«Ποια είναι η πρώτη σας ανάμνηση από την πανδημία;» ρωτούσαν στις αρχές αυτού του μήνα οι New York Times τους αναγνώστες τους, προφανώς για την προετοιμασία κάποιου σημαίνοντος επετειακού αφιερώματος.
Αλήθεια, ποια ήταν; Η πρώτη φορά που αρχίσατε να τρίβετε σαν μανιακός με οινόπνευμα τις συσκευασίες του σουπερμάρκετ; Οταν το δέρμα στα χέρια σας έγινε φολιδωτό από το πολύ πλύσιμο; Μήπως τότε που νιώσατε το σώμα σας να ζαρώνει στη θέα ενός ανθρώπινου όντος δίπλα σας στο πεζοδρόμιο; Μήπως ήταν η παρθενική πανδημική 25η Μαρτίου, όταν χρειάστηκε να συμπληρώσετε και χειρόγραφη βεβαίωση μετακίνησης για να πάτε να πάρετε το τάπερ με τον μπακαλιάρο και τη σκορδαλιά από το σπίτι της μάνας σας;
Υποθέτω ότι σε κάποια χρόνια από σήμερα όλες αυτές οι –για την ώρα– καταχωνιασμένες αναμνήσεις θα αρχίσουν να βγαίνουν στο φως, στο πλαίσιο μιας λουστραρισμένης νοσταλγίας, όταν θα νιώθουμε ότι είμαστε αρκετά ασφαλείς για να τις αντιμετωπίσουμε. Και, κόβω το κεφάλι μου, θα γίνουν και μέρος κάποιας μεγάλης ποπ έκθεσης του στυλ «Η Ελλάδα του 2020», π.χ. στη Στέγη, με συζητήσεις, πάρτι, memorabilia, dj sets, workshops, προβολές ταινιών, μαρτυρίες, ομιλίες και χάπενινγκ με φλούο φιάλες αντισηπτικών.
Στο μεταξύ θα συνεχίσουμε άπαντες να κάνουμε ότι όλα τέλειωσαν, εντάξει, το 2020 πήγε για λίγο η ψυχή μας στην Κούλουρη, αλλά στην πραγματικότητα δεν μας άλλαξε σε τίποτε. Ποιος ασχολείται τέσσερα χρόνια μετά με την πανδημία; Ολα έχουν επιστρέψει στην κανονικότητά τους, οι δρόμοι είναι ξανά γεμάτοι, τα αεροπλάνα πετούν, ο ήλιος λάμπει, δεν χρειάζεται να επιδείξεις κανένα πιστοποιητικό εμβολιασμού για να αγοράσεις ένα ανοιξιάτικο T-shirt, όλα καλά, όλα ανθηρά.
Και όμως, είναι ακόμα εδώ
Την ίδια ώρα, το νιώθουμε στο πετσί μας, η πανδημία έχει εναποθέσει στην καθημερινότητά μας κάτι πολύ περισσότερο από όσο θέλουμε να νομίζουμε.
Το ψυχικό της αποτύπωμα είναι εκκωφαντικό. Το διαπιστώνεις σε ένα παγκόσμιο «ψυχικό μούδιασμα». Σε μια δυσθυμία. Στο αίσθημα της απώλειας κάθε ελέγχου. Στην ασυνεννοησία και στην καχυποψία. Στην έλλειψη εμπιστοσύνης σε ανθρώπους και θεσμούς. Σε έναν πανταχού παρόντα τρόμο για την επόμενη παγκόσμια απειλή. Σε έναν αδιευκρίνιστο υπαρξιακό θυμό που μοιάζει να έχει κατακάτσει πάνω από τα πάντα, όταν οδηγείς στο κέντρο της Αθήνας, όταν επικοινωνείς στα σόσιαλ ή όταν αντικρίζεις τα όνειρά σου για το μέλλον.
