Με την ολοκλήρωση των ομιλιών και συνεντεύξεων Μητσοτάκη, Τσίπρα και Ανδρουλάκη στη ΔΕΘ, επί της ουσίας διαμορφώθηκε μία σχετικά σαφής εικόνα για το πώς θα πάμε στις εκλογές. Οχι όμως μόνο αυτό.
Κατά βάθος, βλέπουμε ξεκάθαρα και πού το πάει ο καθένας ή ακόμη και ποιος είναι ο βασικός τους φόβος για την επόμενη ημέρα.
Ο Μητσοτάκης μίλησε για τερατογενέσεις πολιτικές, με τη μορφή ενδεχόμενης συνεργασίας ΣΥΡΙΖΑ – ΠΑΣΟΚ – Βαρουφάκη – ΚΚΕ και ο Τσίπρας αιφνιδίασε κατά μία έννοια αποδεχόμενος τους όρους και λέγοντας ότι δεν έχει καμία διάθεση να συμμετέχει σε μία κυβέρνηση των ηττημένων. Ο Ανδρουλάκης έχει βάλει πολύ πιο ψηλά τον πήχυ για τον εαυτό του και προσπαθεί να πείσει ότι θα είναι (τουλάχιστον) δεύτερο κόμμα και θα καθορίσει τις εξελίξεις από μία θέση απροσδιόριστης ισχύος.
Αυτοί είναι πλέον οι βασικοί άξονες της στρατηγικής της προεκλογικής περιόδου, γύρω από τους οποίους όμως αιωρούνται διάφορα στοιχεία.
Στην πραγματικότητα, όλα και για όλους μεταφράζονται σε μία ανομολόγητη επιθυμία και ευχή: Να κερδίσει ο Μητσοτάκης και να έχει αυτοδυναμία, ώστε να μη βρεθεί κανένας στο δίλημμα είτε να συνεργαστεί μαζί του, είτε να συνεργαστεί με κάποιον άλλον ώστε να σχηματίσει μία κυβέρνηση, που όλοι ξέρουν ότι ακόμη και τερατογένεση να μην είναι, θα έχει πολύ μικρές πιθανότητες μακροημέρευσης. Και αν ο στόχος της αυτοδυναμίας επιτευχθεί, οι υπόλοιποι θα θεωρούν – μέχρις ενός σημείου βασίμως – ότι τίποτε δεν θα έχει λήξει.
Ο ίδιος ο Πρωθυπουργός είναι πλέον σαφές ότι σε επίπεδο στρατηγικής και τακτικής, αναδεικνύει όλα τα ενδεχόμενα, όχι τόσο επειδή τα θεωρεί πιθανά, αλλά κυρίως επειδή και ο ίδιος ξέρει ότι δεν έχει καμία διάθεση να συνεργαστεί με κανέναν, με όρους που θα τον καθιστούν πολιτικά δέσμιο, αν χρειαστεί να λάβει τη μία ή την άλλη απόφαση.
Την ίδια στιγμή όμως, όσα ακούστηκαν και αναμένεται να ξεδιπλωθούν στο πεδίο της προεκλογικής σύγκρουσης, φανερώνουν κάτι άλλο.
Oλοι – ανεξαιρέτως – προετοιμάζονται για τη διπλή εκλογική αναμέτρηση, έχοντας όμως ήδη τη σκέψη τους καρφωμένη στο μετεκλογικό σκηνικό.
Ο Πρωθυπουργός γνωρίζει ότι είτε δεν θα πετύχει το στόχο της αυτοδυναμίας και θα έχει εσωτερικό πρόβλημα για το οποίο ήδη υπάρχουν προειδοποιήσεις, είτε θα την πετύχει με μία, άντε δύο έδρες. Και αυτό θα σημάνει ότι από απόλυτος κυρίαρχος, θα αναγκαστεί να παίξει ρόλο «παιδονόμου».
Ο Τσίπρας περιχαρακώνεται από τώρα και προειδοποιεί (τους δικούς του) ότι ο στόχος του δεν είναι το ανεδαφικό και θνησιγενές, αλλά το να διατηρήσει την εσωκομματική του ηγεμονία μετεκλογικά, ποντάροντας στην κοινοβουλευτική εξασθένηση του Μητσοτάκη, λαμβάνοντας θέση για τον γνωστό πετροπόλεμο. Και έχοντας πάντα κατά νου ότι οι υπαρκτοί δίαυλοι της επικοινωνίας του με ένα κομμάτι της ΝΔ που δεν συμπαθεί τον Μητσοτάκη, μπορεί και να τον εξυπηρετήσουν.
Την ίδια στιγμή ο Ανδρουλάκης ανακινεί σενάρια αποστασίας, αναγνωρίζοντας ότι κάποιοι στο κόμμα του κοιτούν είτε προς τη ΝΔ, είτε προς το ΣΥΡΙΖΑ. Δεν γνωρίζει όμως πώς θα αποτρέψει το σενάριο που εξορκίζει, ειδικώς αν τα πράγματα δεν πάνε στην κάλπη όπως τα υπολογίζει και το ΠαΣοΚ βρεθεί μετέωρο και διχασμένο ανάμεσα στην συγκυβέρνηση με τη ΝΔ ή την πρόσδεση στο ΣΥΡΙΖΑ.
Oλα αυτά φανερώνονται έξι μήνες πριν από τις εκλογές, κατά τρόπο εν μέρει παράδοξο.
Το αν στον μαραθώνιο αυτό θα τερματίσουν όλοι με βάση τη στρατηγική που έχουν τώρα περιγράψει, είναι μάλλον απίθανο. Θα πρέπει να αναμένονται πάντως πολλά έως τότε και μπορεί τα πράγματα στην πορεία να έχουν αποκτήσει άλλη δυναμική, προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση.