Περιπτώσεις αιφνίδιας μεταστροφής, ανθρώπων που ανέβλεψαν και είδαν το φως το αληθινόν, υπάρχουν πολλές. Η Μαρία η Μαγδαληνή έγινε Αγία και Ισαπόστολος, ξεκινώντας από χαμηλή ηθική βάση. Ο Σαούλ έγινε Πέτρος –έστω κι αν χρειάστηκε να δει το όραμα του Κυρίου καθ’ οδόν προς τη Δαμασκό. Γιατί όχι και ο Αλέξης Τσίπρας; Αλλωστε μαζί του οι (εναπομείναντες) οπαδοί και οι νοσταλγοί του ΣΥΡΙΖΑ έχουν μια μεταφυσική σχέση. Βλέπουν σε αυτόν την ανάμνηση ενός Σωτήρα, χωρίς κάποιο λογικό επιχείρημα για να του αποδοθεί τέτοια ιδιότητα, και τον έχουν καταστήσει για την υποτιθέμενη παράταξη έναν απροσδόκητα νεαρό Νέστορα – τον ομηρικό ήρωα με τον οποίο μοιράζεται περισσότερο το γοητευτικό λόγο και λιγότερο τη σοφία.
Διαβάζοντας κανείς την απομαγνητοφώνηση της πρόσφατης ομιλίας του κ. Τσίπρα στην εκδήλωση που οργάνωσε το φερώνυμο Ινστιτούτο, δύσκολα θα την απέδιδε στον πρωθυπουργό της περιόδου 2015-2019. Το πιο εντυπωσιακό είναι ότι έθεσε ως κεντρικό στόχο τη «σύγκλιση» με την Ευρώπη – ναι, χρησιμοποιώντας αυτή τη συγκεκριμένη λέξη που είναι ταυτισμένη με το στρατηγικό προσανατολισμό της περιόδου 1996-2003. Θα ήταν τετριμμένο να θυμίσει κανείς στον όψιμο θιασώτη του εκσυγχρονισμού τι ακριβώς έχει πει για αυτή την περίοδο στο παρελθόν και πώς την έχει χαρακτηρίσει.
Εχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον ότι ως οδικό χάρτη για τη σύγκλιση ο κ. Τσίπρας προτείνει ένα «εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης» με όχημα ένα «εθνικό σχέδιο επενδύσεων» — η επανάληψη του επιθέτου «εθνικός» έχει κι αυτή τη δική της σημειολογία.
Ο κ. Τσίπρας προτείνει επενδύσεις και επικρίνει την κυβέρνηση για ανεπάρκεια στον τομέα αυτό. Πόσο πειστικός μπορεί να είναι;
Ο τότε γ.γ. του ΟΗΕ Μπαν Κι Μουν, παρουσιάζοντας το 2016 την έκθεση της UNCTAD, της υπηρεσίας των Ηνωμένων Εθνών για το Εμπόριο και την Ανάπτυξη, σημείωνε πως το 2015 οι άμεσες ξένες επενδύσεις σε παγκόσμια κλίμακα είχαν αυξηθεί κατά 40% μέσα σε ένα χρόνο φτάνοντας το 1,8 τρισ. δολάρια. Ηταν μια επενδυτική άνοιξη.
Στην αρχή εκείνης της χρονιάς, ο κ. Τσίπρας ανέλαβε την πρωθυπουργία. Και τότε μία μόνο χώρα στην Ευρώπη κατάφερε, μέσα στην έκρηξη των επενδύσεων, να καταγράψει όχι αναιμικό αποτέλεσμα αλλά αρνητικές ροές άμεσων ξένων επενδύσεων. Οχι επενδύσεις – αλλά αποεπένδυση. Ηταν η Ελλάδα που χόρευε τους επενδυτές υπό την μπαγκέτα του κ. Τσίπρα.
Ολα τα προηγούμενα χρόνια, ακόμη και το δραματικό 2010 όταν υπέγραφε το πρώτο μνημόνιο, η χώρα είχε θετικό πρόσημο στις άμεσες ξένες επενδύσεις – αυτές ακριβώς που τώρα ο πρώην πρωθυπουργός θεωρεί τόσο σημαντικές για την προοπτική της οικονομίας.
Ο κ. Τσίπρας πήγε κι ένα βήμα παραπέρα. Επικαλέστηκε ονομαστικά τον Κώστα Σημίτη και την κριτική του προς την κυβέρνηση με την αναφορά σε «κερδοσκοπικό οπορτουνισμό». Η κριτική που ασκούν τα πολιτικά πρόσωπα, ιδιαίτερα τα πιο προβεβλημένα και μάλιστα οι πρώην πρωθυπουργοί, εδράζεται αναγκαστικά στο απόθεμα αξιοπιστίας που έχουν οικοδομήσει κατά την άσκηση της εξουσίας.
Μπορεί κανείς βέβαια να προσαρμόσει τις προτάσεις του στις ανάγκες μιας διαφορετικής συγκυρίας. Μπορεί να μετακινηθεί σε ένα βαθμό, ιδίως εάν έχει μεσολαβήσει ένα σημαντικό διάστημα και έχουν προκύψει νέα πολιτικά δεδομένα και νέες ιδεολογικές επεξεργασίες.
