| CreativeProtagon
Απόψεις

Θα κερδίσουν οι Δημοκρατικοί μετά την αποχώρηση του Μπάιντεν;

Η απόσυρση της υποψηφιότητας του αμερικανού προέδρου για μια δεύτερη θητεία στην προεδρία έχει μεταμορφώσει την αμερικανική πολιτική. Το Δημοκρατικό Κόμμα πρέπει τώρα να επανασυστηθεί στο εκλογικό σώμα, με έναν νέο υποψήφιο που μπορεί να κερδίσει τον Τραμπ, ή έστω να μην επιτρέψει στους Ρεπουμπλικάνους να ελέγχουν ολόκληρη την ομοσπονδιακή κυβέρνηση
Ρίτσαρντ Χάας

Η απόφαση του προέδρου των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν να αποχωρήσει από το Δημοκρατικό Κόμμα ως υποψήφιος για την προεδρία αυτό το φθινόπωρο έχει μεταμορφώσει την αμερικανική πολιτική. Αποτελεί το επιστέγασμα ενός ιστορικού Ιουλίου στις Ηνωμένες Πολιτείες που σημαδεύτηκε από κρίσιμες αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου και την απόπειρα δολοφονίας του πρώην προέδρου Ντόναλντ Τραμπ τις παραμονές του εθνικού συνεδρίου των Ρεπουμπλικάνων.

Η απόφαση του Μπάιντεν, υπέρ της οποίας τάσσονταν πολλοί αξιωματούχοι και δωρητές του Δημοκρατικού Κόμματος καθώς και πολλοί ψηφοφόροι, ήταν η σωστή επιλογή. Στον απόηχο μιας τηλεμαχίας που χαρακτηρίστηκε ευρέως ως αποτυχία για τον Μπάιντεν, η ηλικία του δεν του επέτρεψε να υποστηρίξει, απευθυνόμενος στον αμερικανικό λαό, πως άξιζε ακόμη τέσσερα χρόνια ενώ δεν τα άξιζε ο Τραμπ.

Είναι πολύ νωρίς για να γράψουμε για την κληρονομιά του Μπάιντεν, αν μη τι άλλο επειδή απομένουν έξι μήνες για την ολοκλήρωση της θητείας του. Αλλά κάνοντας στην άκρη, σχεδόν εξάλειψε τις πιθανότητες να επικριθεί, ότι παραμένοντας στην κούρσα για τον Λευκό Οίκο, άνοιξε τον δρόμο για έναν διάδοχο που συμμερίζεται ελάχιστα το ενδιαφέρον του για την αμερικανική δημοκρατία και τον ρόλο των ΗΠΑ στον κόσμο. Πράγματι, εάν ο Τραμπ νικούσε τον Μπάιντεν τον Νοέμβριο, όπως έδειχναν οι δημοσκοπήσεις, αυτό θα επισκίαζε σε μεγάλο βαθμό όλα όσα κατάφερε ως πρόεδρος.

Οι πιθανότητες να είναι η αντιπρόεδρος Κάμαλα Χάρις η υποψήφια των Δημοκρατικών είναι πολλές. Η υποστήριξη του Μπάιντεν θα τη βοηθήσει. Αλλά δεν επιλύει το ζήτημα, επειδή ο Μπάιντεν έχει την εξουσία μόνον να απαλλάξει τους αντιπροσώπους του κόμματος από τη δέσμευσή τους απέναντί του, όχι να απαιτήσει από αυτούς να υποστηρίξουν κάποιον άλλον.

