Μπορεί στην πολιτική το «νέο» να αναζητείται διακαώς ως ζωοδόχος πηγή αναπαραγωγής της εξουσίας, στην περίπτωση όμως της Νέας Δημοκρατίας τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά. Σήμερα, 50 χρόνια μετά την ίδρυση του κόμματος, δεν είναι υπερβολή να πει κανείς ότι η κεντροδεξιά παράταξη οφείλει τη μακρά ηγετική παρουσία της στα ελληνικά πράγματα τόσο στην Ιστορία, όσο και στον ιδρυτή της.
Η Νέα Δημοκρατία γεννήθηκε πάνω στα συντρίμμια που άφησε πίσω της η στρατιωτική δικτατορία- μέσα από τους καπνούς της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο. Αν κάποιος αναζητήσει τομές και συνέχειες με την προχουντική ΕΡΕ, ίσως εκπλαγεί από την αναλογία τους. Και αυτό διότι μια σειρά δομικών επιλογών του Καραμανλή πριν αποφασίσει να εγκαταλείψει, οικειοθελώς, την πολιτική το καλοκαίρι του 1963 κληροδοτήθηκαν στο 1974-75. Οι υπόλοιπες υλοποιήθηκαν σταδιακά κατά τη διάρκεια των πρώτων ετών της καραμανλικής παντοδυναμίας.
Το πρωτότυπο του πράγματος είναι ότι τόσο οι τομές, όσο και οι συνέχειες εκείνης της ιδιόρρυθμης μεταβολής από το σκληρό μετεμφυλιακό κράτος στη σύγχρονη αστική δημοκρατία, αποτελούν έως και σήμερα τα ισχυρά θεμέλια του κόμματος. Ενός κόμματος το οποίο καθ’ όλη τη διάρκεια των πέντε αυτών δεκαετιών παρέμενε πάντα σε τροχιά εξουσίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι αν εξαιρέσει κανείς το περίπου 19% του Μαΐου 2012 –σε συνθήκες πάντως βαθιάς οικονομικής κρίσης και απόλυτης απαξίωσης του πολιτικού συστήματος– η εκλογική επιρροή της Νέας Δημοκρατίας ξεκινά με βάση το 30%. Στην κάλπη της δηλαδή προσέρχονται το λιγότερο ο ένας στους τρεις ψηφοφόρους, ενώ το ποσοστό της έχει αγγίξει ακόμα και το 47%.
Το πρώτο και κορυφαίο επίτευγμα του Καραμανλή και των συνεργατών του ήταν η ίδια η Μεταπολίτευση, με τον στενό, επιστημονικό ορισμό της. Δηλαδή η θεσμική μετάβαση. Μια βαθιά τομή από τη βασιλευομένη στην αβασίλευτη δημοκρατία. Από τον έλεγχο του στρατού στην πολιτική, στον έλεγχο της πολιτικής επί του στρατού. Από τα νόθα δημοψηφίσματα, τις μονόπλευρες και τις αμφισβητούμενες εκλογές σε αυτό που ονομάζουμε σήμερα «γιορτή της δημοκρατίας» – ή αλλιώς «η δημοκρατία δεν έχει αδιέξοδα». Δεν ήταν διόλου αυτονόητο: όλα τα παραπάνω έγιναν αναίμακτα μέσα σε διάστημα λίγων μηνών – από τον Νοέμβριο του 1974 στον Ιούνιο του 1975, με την ψήφιση του νέου Συντάγματος.
Η Νέα Δημοκρατία, μάλιστα, δεν δίστασε να κόψει τον ομφάλιο λώρο που ένωνε την ΕΡΕ και τον κόσμο της με τη μοναρχία – κι ας πίστευε κάποιος, τουλάχιστον εν πρώτοις, ότι θα της κόστιζε σε ψήφους. Ο Καραμανλής εμπεδώθηκε τότε ως εγγυητής αυτής της πολύπλοκης διαδικασίας, με αποτέλεσμα οι σύγχρονοι κληρονόμοι του να αντλούν νομιμοποίηση όταν σήμερα δηλώνουν υπέρμαχοι της σταθερότητας και πολέμιοι των διαιρέσεων.
Η Κεντροδεξιά αναδείχθηκε τότε ως ενωτική δύναμη υπέρβασης των παλαιών διχασμών, σε βαθμό τέτοιο που μπόρεσε μέσα σε σχετικά μικρό χρονικό διάστημα να θολώσει τις μνήμες της σκληρής μετεμφυλιακής, περιοριστικής και κυρίως αντικομμουνιστικής ιδεολογίας και πρακτικής της. Συμπυκνώθηκαν τότε όλα αυτά στο περίφημο «Καραμανλής ή τανκς» του Μίκη Θεοδωράκη.
Πόθεν, όμως, προέκυψε ο όρος «Kεντροδεξιά»; Είναι και αυτός γέννημα της Μεταπολίτευσης; Αντιθέτως, πρόκειται για ένα από τα κατεξοχήν σημεία συνέχειας. Η διεύρυνση της Δεξιάς προς το Κέντρο ξεκίνησε από την εποχή της ΕΡΕ –με τον Τσάτσο, τον Αβέρωφ, τον Παπαληγούρα, τον Κασιμάτη– και ολοκληρώθηκε επί Νέας Δημοκρατίας, με αποκορύφωμα τη συμπερίληψη και αργότερα την αρχηγία του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Το άνοιγμα αυτό κατέστησε την παράταξη πλειοψηφική και την καθιέρωσε ως τον έναν από τους δύο πόλους εξουσίας σε μια χώρα που αν κάποιος επιχειρήσει να τη μοιράσει ιδεολογικά στα δύο, τότε θα βρει 65% του πληθυσμού αυτοπροσδιοριζόμενο ως κεντροαριστερούς και μόλις 35% ως κεντροδεξιούς.
