Από ποια Ιστορία θα κριθεί δηλαδή; Από την Ιστορία των νικητών ή από την Ιστορία των ηττημένων; Διότι άλλη είναι η πρώτη και άλλη η δεύτερη. Για να μη σας πω ότι υπάρχει και τρίτη, η Ιστορία των επιτήδειων ισορροπιστών, ή και τέταρτη, η Ιστορία των σχολαστικών.
Σε ποιας Ιστορίας το ζύγι θα μπει ο τεθνεώς; Στης Ιστορίας που κρατούν παραμάσχαλα οι δάσκαλοι καθώς βαδίζουν προς το αμφιθέατρο, όπου θα τη διδάξουν δοξαστικά, ή της Ιστορίας που παλεύει να αναβλύσει λάθρα από αθέατες ρωγμές του κυρίαρχου ιστορικού αφηγήματος, ψάχνοντας απεγνωσμένα κάποιο αντισυμβατικό αυτί να την αφουγκραστεί;
Αυτό το στερεότυπο «ο αποθανών θα κριθεί πλέον από την Ιστορία» είναι μια πελώρια σαχλαμάρα. Η Ιστορία δεν κρίνει, απλώς καταγράφει. Οι ζώντες κρίνουν, είτε ως συνοδοιπόροι στον βίο του νεκρού είτε ως μετέπειτα ιστορικοί. Κρίνουν κατά τα παλαιά καταγεγραμμένα, κατά την εποχή που διανύουν και κατά το μυαλό που κουβαλούν.
Η Ιστορία πάντως δεν είναι κριτής, διότι σιχαίνεται την αντικειμενικότητα. Επειδή η ζωή δεν είναι μήτε αντικειμενική μήτε δίκαιη, η Ιστορία της ζωής καταλήγει να είναι σαν το ανθρώπινο αποτύπωμα. Ο κάθε άνθρωπος, το κάθε έθνος, έχει τη δική του.
Εξ ου και η σοφή ρήση του τετραπέρατου Ουίνστον Τσόρτσιλ, «ξέρω ότι η Ιστορία θα μου φερθεί καλά, διότι σκοπεύω να τη γράψω εγώ».
Η χιονοστιβάδα των απομνημονευμάτων που εξαπολύουν εναντίον μας όλοι οι «μεγάλοι» αυτού του κόσμου λίγο πριν ξεψυχήσουν, την ίδια με του Τσόρτσιλ εσώτερη ανάγκη τους υπηρετεί. Να τους φερθεί καλά η Ιστορία. Ματαιοδοξία της οποίας ουδέποτε θα γίνουν κοινωνοί.
Αφήστε που δεν έχουν όλοι τη γραφή και το τσαγανό του πότη Ουίνστον. Γι’ αυτό και αναλαμβάνουν οι ανάξιοι επίγονοί τους, στήνοντας τα τραγικά «ινστιτούτα του τάδε και του δείνα». Τα οποία καταλήγουν νεκροταφεία ορνιθοσκαλισμένων χειρογράφων και «ιστορικών» ρήσεων ή λόγων του κάθε αποθανόντος.
Πρόκειται για μάταιο κόπο. Ο θάνατος ενός Κώστα Σημίτη ή Ανδρέα Παπανδρέου ή Κωνσταντίνου Καραμανλή ή Ελευθερίου Βενιζέλου μπορεί να καμπανίζει στα ελληνικά αυτιά μας ως το πιο κοσμοϊστορικό συμβάν, αλλά για την Ιστορία έχει την ίδια αξία με την πτώση ενός πλατανόφυλλου σε κάποια ρεματιά της Πίνδου ένα φθινοπωρινό σούρουπο.
Οι ζώντες θλίβονται, χαίρονται, οργίζονται, σπουδαιολογούν, χλευάζουν, καταριούνται, ενθρονίζουν ή αποκαθηλώνουν. Η Ιστορία δεν ασχολείται με τέτοια. Ξέρει ότι ακόμα και το μέγιστο ανθρώπινο επίτευγμα θα έχει γίνει σωρός άμμου το πολύ μέσα σε διάστημα δυο-τριών γενεών. Διάστημα που για τον άπειρο ιστορικό χρόνο ισοδυναμεί με μια σταγόνα νερού μέσα σε εκατομμύρια ωκεανούς.
Οι τόμοι της Ιστορίας είναι βέβαια γεμάτοι από σοφά συμπεράσματα και αμφίσημες υποσημειώσεις, που όμως αφορούν τους ζώντες που τους μελετούν, όχι τους αποθαμένους πρωταγωνιστές των σελίδων τους. Εκείνοι διέγραψαν τον βίο τους ευτυχείς ή δυστυχείς, έντιμοι ή σαλταδόροι, διάσημοι ή ασήμαντοι, και ύστερα αναχώρησαν διαπαντός. Δίχως ελπίδα επιστροφής τους, ώστε να δρέψουν τους καρπούς της υστεροφημίας τους.
Ο Γουίλ Ντιράν είχε γράψει ότι «η Ιστορία είναι φιλοσοφία με παραδείγματα», μόνο που οι τεθνεώτες μήτε φιλοσοφούν μήτε παραδειγματίζονται. Μακάριοι ή μακαριστοί στα λιβάδια της αιώνιας ανυπαρξίας, δεν κατατρύχονται από ευτελείς ανθρώπινους πόθους ή φιλοδοξίες, όσο πιστά και αν τα είχαν υπηρετήσει εν ζωή. Απαλλάχθηκαν.