Οπότε, το Συνέδριο των Δημοκρατικών στο Σικάγο, τον Αύγουστο, θα είναι ανοιχτό, και οι τέσσερις εβδομάδες από σήμερα έως τότε, θα μπορούσαν να συμβάλουν σημαντικά στον καθορισμό του τι θα συμβεί εκεί. Η Χάρις θα μπορούσε ουσιαστικά να διεκδικήσει την υποψηφιότητα χωρίς αντίπαλο, ή θα μπορούσε να εμφανιστεί ένας διεκδικητής ή περισσότεροι. Υποθέτοντας ότι επικρατήσει η Χάρις, το δεύτερο σενάριο θα μπορούσε πραγματικά να την ωφελήσει, καθώς η διαδικασία θα ακόνιζε περαιτέρω τις πολιτικές της δεξιότητες, θα τη βοηθούσε να αναδειχθεί ως νικήτρια και θα της επέτρεπε να ξεφύγει από τη σκιά ενός μη δημοφιλούς προέδρου.

Η διαδικασία θα έστρεφε επίσης επίσης τα φώτα της δημοσιότητας στο Δημοκρατικό Κόμμα σε μια στιγμή που πρέπει να επανασυστηθεί στο εκλογικό σώμα. Αυτό είναι θεμελιώδες, καθώς ο Τραμπ και ο γερουσιαστής Τζέι Ντι Βανς, ο εκλεκτός του για την αντιπροεδρία, υπόσχονται να διεξάγουν μια εξαιρετική προεκλογική εκστρατεία.

Και ακόμη και εάν η Χάρις λάβει το χρίσμα και ηττηθεί, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι θα τα πάει καλύτερα από τον Μπάιντεν, αυξάνοντας τις πιθανότητες των Δημοκρατικών να κερδίσουν τη Βουλή των Αντιπροσώπων (η διατήρηση του ελέγχου της Γερουσίας μοιάζει αδύνατη) και, κατά συνέπεια, να μην επιτρέψουν στους Ρεπουμπλικάνους να ελέγχουν ολόκληρη την ομοσπονδιακή κυβέρνηση.

Ο Τραμπ προηγείται ελαφρώς της Χάρις στις δημοσκοπήσεις, αλλά η αντιπρόεδρος θα μπορούσε κάλλιστα να λάβει σημαντική ώθηση τον επόμενο μήνα καθώς θα βρίσκεται στο προσκήνιο. Οι δικανικές ικανότητες της Χάρις, τις οποίες απέκτησε ως δημόσια κατήγορος και στη συνέχεια ως γενική εισαγγελέας της Καλιφόρνια, θα τις χρησίμευαν πολύ σε μια εκστρατεία. Είναι σε θέση να εναντιωθεί στην ακραία στάση του Ανώτατου Δικαστηρίου κατά των αμβλώσεων καθώς και του Βανς. Και θα την ωφελούσε πολύ η απουσία μιας γυναίκας ή εκπροσώπου μιας μειονότητας στο ψηφοδέλτιο των Ρεπουμπλικάνων.

Μια αναπόφευκτη πρόκληση, ωστόσο, είναι αυτό που θα μπορούσε να περιγραφεί ως το δίλημμα του Χιούμπερτ Χάμφρεϊ. Το 1968, ο Χάμφρεϊ, ο οποίος ήταν αντιπρόεδρος εκείνη την περίοδο, κέρδισε το χρίσμα των Δημοκρατικών, αφού ο νυν πρόεδρος, Λίντον Τζόνσον, επέλεξε να μην διεκδικήσει την επανεκλογή του. Τα λόγια στην επιστολή αποχώρησης του Μπάιντεν θύμιζαν πολλά από τα λόγια που χρησιμοποίησε ο Τζόνσον πριν από 56 χρόνια, η βασική διαφορά ήταν ότι ο Μπάιντεν ανάρτησε τη δήλωσή του στο Χ ενώ ο Τζόνσον εμφανίστηκε στην τηλεόραση.

Το δίλημμα είναι το εξής: πώς να φαίνεσαι πιστός και να παίρνεις τα εύσημα για ό,τι ήταν δημοφιλές σε μια προεδρία χωρίς να επιβαρύνεσαι από πολιτικές που δεν ήταν δημοφιλείς. Το 1968, ήταν ο πόλεμος του Βιετνάμ που περιέπλεξε την πορεία του Χάμφρεϊ, καθώς δυσκολευόταν να αποστασιοποιηθεί από μια πολιτική με την οποία είχε συνδεθεί και από ένα αφεντικό που είχε μικρή ανοχή στην προδοσία.

