Η πανδημία του κορονοϊού βρήκε και την ελληνική εκπαίδευση απροετοίμαστη. Τα σχολεία έκλεισαν και ουδείς, ούτε φυσικά η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας, μπορεί με ασφάλεια να απαντήσει πότε και αν θα ανοίξουν ή αν υπάρξει δεύτερο κύμα αναστολής της λειτουργίας το επόμενο σχολικό έτος, με το φθινόπωρο.
Η αλήθεια είναι ότι η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας αντέδρασε με όσα μέσα διέθετε. Ενεργοποίησε το Πανελλήνιο Σχολικό Δίκτυο (ΠΣΔ) με σκοπό τη διατήρηση της επαφής των μαθητών με την εκπαιδευτική διαδικασία, μέσω επαναλήψεων της διδαχθείσας ύλης. Αυτό έκανε ευρέως γνωστές τις πολλαπλές δυνατότητές του, αλλά ταυτόχρονα αποκάλυψε και τις αδυναμίες του σε υποδομές και στελεχικό δυναμικό, συνέπειες της χρόνιας αδιαφορίας των ηγεσιών του υπουργείου για την ποιότητα και αξιολόγηση του παρεχόμενου διδακτικού έργου. Αποτέλεσμα αυτών είναι και η αδυναμία του να ανταποκριθεί, αρχικά τουλάχιστον, στο φόρτο που προκαλεί η χρήση του από χιλιάδες μαθητές και εκπαιδευτικούς.
Παράλληλα και ορθώς, στην κρατική τηλεόραση καθορίστηκε χρόνος παρουσίασης βιντεοσκοπημένων διδασκαλιών, όχι όμως και εκπομπών ενημέρωσης μαθητών, εκπαιδευτικών και γονέων, κάτι απολύτως απαραίτητο σε έκτακτες συνθήκες. Κάποια μικρά δείγματα αυτών αναδεικνύουν για άλλη μια φορά τις πάγιες αδυναμίες οργάνωσης, εποπτείας και καθοδήγησης της διδακτικής πράξης, για έναν απλό και πάλι λόγο: το εκπαιδευτικό μας σύστημα ουδέποτε θέλησε να υποδείξει ποιος εκπαιδευτικός και ποιο μάθημα πραγματικά επιτελεί άριστα τους διδακτικούς στόχους. Αντίθετα για δεκαετίες τώρα το αποφεύγει συστηματικά.
Ας υπογραμμιστεί εδώ ότι η σύγχρονη και ασύγχρονη τηλεκπαίδευση αποτελεί νέο κεφάλαιο της διδακτικής και παιδαγωγικής επιστήμης με δικούς της κανόνες και αρχές αλλά και ασύλληπτες δυνατότητες ανανέωσης και της ζώσας παραδοσιακής διδασκαλίας, όπως εξάλλου συμβαίνει και με την ένταξη των Νέων Τεχνολογιών στη ζωντανή διδακτική πράξη.
Την ίδια στιγμή η πλειονότητα των εκπαιδευτικών και των σχολείων –σε αντίθεση με τους επίσημους εκπροσώπους τους που ως συνήθως άρχισαν τις μεμψιμοιρίες και εκτός χρόνου μεγαλοστομίες–, δούλεψε και δουλεύει σκληρά μέσω ΠΣΔ ή μέσω άλλων εμπορικών εφαρμογών (π.χ. viber, messenger) για να ετοιμαστούν χιλιάδες ψηφιακές διδασκαλίες. Πρόκειται για μια πρωτοφανούς έκτασης και χαρακτήρα ανταπόκριση των εκπαιδευτικών μας, που παλεύουν να προσαρμοστούν στις ανάγκες του καιρού χωρίς προηγούμενη εκπαίδευση αλλά και έμπρακτη καθοδήγηση.
