Λέγεται πως όταν η Μέριλ Στριπ, υποψήφια «Εβίτα» για την κινηματογραφική μεταφορά του ομώνυμου μιούζικαλ του Αντριου Λόιντ Ουέμπερ, έμαθε ότι έχασε τον ρόλο από τη Μαντόνα δήλωσε: «και όμως εγώ μπορούσα να τον τραγουδήσω καλύτερα». Η διάσημη ηθοποιός είχε (αν πράγματι το είπε έτσι) δίκιο, και το επιβεβαιώνει κάθε φορά που τραγουδάει. Το γνώριζε υποθέτω και ο Ουέμπερ, γι’ αυτό και το «You must love me», το τραγούδι που έγραψε ειδικά για τη Μαντόνα-Εβίτα, ήταν μια βατή μπαλάντα χωρίς ιδιαίτερες φωνητικές απαιτήσεις.
Κακά τα ψέματα, το δυνατό σημείο της «βασίλισσας της ποπ» δεν ήταν ποτέ το τραγούδι της. Αυτό μπορεί να ήταν και το πιο αδύναμο –αναφέρομαι στις φωνητικές δυνατότητες και στην τεχνική της. Είχε όμως άλλα προσόντα η Μαντόνα, στα οποία και οφείλεται η επί σειρά ετών βασιλεία της στη διεθνή σκηνή. Στην περίπτωσή της δεν μιλάμε για ένα μουσικό φαινόμενο, αλλά για μία γυναίκα-φαινόμενο που ήξερε πολύ καλά πώς να κάνει τα ελαττώματά της να μοιάζουν προτερήματα. Που έβρισκε ευφυείς, συχνά ιντριγκαδόρικους τρόπους για να απευθύνεται στο κοινό της. Που δεν ακολουθούσε αλλά επηρέαζε-διαμόρφωνε με την τόλμη, τη φαντασία και το επιχειρηματικό της δαιμόνιο τη μόδα. Που ως χαμαιλέοντας μεταμορφωνόταν περνώντας με εντυπωσιακή άνεση από ρόλο σε ρόλο, επανεφευρίσκοντας ξανά και ξανά την εικόνα της, μία νέα εικόνα κάθε φορά, και καταφέρνοντας να πείθει είτε έκανε τη σέξι γατούλα, είτε τη στοργική μαμά, είτε τη σαδομαζόχ αφέντρα, είτε την ευαισθητοποιημένη ακτιβίστρια.
Ξαφνικά, με την πολυδιαφημισμένη εμφάνισή της στην Eurovision, όλα αυτά που ήταν η Μαντόνα, που συνέθεταν το φαινόμενο Μαντόνα, μπήκαν σε δεύτερο πλάνο και το τραγούδι της με το οποίο σχεδόν δεν ασχολούμασταν ακούστηκε φάλτσο στα αυτιά μας. Και έγινε η αφορμή όχι απλώς για να την κρίνουμε με αυστηρότητα αλλά και για να τη λοιδορήσουμε για την ηλικία της, να την αποκαλέσουμε σε όλες τις γλώσσες που μιλιούνται σε αυτό τον κόσμο γριά, ξεπεσμένη, σταφιδιασμένη, ξεμωραμένη, τελειωμένη κλπ.. Τρία λεπτά στη σκηνή της Eurovision ήταν αρκετά για να γίνει ο περίγελος του διαγωνισμού. Για να ξεχάσουμε ακόμα και την τυπική ευγένεια με την οποία αντιμετωπίζουμε τους παλαίμαχους σταρ όταν παρασυρμένοι από τον αγιάτρευτο εγωκεντρισμό τους αποτολμούν μια ακόμα πιρουέτα στο λυκόφως της καριέρας τους, για να καταρρεύσουν μπροστά στα μάτια μας.
Οχι πως δεν έκανε και αυτή ό,τι μπορούσε για να εκτεθεί, το έκανε με το παραπάνω. Όλα ήταν λάθος στην εμφάνισή της, από το τι φορούσε ως το πώς κινούνταν και πώς τραγουδούσε. Όμως, άλλο να κρίνεις αυστηρά έναν καλλιτέχνη όταν βρίσκεται στο απόγειο της δόξας και των δυνατοτήτων του και άλλο να τον αποκαθηλώνεις με συνοπτικές διαδικασίες όταν αυτό που έχεις μπροστά σου είναι η σκιά του παλιού εαυτού του. Τότε η κριτική αποκτά μια δυσάρεστη αίσθηση ανθρωποφαγίας. Αυτή την αίσθηση έχω διαβάζοντας τα απαξιωτικά (ακόμα και υβριστικά) σχόλια που δημοσιεύονται στον διεθνή Τύπο.
Δεν επιθυμώ να υπερασπιστώ τη σταρ Μαντόνα, θεωρώ πως έπαιξε και αυτή τη φορά έχασε, πλήρωσε την έπαρσή της, τη ματαιοδοξία της, το ναρκισσισμό της και την απληστία της για χρήμα και για δόξα. Ομως δεν μπορώ να μην συμπονέσω μία ακόμα παγιδευμένη στην εικόνα των νιάτων της Μπέιμπι Τζέιν, για να θυμηθώ την τραγική ηρωίδα που ερμήνευσε η Μπέτι Ντέιβις στο «Τι απέγινε η Μπέιμπι Τζέιν». Όπως η Μπέμπι Τζέιν έτσι και η 60χρονη Μαντόνα με την απροθυμία της να αποδεχτεί την πραγματική ηλικία της και με την αδυναμία της να καταλάβει πως ο χρόνος που περνά μας αφήνει πίσω, έγινε ξαφνικά ο περίγελος της κοινωνίας που κάποτε την αποθέωνε.
ΥΓ. Λάθος, άλλο ένα λάθος, ήταν κατά την άποψή μου και η απόφασή της να ανεβάσει στη σκηνή τη σημαία της Παλαιστίνης. Όποιες ενστάσεις και αν έχεις για τις πολιτικές του Ισραήλ, όταν φιλοξενείσαι στη χώρα (και μάλιστα με το αζημίωτο, καθώς λέγεται πως η Μαντόνα εισέπραξε 1.250.000 εκατομμύρια δολάρια για να εμφανιστεί στον διαγωνισμό της Eurovision) δεν μπορεί να την προσβάλεις. Άλλο ο ακτιβισμός και άλλο η αγένεια και η φτηνή πρόκληση για τα μάτια του κόσμου.