| REUTERS/CreativeProtagon
Απόψεις

Θα επιβιώσει η Ουκρανία;

Ο επιθετικός πόλεμος της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας πρόκειται να εισέλθει στον τρίτο χρόνο του. Υπάρχουν πολλά για να αισθανόμαστε καλά, αλλά υπάρχουν και λόγοι ανησυχίας. Εν ολίγοις, ήρθε η ώρα για έναν απολογισμό
Ρίτσαρντ Χάας

Αυτό που κατάφεραν η Ουκρανία και οι Δυτικοί υποστηρικτές της μετά την εισβολή της Ρωσίας, τον Φεβρουάριο του 2022, είναι εξαιρετικό. Η Ρωσία, μια πυρηνική δύναμη με τρεισήμισι φορές τον πληθυσμό της Ουκρανίας, δέκα φορές το ΑΕΠ της και έναν στρατό με πολλαπλάσιο προσωπικό και εξοπλισμό, έχει περιοριστεί σε μια σχεδόν ισοπαλία. Η Ουκρανία ελέγχει περίπου το 80% της επικράτειάς της, όπως και πριν από μία διετία.

Ο ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν προφανώς εκτίμησε ότι ο κατακτητικός του πόλεμος θα ήταν παρόμοιος με την προηγούμενη εισβολή του στην Ουκρανία το 2014, όταν οι ρωσικές δυνάμεις εισέβαλαν και κατέλαβαν γρήγορα την Κριμαία και μεγάλο μέρος της ανατολικής περιοχής του Ντονμπάς. Είχε τη γνώμη πως η Ουκρανία, η Ευρώπη και οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν αδύναμες και διχασμένες. Πίστεψε επίσης τους στρατηγούς του όταν του ορκίζονταν ότι ο ρωσικός στρατός ήταν ισχυρός και θα συνέτριβε όποια αντίσταση θα μπορούσε να προβάλει η Ουκρανία. Ολες αυτές οι υποθέσεις αποδείχτηκαν εσφαλμένες. Ωστόσο, υπάρχει λόγος ανησυχίας.

Η πολυαναμενόμενη αντεπίθεση της Ουκρανίας, που σχεδιάστηκε με στόχο την απελευθέρωση εδαφών και την επίτευξη μιας νίκης στο πεδίο ή τουλάχιστον μιας δυναμικής που θα έθετε τις βάσεις για ελπιδοφόρα διπλωματία, αποκρούστηκε σε μεγάλο βαθμό. Η Ρωσία έμαθε να ζει με τις οικονομικές κυρώσεις της Δύσης και έχει ανακατευθύνει σε μεγάλο βαθμό τις –ζωτικής σημασίας– εξαγωγές ενέργειας προς την Κίνα και την Ινδία.

Οι Δυτικές στρατιωτικές κυρώσεις έχουν επίσης παρακαμφθεί: η Ρωσία συνέχισε να πουλάει όπλα στην Ινδία και σε άλλους και να αγοράζει από τη Βόρεια Κορέα και το Ιράν. Κατάφερε επίσης να αποκτήσει τεχνολογία και προϊόντα που μπορούν να επαναχρησιμοποιηθούν για στρατιωτικούς σκοπούς. Επέκτεινε τη βάση της αμυντικής της βιομηχανίας και τώρα έχει ένα σημαντικό πλεονέκτημα έναντι της Ουκρανίας όσον αφορά τον αριθμό των πυροβόλων και των πυρομαχικών που μπορεί να αποστέλλει στο πεδίο.

Η Ρωσία δείχνει ελάχιστα σημάδια εξάντλησης. Παρά το εξαιρετικό ανθρώπινο τίμημα –υπολογίζεται ότι περισσότεροι από 300.000 ρώσοι στρατιώτες έχουν σκοτωθεί ή τραυματιστεί–, ο έλεγχος των μέσων ενημέρωσης και του δημόσιου αφηγήματος από τον Πούτιν επέτρεψε στο Κρεμλίνο να ελαχιστοποιήσει τη διαφωνία και να πείσει πολλούς Ρώσους ότι η χώρα τους είναι το θύμα και όχι ο θύτης.

Συγχρόνως, η Ουκρανία δείχνει σημάδια πολιτικού διχασμού. Ο ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι μόλις απέλυσε τον αρχιστράτηγό του. Το κυριότερο, η Ουκρανία δυσκολεύεται στο πεδίο, σε μεγάλο βαθμό λόγω των Ρεπουμπλικανών στο Κογκρέσο, που μπλοκάρουν ένα πακέτο στρατιωτικής βοήθειας ύψους 60 δισ. δολαρίων. Η Ρεπουμπλικανική αντιπολίτευση δείχνει να αντικατοπτρίζει ένα μείγμα αναζωπυρωμένου απομονωτισμού, συμπάθειας για τον αυταρχισμό του Πούτιν και μιας κομματικής επιθυμίας να μη δοθεί στον πρόεδρο Τζο Μπάιντεν μια πολιτική νίκη πριν από τις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου.

Ιδανικά, ο Μπάιντεν θα μπορέσει να πείσει αρκετούς Ρεπουμπλικανούς να συνεργαστούν μαζί του, και τους Δημοκρατικούς συντρόφους του να εγκρίνουν μια νέα δόση βοήθειας, το οποίο είναι προς το στρατηγικό συμφέρον των ΗΠΑ. Αλλά αυτό το αποτέλεσμα δεν μπορεί να λαμβάνεται υπόψη ως δεδομένο, παρά τις αυξανόμενες ενδείξεις ότι η Ουκρανία στερείται όπλων και πυρομαχικών και, ως εκ τούτου, αντιμετωπίζει αυξανόμενη δυσκολία να αντισταθεί στη στρατιωτική πίεση της Ρωσίας.