Προκάλεσε και συνεχίζει να προκαλεί η διεύρυνση ταυτοτικά προβλήματα στη Νέα Δημοκρατία; Πράγματι, το κάνει. Αφενός όμως αυτά προκύπτουν εν μέσω των μεγάλων κρίσεων, όπως ήταν για παράδειγμα το Μακεδονικό, αφετέρου δεν απαντούν στο μείζον: είσαι κόμμα εξουσίας όταν περιχαρακώνεσαι, είτε στα δεξιά είτε στα αριστερά;
Αν, όμως, η Νέα Δημοκρατία και ο Καραμανλής έχουν συνδέσει το όνομά τους με μια μακρόπνοη πολιτική ή, καλύτερα, με ένα όραμα, αυτό δεν είναι άλλο από την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας. Αλλη μια συνέχεια με τα προδικτατορικά χρόνια, καθώς η έμπνευση του αρχηγού της ΕΡΕ για τη σύνδεση της Ελλάδας με την ευρωπαϊκή κοινότητα εντοπίζεται στα τέλη της δεκαετίας του 1950. «Ευρώπη χωρίς την Ελλάδα, δεν θα ήταν Ευρώπη», είπε το βράδυ της 28ης Μαΐου του 1979 στο βήμα του Ζαππείου ο Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εστέν. Η διαδικασία της ενοποίησης «συντελείται με την ακατανίκητη δύναμη φυσικού φαινομένου» ήταν μια από τις πλέον χαρακτηριστικές φράσεις του Καραμανλή.
Μπορεί η Ευρώπη να λειτούργησε αργότερα, στα μνημονιακά χρόνια, ως φόβητρο με στόχο την εξασφάλιση πολιτικής επιρροής, δεν παύει όμως να είναι σήμερα μια από τις σημαντικότερες εθνικές κατακτήσεις, μια εγγύηση για το παρόν και το μέλλον της χώρας, συνδεδεμένη επίσης με τον Καραμανλή και τη Νέα Δημοκρατία. Σε τέτοιο επίπεδο, που αν κανείς πραγματοποιήσει μια αναδρομή στις πλέον ιστορικές ομιλίες των αρχηγών του κόμματος, θα συναντήσει τον φιλοευρωπαϊσμό ως κυρίαρχο και ενοποιητικό στοιχείο όχι μόνο της παράταξης, αλλά και της βάσης των ψηφοφόρων της. Ανεξαρτήτως των επιμέρους ιδεολογικών αποχρώσεων. Με την Ευρώπη ήταν ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, με την Ευρώπη και ο Αντώνης Σαμαράς. Με την Ευρώπη και την ευρύτερη δυτική συμμαχία τάσσεται ασυζητητί και ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Μπορεί κατά πλειοψηφία η βιομηχανική και επιχειρηματική παραδοσιακή ελίτ να είναι διαχρονικά στενά συνδεδεμένη με τη Νέα Δημοκρατία, ο ιδρυτής της όμως, τέκνο της μεταπολεμικής εποχής του New Deal καθιέρωσε τον «ριζοσπαστικό φιλελευθερισμό» ως βάση της οικονομικής πολιτικής του: ελεύθερη, όχι όμως ασύδοτη αγορά, με πρόταγμα την ανάπτυξη από τα κάτω. Ετσι έχτισε το κόμμα τους δεσμούς του με τους μικροϊδιοκτήτες, τους αγρότες, τους βιοτέχνες – εν γένει με αυτά που αποκαλούμε «λαϊκά στρώματα». Αλλιώς δεν θα μπορούσε να φτάσει στις απαραίτητες αυτοδυναμίες. Αν η Νέα Δημοκρατία απολαμβάνει σήμερα εμπιστοσύνη, τουλάχιστον περισσότερη από τους άλλους πολιτικούς σχηματισμούς, για τη διαχείριση της οικονομίας, αυτό το οφείλει και στη θεωρητική παράδοσή της.
Αρκεί η Ιστορία για να χαρακτηρίσει τη Νέα Δημοκρατία ως ένα επιτυχημένο ή μη κόμμα; Φυσικά και όχι. Ως αναπόσπαστο μέρος του συστήματος εξουσίας, της χρεώνονται –όπως και στο ΠΑΣΟΚ– σοβαρά ελλείμματα: αδυναμία απαρέγκλιτης τήρησης της διάκρισης των εξουσιών, στενές σχέσεις με τον πυρήνα του κράτους, διόγκωση του δημοσίου τομέα, μεταρρυθμιστική αδυναμία και αρκετά ακόμα. Και αυτά παραμένουν τα μεγάλα διακυβεύματα. Διότι για να γραφτεί η Ιστορία, απαιτείται παρακαταθήκη. Δεν αρκεί η αναπαραγωγή της εξουσίας – αυτή άλλωστε υλοποιείται και με τα γνωστά φθαρμένα υλικά. Ας δούμε, όμως, τι συνέβη στο ΠΑΣΟΚ. Εχασε την ταυτότητά του, ενώ παραλλήλως άδειασαν τα ταμεία. Και σήμερα έμειναν όλοι να επικαλούνται το όνομα του Ανδρέα Παπανδρέου. Χωρίς, όμως, να έχουν κάτι ουσιαστικό να δείξουν ή να πουν.