Κανένα μεμονωμένο θέμα δεν κυριαρχεί στη δημόσια συζήτηση σήμερα, αλλά εξακολουθεί να υπάρχει ανάγκη διαφοροποίησης της/του υποψηφίου των Δημοκρατικών από τον Μπάιντεν, καθώς η προηγούμενη κυβερνητική εμπειρία έχει καταστεί βάρος σε μια εποχή που πολλοί επιδιώκουν την αλλαγή. Οποιος αμφιβάλλει για αυτό, αρκεί μόνο να δει τα πρόσφατα αποτελέσματα των εκλογών στη Νότια Αφρική, στην Ινδία, στη Βρετανία και στη Γαλλία.

Αυτό σημαίνει ότι όποιος λάβει το χρίσμα των Δημοκρατικών, είτε η Χάρις είτε κάποιος άλλος, θα έπρεπε να ταχθεί υπέρ του Νόμου για τη Μείωση του Πληθωρισμού και του νόμου για τους Ημιαγωγούς και την Επιστήμη, υπέρ των προσπαθειών για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και την προάσπιση της δημοκρατίας, υπέρ της πρόσβασης στην άμβλωση και υπέρ της στρατιωτικής αρωγής της Ουκρανίας. Αλλά ενδεχομένως να έπρεπε επίσης να αποστασιοποιηθεί από μια πολιτική στη Μέση Ανατολή που πολλοί Αμερικανοί θεωρούν υπερβολικά φιλο-ισραηλινή και από τις πολιτικές για το μεταναστευτικό και την εγκληματικότητα που χαρακτηρίζονται από πολλούς ως πολύ χαλαρές.

Εάν η Χάρις είναι η υποψήφια του Δημοκρατικού Κόμματος, η επιλογή του συνυποψηφίου της θα έχει σημασία. Αρκετές μεσοδυτικές πολιτείες είναι πιθανό να διαδραματίσουν καθοριστικό ρόλο στις εκλογές του Νοεμβρίου και υπάρχει μια μεγάλη δεξαμενή ανεξάρτητων ψηφοφόρων που πρέπει να κερδηθούν. Η Γκρέτσεν Γουίτμερ, κυβερνήτης του Μίσιγκαν, ο Τζος Σαπίρο, κυβερνήτης της Πενσυλβάνια, ο Αντι Μπεσίαρ, κυβερνήτης του Κεντάκι, και ο Ρόι Κούπερ, κυβερνήτης της Βόρειας Καρολίνας, πιθανώς θα ληφθούν υπόψη, όπως και πολλά μέλη του υπουργικού συμβουλίου του Μπάιντεν.

Ενδεχομένως το μόνο σίγουρο να είναι ότι λιγότερα είναι σίγουρα μετά τη συγκλονιστική ανακοίνωση του Μπάιντεν. Ενα πράγμα είναι σαφές, ωστόσο: το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών θα έχει τεράστια σημασία για τις ΗΠΑ και τον υπόλοιπο κόσμο. Αυτό δεν συμβαίνει συνήθως, καθώς οι ομοιότητες των υποψηφίων τείνουν να υπερτερούν των διαφορών τους. Δεν είναι έτσι, όμως, αυτή τη φορά. Οι διαφορές είναι βαθιές, καθιστώντας δύσκολη την υπερβολή όσον αφορά το τι διακυβεύεται στις εκλογές του Νοεμβρίου.

Ο Richard Haass, Επίτιμος Πρόεδρος του Council on Foreign Relations, είναι ανώτερος σύμβουλος στο Centerview Partners, συγγραφέας του «The Bill of Obligations: The Ten Habits of Good Citizens» (Penguin Press, 2023) και συντάκτης του εβδομαδιαίου newsletter Home & Away. Το κείμενο αυτό αναδημοσιεύεται για την Ελλάδα από το Project Syndicate.