Η πανδημία μοιάζει να είναι εκεί, παρούσα, στη λεγόμενη «κακοήθη κανονικότητα», όταν δηλαδή μια καταστροφική συμπεριφορά (π.χ. πυρηνικά) γίνεται ρουτίνα.
Είναι εκεί και σε αυτήν την εμμονική καταβύθιση στη νοσηρή (όσο πιο νοσηρή γίνεται) ειδησεογραφία – καλά, τους είδες τους άλλους που «έφαγαν» 20 χρόνια επειδή άφησαν την κόρη τους να σαπίσει κυριολεκτικά πάνω στον καναπέ; Είναι εκεί στην ανερμάτιστη συγχώνευση ιδιωτικού και δημόσιου – προ ημερών δεν ήταν που μια γυμνάστρια εθεάθη γυμνή (είχε ξεχάσει να κλείσει την κάμερα) σε μια Zoom κηδεία;
Eίναι ακόμα εκεί στην απώλεια εγγύτητας με τους άλλους. Βρίσκεται, επίσης, στην αδυναμία να εκφράζεις πλέον συμπόνοια – γιατί πλέον είναι τόσο απανωτά τα χτυπήματα της μοίρας και της επικαιρότητας που κοντεύεις να στερέψεις και, αναπόφευκτα, κάνεις οικονομία στα συναισθηματικά σου αποθέματα.
Η Covid-19 είναι εκεί στη νέα εργασιακή κουλτούρα. Οπου η πλάκα με τον συνάδελφο εκτονώνεται σε ένα emoji (με τη γλώσσα έξω) στο Slack και όπου και εσύ ο ίδιος δεν ξέρεις πλέον αν εργάζεσαι από το σπίτι, από το γραφείο, από το Μπάκιγχαμ ή μέσα από ένα λαγούμι στην oρεινή Κορινθία.
Οσο και αν επιμένουμε να το αρνούμαστε, η πανδημία του 2020 είναι εκεί, παρούσα, στο κύμα βίας που σαρώνει τα σχολεία. Είναι μέσα εκεί στα «παιδιά φαντάσματα» που στην πραγματικότητα δεν επέστρεψαν ποτέ στην εκπαιδευτική διαδικασία. Είναι εκεί, σε αυτή την αχλή της απομάγευσης μέσα στην οποία μεγαλώνουν, αγκαλιά με ένα κινητό, οι εκπρόσωποι της γενιάς Α και οι (παντελώς αφοπλισμένοι) γονείς τους.
Οι ειδικοί ψυχικής υγείας έχουν αρχίσει να προειδοποιούν ότι πρέπει επιτέλους να σταματήσουμε να αγνοούμε τον ελέφαντα στο δωμάτιo. Tο συλλογικό τραύμα του 2020 δεν πρέπει να θαφτεί όπως αυτό της γρίπης του 1918. Πρέπει κάποια στιγμή να το αναγνωρίσουμε και να το αντιμετωπίσουμε.
Στο τελευταίο του βιβλίο, «Επιζώντας από τις καταστροφές μας. Aνθεκτικότητα και ανάνεωση από τη Χιροσίμα ως την πανδημία της Covid-19», ο 98χρονος αμερικανός ψυχίατρος Ρόμπερτ Τζέι Λίφτον μιλάει για τον «επιζώντα», όχι ως αβοήθητο θύμα, αλλά ως «παράγοντα αλλαγής».
Ολοι εμείς οι επιζώντες της «μεγαλύτερης υγειονομικής κρίσης των τελευταίων 100 χρόνων» κομίζουμε μια πολύτιμη σοφία. «Αντιλαμβανόμαστε ότι είμαστε υποχρεωμένοι να αλλάξουμε», γράφει ο Λίφτον, «αλλά δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τι σημαίνει αυτό. Το να αναγνωρίσουμε τι μας συμβαίνει μέσα σε αυτήν την καταστροφή γίνεται από μόνο του ένας στόχος, ακόμα και μια πράξη θάρρους».