηρό dress code και περιπολία με φακούς μέσα στο σκοτάδι από τους ταξιθέτες. Αν πάσχεις από σύνδρομο Tourette, μπορεί να κάνεις όσα φωνητικά τικ τραβάει η ψυχή σου, δεν θα ενοχλήσεις αν φέρεις τα φωνασκoύντα παιδιά σου να δουν την παράσταση, κανείς δεν θα σου «την πει» αν, επειδή είσαι μιας κάποιας ηλικίας, βγεις να πάρεις λίγο αέρα, κ.ο.κ.
Το εντυπωσιακό είναι ότι, σύμφωνα με τον καλλιτεχνικό διευθυντή του BAC, Τάρεκ Ισκαντερ, όχι μόνο δεν έχει επέλθει αναρχία στην πλατεία, αλλά οι θεατές σέβονται περισσότερο ο ένας τον άλλον και δεν σημειώνονται «περιστατικά μίσους».
Εμείς εδώ καλό είναι να το πάρουμε απόφαση. Εως ότου ανακτήσουμε τη χαμένη θεατρική μας παιδεία ή βρεθεί κάποιο άλλο δραστικό αντίδοτο, οι θεατές-γαϊδούρια θα ζουν ανάμεσά μας. Θα συνεχίσουμε δηλαδή να βρίσκουμε τη θέση μας στην αίθουσα, περιμένοντας με τρόμο να δούμε ποιος θα βαλθεί να μας σπάσει τα νεύρα και αυτόν τον τόσο θεραπευτικό για την ψυχή μας «τέταρτο τοίχο».