Λίγες ώρες πριν από τις αμερικανικές εκλογές, παρακολουθούσα με μεγάλο ενδιαφέρον το περιεχόμενο της δημόσιας σφαίρας κυρίως στην Ελλάδα, αλλά και όχι μόνο, όσον αφορά την πολιτική κατάσταση που επικρατεί στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά και το διακύβευμα της κάλπης: διαίρεση, διχασμός, μίσος, κίνδυνος εμφυλίου.
Νομίζω, η όλη ανάπτυξη είναι κάπως απλοϊκή –σίγουρα είναι εύπεπτη στην ευρεία κατανάλωση. Πότε δεν ήταν η Αμερική ένα ετερόκλητο σύνολο εθνοτήτων και συγκρουσιακών συμφερόντων για να είναι κάτι διαφορετικό σήμερα; Πότε δεν μιλούσαμε για μια κοινωνία με τόσο βαθιές αντιθέσεις, διαρκώς εντός μιας ιδιότυπης πολιτισμικής αντιπαράθεσης, που τελικά με κάποιον μαγικό τρόπο διατηρούσε τη συνοχή της;
Αλλωστε, «E pluribus unum» –από πολλά, ένα. Είναι η λατινική φράση-έμβλημα των Ηνωμένων Πολιτειών, είναι η βάση της Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας, είναι η ιδεολογική εκκίνηση, το σημείο από το οποίο ξεκίνησαν οι «Πατέρες του Εθνους» τον πόλεμο εναντίον του Βρετανικού Στέμματος.
Συγκολλητική ουσία του ετερόκλητου έθνους είναι, από τότε έως σήμερα, δύο εύπλαστες έννοιες: ισότητα και ελευθερία. Οπως και αν τις ορίζει ο καθένας, όποιο και αν είναι το περιεχόμενο για τις αλληλοσυγκρουόμενες τάξεις και κοινωνικές ομάδες στο εσωτερικό της χώρας.
Οσα συμβαίνουν σήμερα ανήκουν ακριβώς στο ίδιο πλαίσιο, διαμορφωμένα όμως από τα σημεία των καιρών. Οι δύο υποψήφιοι πρόεδροι είναι βγαλμένοι από τα σημεία των καιρών. Η πολιτισμική αντιπαράθεση που, εκτός από την κατάσταση της οικονομίας, αναμένεται να κρίνει το εκλογικό αποτέλεσμα, αντανακλά από την άλλη άκρη του Ατλαντικού σε όλον τον δυτικό κόσμο.
Δεν είναι η ταυτότητα, η μετανάστευση, τα ανθρώπινα δικαιώματα ή αλλιώς ο «δικαιωματισμός», το δικαίωμα στην αξιοπρεπώς αμειβόμενη εργασία, το διαθέσιμο εισόδημα, η κοινωνική ασφάλιση, η έμφυλη διάσταση των πραγμάτων ή ακόμα η αυτοδιάθεση του σώματος ακριβώς αυτά τα ζητήματα που απασχολούν και διαμορφώνουν την κοινή γνώμη, για παράδειγμα, στην Ευρώπη; Και η Ευρώπη αντιμετωπίζει εν συνόλω το ίδιο τον Τραμπ; Μια εκλογή του σημαίνει το ίδιο για την Ιταλία της Μελόνι και την Ουγγαρία του Ορμπαν, και το ίδιο για τη Γαλλία του Μακρόν ή τη Γερμανία του Σολτς;
Η απάντηση είναι προφανώς αρνητική. Αρα, αυτό που για κάποιους είναι «καταστροφικό», για άλλους είναι «ευεργετικό». Είτε μιλάμε για τις Ηνωμένες Πολιτείες είτε για την Ευρωπαϊκή Ενωση. Ολα τα παραπάνω χωρίζουν τη Χάρις από τον Τραμπ, όπως χωρίζουν τους διάφορους εκπροσώπους της πολιτικής τάξης από άκρη σε άκρη της Δύσης.