Αυτό εγείρει το εξής ερώτημα: Πώς μπορεί η Ουκρανία και οι φίλοι της στην Ευρώπη και αλλού να καλύψουν τουλάχιστον ένα μέρος του κενού που αφήνουν οι ΗΠΑ, οι οποίες δεν είναι πλέον έτοιμες να προσφέρουν σημαντική βοήθεια;

Η Ευρώπη έχει ήδη συμφωνήσει να παράσχει στην Ουκρανία περισσότερα από 50 δισ. δολάρια, στο πλαίσιο ενός νέου πακέτου οικονομικής στήριξης, ενώ το ίδιο πρόκειται να κάνουν και άλλοι (όπως η Νότια Κορέα και, πιθανώς, η Ιαπωνία). Απαιτείται, επίσης, ένα συντονισμένο σχέδιο για την παροχή όπλων και πυρομαχικών στην Ουκρανία, ούτως ώστε να μπορεί να αμύνεται καλύτερα και να πλήττει σημαντικούς ρωσικούς στρατιωτικούς στόχους. Ταυτόχρονα, οι φίλοι της Ουκρανίας πρέπει να τη συνδράμουν για να ανασυγκροτήσει και να επεκτείνει την οπλική βιομηχανία της, έτσι ώστε να εξαρτάται λιγότερο από την ικανότητα και την προθυμία άλλων να παράσχουν τους πόρους που απαιτεί η πολεμική προσπάθεια.

Ταυτόχρονα, η Ουκρανία μπορεί να περιορίσει τις ανάγκες της σε πόρους και να σώσει ζωές, υιοθετώντας μια σε μεγάλο βαθμό αμυντική στρατιωτική στρατηγική. Η προστασία/διατήρηση του 80% της χώρας που ελέγχεται σήμερα από την Ουκρανία είναι εφικτή και απαραίτητη. Η Ουκρανία δεν θα συμβιβαζόταν υιοθετώντας μια τέτοια στάση, δεδομένου ότι δεν τίθεται θέμα, βραχυπρόθεσμα τουλάχιστον, στρατιωτικής απελευθέρωσης της Κριμαίας, του Ντονμπάς και άλλων περιοχών που ελέγχονται από τη Ρωσία. Και μπορεί να συνεχίσει να επιδιώκει την πλήρη εδαφική αποκατάστασή της στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, αν και όταν αρχίσουν σοβαρές συνομιλίες.

Εάν η προμήθεια όπλων καθορίσει την πορεία της Ουκρανίας φέτος, οι αμερικανικές εκλογές τον Νοέμβριο θα συμβάλουν σημαντικά στον καθορισμό της πορείας της το 2025 και έπειτα. Αν ο Μπάιντεν επανεκλεγεί και η Γερουσία τεθεί υπό τον έλεγχο των Ρεπουμπλικανών, όπως αναμένουν πολλοί, αλλά οι Δημοκρατικοί ανακτήσουν τη Βουλή των Αντιπροσώπων, τότε θα τεθούν οι βάσεις για την ανανέωση της οικονομικής και στρατιωτικής βοήθειας των ΗΠΑ και, πιθανώς, για μια σχέση μεταξύ Ουκρανίας και ΝΑΤΟ. Αυτό θα απομάκρυνε τον Πούτιν, από την άποψη ότι ο χρόνος είναι με το μέρος του, αυξάνοντας έτσι τις πιθανότητες να έρθει στο προσκήνιο η διπλωματία.

Αν, ωστόσο, κερδίσει ο πρώην πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ και οι Ρεπουμπλικανοί διατηρήσουν τον έλεγχο της Βουλής των Αντιπροσώπων, η Ουκρανία θα κληθεί να αντιμετωπίσει ένα πολύ πιο δύσκολο μέλλον. Το βάρος της ασφάλειας της Ουκρανίας θα έπεφτε ακόμη περισσότερο στην ίδια και στους φίλους της στην Ευρώπη και στην Ασία. Αν αποδεικνύονταν πρόθυμοι και ικανοί να καλύψουν μεγάλο μέρος του κενού που θα δημιουργούσε ένας τερματισμός της αμερικανικής υποστήριξης, θα μπορούσε κανείς να διαβλέψει ένα παρατεταμένο αδιέξοδο στο πεδίο, το οποίο θα διαδεχόταν η εποικοδομητική διπλωματία. Διαφορετικά, ο Πούτιν ενδέχεται να εκμεταλλευτεί το πλεονέκτημά του στο πεδίο και να έρθει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων μόνο για να επιβάλει το αποτέλεσμα που επεδίωκε εξαρχής.

Η διαφορά μεταξύ αυτών των δύο ενδεχομένων είναι έντονη. Το διακύβευμα για την Ουκρανία, για την Ευρώπη και για τον κόσμο είναι τεράστιο. Ο κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ, ο οποίος έχει τα δικά του σχέδια για την Ταϊβάν, παρακολουθεί με έντονο ενδιαφέρον τις εξελίξεις. Το ίδιο και το Ιράν. Εάν οι ΗΠΑ αποδειχθούν απρόθυμες να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους και να υπερασπιστούν τον κανόνα του διεθνούς δικαίου που απαγορεύει την απόκτηση εδαφών δια της βίας, θα έχουμε μπροστά μας ένα μέλλον πολύ πιο βίαιο και επικίνδυνο από το παρελθόν.


Ο Richard Haass είναι επίτιμος πρόεδρος του Council on Foreign Relations και ανώτερος σύμβουλος στο Centerview Partners. To κείμενο αυτό αναδημοσιεύεται αποκλειστικά για την Ελλάδα από το Project Syndicate