Το έργο τους αναδεικνύει ξεχασμένες αξίες της εκπαιδευτικής κοινότητας, όπως η συνεργατικότητα, η ατομική πρωτοβουλία και ευθύνη απέναντι στους μαθητές, η συστηματική προετοιμασία των μαθημάτων που παραδίδουν, ξεχασμένη και αυτή από πολλούς, όσο κι αν φαίνεται παράδοξο. Παράλληλα, ως επαγγελματική ομάδα, έχουν για πρώτη φορά την ευκαιρία να δουν στον καθρέφτη των ψηφιακών μέσων την αποτύπωση της συλλογικής τους ικανότητας για διδασκαλία και να την αξιολογήσουν ψύχραιμα εν ευθέτω χρόνω. Λάθη και παραλείψεις θα υπάρξουν, αλλά αυτά διδάσκουν περισσότερο.
Ταυτόχρονα, το έργο που επιτελούν καθημερινά, αποδεικνύει ότι οι εκπαιδευτικοί οφείλουν και είναι σε θέση να μαθαίνουν συνεχώς, σε μικρό χρονικό διάστημα και μόνοι τους, ως καλοί μαθητές. Κάτι που είχε ξεχαστεί για δεκαετίες στη δίνη της ρητορικής κάποιων που ενώ διαρρηγνύουν τα ιμάτια τους περί αυτονομίας, τα περιμένουν όλα από «τα πάνω».
Πράττουν, βεβαίως, το καθήκον τους, αλλά ένας καλός λόγος εκ μέρους της κυρίας υπουργού αυτές τις ώρες δεν θα έβλαπτε. Κι αν αυτός ειπωθεί στο τέλος της κρίσης, σήμερα – χτες ορθότερα – είναι αναγκαία η εκπόνηση ενός συντονισμένου προγράμματος στήριξης αυτών και των ψηφιακών δομών, καθώς και η άμεση εξασφάλιση για τους μαθητές που αδυνατούν προσβασιμότητας στο Διαδίκτυο και σε ψηφιακά εργαλεία χαμηλού κόστους. Γιατί οι εκπαιδευτικές ανισότητες είναι πάντα εδώ και δεν μας περιμένουν. Όπως είναι εδώ και η ανάγκη ολοκλήρωσης της ύλης του παρόντος σχολικού έτους, πρόβλημα που το Υπουργείο οφείλει πλέον να αντιμετωπίσει άμεσα.
Οσον αφορά στους μαθητές και στους γονείς τους η τηλεκπαίδευση στέλνει καθημερινά ένα ξεχασμένο αλλά σημαντικό μήνυμα: αν καθήκον των δασκάλων είναι να τους παραδώσουν οργανωμένα τη Γνώση και μαζί με αυτήν τις «πειθαρχίες» που απαιτούνται για την κατάκτησή της, δικό τους καθήκον είναι η καταβολή κάθε δυνατής προσπάθειας για την απόκτησή της. Χωρίς την εκπλήρωση και των δύο αυτών καθηκόντων το σχολείο εκπίπτει σε παιδική χαρά, αν όχι σε τσίρκο.
Οποιοι εκπαιδευτικοί, σχολικές μονάδες, γονείς και μαθητές δεν εκπληρώνουν με συνέπεια τα καθήκοντά τους σήμερα, ανεξαρτήτως του λόγου που το κάνουν, όταν επιστρέψουν στις σχολικές αίθουσες, θα δοκιμάσουν τη δυσπιστία και την αποδοκιμασία των εταίρων τους, κρινόμενοι ως κατώτεροι των περιστάσεων. Γιατί, όταν τα σχολεία ανοίξουν και πάλι, τίποτα δεν θα είναι όπως πριν.
Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την παρούσα και μελλοντικές πολιτικές ηγεσίες του υπουργείου Παιδείας. Για το πώς αυτές πολιτεύονται, τον βαθμό που στηρίζουν εμπράκτως την απόκτηση γνώσεων και δεξιοτήτων και πάνω από όλα την ικανότητά τους να προετοιμάσουν ή όχι τους μαθητές για το απαιτητικό και επισφαλές μέλλον. Με δυο λόγια, αν αυτές πάψουν να κάνουν ό,τι έκαναν μέχρι σήμερα, βυθισμένες στον κυρίαρχο λαϊκισμό και στις κούφιες ρητορικές που ταλανίζουν τη χώρα για δεκαετίες. Διαφορετικά τίποτα δεν θα μάθει η εκπαίδευση και απ’ αυτή την κρίση.