Το πώς και το γιατί φτάσαμε στα όρια αυτής της πολιτισμικής σύγκρουσης, το αν η πολιτική και οι πολιτικοί έχουν απαξιωθεί από ένα μεγάλο μέρος των κοινωνιών, το αν ο τραμπισμός και τα fake news βρίσκουν εύφορο έδαφος να αναπτυχθούν, το αν το αποκαλούμενο «κατεστημένο» δέχεται πλέον όλο και περισσότερα σφοδρά πυρά από τους απανταχού «πληβείους» –όλα αυτά αποτελούν ωραίες αφορμές μιας άλλης, μεγάλης συζήτησης. Αυτή όμως είναι σήμερα η πραγματικότητα και πρέπει να την αντιμετωπίσουμε. Αύριο θα είναι ο Τραμπ, μεθαύριο μπορεί να είναι ο Βανς, αργότερα μπορεί να είναι κάποιος άλλος. Κανείς εξ αυτών όμως δεν θα διαμορφώνει την κοινωνική ή την πολιτισμική ατζέντα. Αυτή θα είναι εκεί και όλο και κάποιος θα βρίσκεται να την υπηρετεί.
Θα αντέξει η Αμερική; Ή, για να το θέσει κανείς διαφορετικά, από τι κινδυνεύουν μετά τις εκλογές οι Ηνωμένες Πολιτείες; Κινδυνεύουν, για παράδειγμα, από έναν εμφύλιο πόλεμο; Οι συγκεκριμένες ερωτήσεις γίνονται εν μέρει στο κενό. Σαν να μην υπάρχει αμερικανική γραφειοκρατία ή σαν η ισχυρότερη χώρα και οικονομία του κόσμου να κρέμεται από ένα εκλογικό αποτέλεσμα. Ομως δεν είναι έτσι τα πράγματα. Ουδείς μπορεί να διαφωνήσει ότι η εκλογή προέδρου στην Αμερική, όπως συμβαίνει κάθε τετραετία, καθορίζει σε πολύ μεγάλο βαθμό τις εξελίξεις εντός κι εκτός της χώρας. Αλλά δεν φέρνει το τέλος του κόσμου.
Αν όσον αφορά την επόμενη μέρα του κόσμου και το ερώτημα του ενός εκατομμυρίου δολαρίων ποιον θα θέσουν απέναντί τους οι Ηνωμένες Πολιτείες για τις επόμενες δεκαετίες, η απάντηση είναι ίδια, ανεξαρτήτως του ποιος θα εκλεγεί στην προεδρία: την Κίνα. Αυτό θα σημάνει περισσότερη οικονομική πίεση για όλους. Περισσότερη εσωστρέφεια. Ακόμα μεγαλύτερη ανάγκη αυτονόμησης από το αμερικανικό κέντρο για όλους. Αν αυτό δεν αρέσει, για παράδειγμα, στους Ευρωπαίους ή στους Ελληνες, και πάλι είναι μια διαφορετική συζήτηση. Η οποία όμως δεν φαίνεται να αφορά ιδιαιτέρως τους Αμερικανούς.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρώτα ανόρθωσαν τον δυτικό κόσμο μέσα από τις στάχτες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και έπειτα τον κράτησαν ελεύθερο επί τέσσερις συναπτές δεκαετίες. Από τότε έως σήμερα άλλαξαν άρδην τα πράγματα. Ειδικά οι Ευρωπαίοι επαναπαύθηκαν στις δάφνες της αμερικανικής προστασίας, οι οποίες πλέον μαραίνονται. Δεν φταίει, όμως, ο Τραμπ για αυτό.
Οι προειδοποιήσεις ήρθαν πολύ νωρίτερα. Οι καμπάνες άρχισαν να βαράνε πρώτα επί προεδρίας Ομπάμα, έπειτα πολύ πιο δυνατά, όχι μόνο από τον Τραμπ, αλλά και από τον Μπάιντεν. Ο τελευταίος άλλωστε έφερε την Ευρώπη ενώπιον των ευθυνών ενός πολέμου στο έδαφός της. Ανάγκασε τους Ευρωπαίους να απεξαρτηθούν από τη ρωσική ενέργεια και τους Γερμανούς να προχωρήσουν στην εκπόνηση εξοπλιστικού προγράμματος 100 δισ. ευρώ. Οσο περνούν τα χρόνια, η Αμερική θα μας πέφτει όλο και πιο μακριά. Αλλά και πάλι, αυτό δεν είναι κάτι που αφορά τους Αμερικανούς, αλλά εμάς τους ίδιους.