Αλλά όταν εμφανίζεται κήρυκας όσων αποκήρυσσε και προφήτης όσων στην πράξη περιφρόνησε τι είναι πιο πιθανό να πιστέψουν οι πολίτες; Οτι μετέβαλε τόσο δραστικά τις απόψεις του ή ότι οι απόψεις του είναι εύπλαστες ανάλογα με τη συγκυριακή σκοπιμότητα; Οτι ωρίμασε ή ότι είναι διατεθειμένος να πει τα πάντα και τα αντίθετά τους εφόσον κρίνει ότι εξυπηρετούν την πολιτική του στόχευση – στην προκειμένη περίπτωση την οικοδόμηση μιας εικόνας Κιγκινάτου της Κεντροαριστεράς για το ενδεχόμενο να προκύψει στο μέλλον (ας πούμε μετά τις επόμενες εκλογές) ακέφαλη και απελπισμένη;
Θα μπορούσε να σταχυολογήσει κανείς εύκολα ένα πλήθος άλλων σημείων που έρχονται σε μετωπική σύγκρουση με τις νωπές ακόμη αναμνήσεις μας από την εποχή που ο κ. Τσίπρας είχε και τη δύναμη και τη δόξα για να κάνει επιλογές με ουσιαστικό αντίκρισμα, πολύ μεγαλύτερο από μια ομιλία αδάπανου προβληματισμού.
Για παράδειγμα, η (ορθή κατά τα άλλα) αναφορά του στην ανάγκη για «βαθιά μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης» ή η ευαισθησία του για τη «μοίρα των νέων ανθρώπων» χωρίς αναφορά στον αριθμό που εγκατέλειψε τη χώρα κατά την περίοδο της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. Ακόμη πιο δύσκολα αντιστέκεται κανείς στον πειρασμό για ένα απάνθισμα παλαιότερων αναφορών του στην Ευρώπη, μπροστά στο γενικότερο πνεύμα του ευρωπαϊσμού που χαρακτηρίζει αυτή την ομιλία του. Ενδεικτική, πάντως, είναι η αναζήτηση ενός «μοντέλου» που η απουσία του πράγματι ταλαιπωρεί την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία. Ο κ. Τσίπρας αναφέρθηκε ειδικά στη Βρετανία, λέγοντας ότι «έχει μεγάλο ενδιαφέρον η προσπάθεια των Βρετανών Εργατικών να εξασφαλίσουν 40 δισ. στερλίνες –1,4 % του ΑΕΠ– στον πρώτο τους προϋπολογισμό, σε λίγες ημέρες, ώστε να κλείσουν τη μεγάλη τρύπα που άφησε πίσω τους η βρετανική Δεξιά». Ακριβές.
Παρέλειψε να πει ότι το πρώτο μέτρο που σκέφθηκαν ο πρωθυπουργός Στάρμερ και η υπουργός Οικονομικών Ριβς ήταν η μείωση των χειμερινών επιδομάτων θέρμανσης για τους συνταξιούχους (κατά 1,5 δισ. λίρες), ότι το συνέδριο του κόμματος καταψήφισε αυτή την επιλογή, αλλά η κυβέρνηση επιμένει να προχωρήσει. Και ότι η υπουργός Εργασίας Κένταλ ανακοίνωσε πως θα εφαρμόσει τις περικοπές (1,3 δισ. λίρες) στα επιδόματα ασθενείας που είχαν εξαγγείλει οι Συντηρητικοί πριν χάσουν τις εκλογές και θα επηρεάσουν 500.000 εργαζόμενους. Ή ότι ακύρωσαν δημόσια έργα, οδικά και σιδηροδρομικά (785 εκατ. λίρες).
Μπορεί κανείς να φοβάται τη λέξη (και οι Εργατικοί την τρέμουν), αλλά αυτό με οσηδήποτε κεντροαριστερή γενναιοδωρία κι αν το δει κανείς, είναι πολιτική λιτότητας –τίποτα λιγότερο.
Η αντιπαράθεση της ομιλίας Τσίπρα με το παρελθόν του ελέγχεται ως άσκοπη, γιατί το αποτέλεσμα είναι παραπάνω από προφανές. Το ερώτημα είναι πόσο μπορεί να αλλάξει ένας πολιτικός και εάν έχει νόημα η εναπόθεση προσδοκιών από το εκλογικό σώμα σε έναν παλαιό εκφραστή νέων προταγμάτων ή αποτελεί ένδειξη μιας ακραίας λειψανδρίας στον ευρύτερο χώρο που διεκδικεί. Το rebranding στην πολιτική δεν είναι κάτι καινούργιο. Το 1968 ο Ρίτσαρντ Νίξον εμφανίστηκε ολωσδιόλου αλλαγμένος σε σχέση με τον άνθρωπο που ήξεραν καλά για δεκαετίες οι Αμερικανοί. Η εκστρατεία ονομάστηκε από τον Τύπο και τους αναλυτές «the New Nixon». Οι ψηφοφόροι τον εμπιστεύθηκαν – εξέλεξαν έναν «νέο Νίξον». Δεν πήγε καλά.