Μερικές φορές οι προβλέψεις (καλύτερες οι χειρότερες) για την οικονομία δεν έχουν τόση σημασία, καθώς ανά τρίμηνο αναθεωρούνται και προσαρμόζονται στην πραγματικότητα.
Αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι οι διαπιστώσεις για τα όσα εμποδίζουν την οικονομία να τρέξει ταχύτερα, να αναπτυχθεί περισσότερο και να γίνει περισσότερο ανταγωνιστική, οι οποίες επαναλαμβάνονται μονότονα εδώ και χρόνια χωρίς να διορθώνονται.
Υπό αυτό το πρίσμα η πρόβλεψη της Τράπεζας της Ελλάδος ότι ο ρυθμός ανάπτυξης το 2024 θα ανέλθει στο 2,5%, συνεχίζοντας να είναι τριπλάσιος του μέσου ευρωπαϊκού όρου, έχει μικρότερη σημασία από την επισήμανση ότι:
-Η αργή έως βασανιστική διαδικασία απονομής της Δικαιοσύνης στην Ελλάδα αποτελεί το βασικό εμπόδιο στην ανάπτυξη της οικονομίας, ισχυρό αντικίνητρο στην προσπάθεια προσέλκυσης ξένων ειδικά επενδυτών και παράγοντα αύξησης του κόστους κάθε επένδυσης.
Το στοιχείο που σόκαρε από την ενδιάμεση Εκθεση Νομισματικής Πολιτικής της ΤτΕ η οποία κατατέθηκε στη Βουλή και παραδόθηκε στην κυβέρνηση είναι η διαπίστωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (The 2023 EU Justice Scoreboard), ότι o χρόνος που χρειάζεται για την επίλυση αστικών διαφορών σε πρωτοβάθμια δικαστήρια συνέχισε να αυξάνεται στην Ελλάδα και έφτασε τις 728 ημέρες (δηλαδή δύο ολόκληρα χρόνια) το 2021, από 637 ημέρες το 2019.
Σύμφωνα με έγκυρους νομικούς κύκλους για ορισμένες σύνθετες περιπτώσεις ο χρόνος επίλυσης μιας αστικής διαφοράς μπορεί να ξεπερνά και τα δύο χρόνια, ενώ η διαπίστωση της ΕΕ απεικονίζει το μέσο όρο των περιπτώσεων που εξέτασαν δειγματοληπτικά. Τα πράγματα είναι ακόμη πιο χρονοβόρα και σύνθετα, αν πρόκειται για μεγάλες επενδύσεις, ειδικά στο χώρο του real estate.
Τι είναι οι αστικές διαφορές
Οπως όλοι μπορεί να γνωρίζουν, αστικές είναι οι διαφορές που ανακύπτουν μεταξύ των ιδιωτών – πολιτών, όπως, ενδεικτικά, οι διαφορές που πηγάζουν από πωλήσεις, μισθώσεις, ιδιοκτησιακές διαφορές, κληρονομιές, ακόμη και ευθύνη από ατυχήματα.
Το αντικείμενό τους είναι κυρίως οικονομικό (αμφισβήτηση ως προς την ύπαρξη ή/και το ύψος μιας οφειλής), αλλά μπορεί και να συνίσταται στην υποχρέωση ενός προσώπου να προβεί σε μια πράξη ή παράλειψη.
Είναι προφανές ότι η μεγάλη καθυστέρηση μιας απόφασης που επιλύει μια διαφορά π.χ. με μια αγοραπωλησία ακινήτου αποτελεί τροχοπέδη για την ολοκλήρωση της πράξης, με ό,τι αυτό συνεπάγεται αν πρόκειται για κατοικία, επαγγελματική στέγη, ή ένα οικόπεδο που θα ανεγερθεί ένα εργοστάσιο.
Η πιο απλή περίπτωση είναι η καθυστέρηση στην εγγραφή υποθήκης ή προσημείωσης για τη χορήγηση ενός δανείου (στεγαστικού ή και επιχειρηματικού) από τις τράπεζες διαδικασία για την οποία απαιτείται δικαστική απόφαση με φυσική παρουσία και των δύο μερών στο Δικαστήριο (για την προστασία του δανειολήπτη).
Οι ουρές που υπάρχουν στα αρμόδια δικαστήρια είναι τεράστιες, μπορεί να ξεπερνούν και τους δύο μήνες.
Το μεγαλύτερο όμως εμπόδιο (θα μπορούσε να χαρακτηριστεί τραγικό) είναι ότι και για την άρση της υποθήκης ή της προσημείωσης ενός ακινήτου που θα έπρεπε να συντελείται αυτόματα με την εξόφληση του δανείου, απαιτείται εκ νέου δικαστική απόφαση!
Αρα χρειάζεται κι άλλος χρόνος, νέα καθυστέρηση στις διαδικασίες που ακολουθούν (ανακοίνωση στο υποθηκοφυλακείο, ενημέρωση της εφορίας, σύνταξη συμβολαίων κ.ο.κ.) και το κυριότερο χρήμα προκειμένου να ολοκληρωθεί μια τυπική διαδικασία.
Ιδού λοιπόν πεδίο δόξης λαμπρό για τον υπουργό Δικαιοσύνης Γιώργο Φλωρίδη, ο οποίος καλείται όχι μόνο να φέρει τη Δικαιοσύνη στην ψηφιακή εποχή αλλά, το κυριότερο, να απαλλάξει τον πολίτη και τον επιχειρηματία από τα μεγάλα αυτά εμπόδια που κοστίζουν ακριβά στην οικονομία.
Τα παραδείγματα είναι δεκάδες, τα γνωρίζουν οι νομικοί, οι οποίοι επισημαίνουν ότι οι αστικές διαφορές είναι ο τομέας στον οποίο υπάγονται οι περισσότερες από τις ιδιωτικές διαφορές. Στο πεδίο αυτό μπορεί να επιλεγεί η λύση της εξωδικαστικής επίλυσης (με τη διαμεσολάβηση μόνο των δικηγόρων των δύο πλευρών) καθώς με αυτό τον τρόπο μπορεί να επιτυγχάνεται η άμεση ικανοποίηση των αναγκών των μερών, χωρίς τη φθορά και το κόστος σε χρόνο και χρήμα που συνεπάγεται η σημερινή διαδικασία.
Η Τράπεζα της Ελλάδος αποδίδει στην καθυστέρηση απονομής Δικαιοσύνης, σε συνδυασμό με το δαιδαλώδες νομικό και φορολογικό πλαίσιο που ισχύει σήμερα για τα ακίνητα και τις επιχειρήσεις, τις χαμηλές επιδόσεις που έχει η Ελλάδα ως προς την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.
Οπως τονίζει στην έκθεση «η κατάταξη της Ελλάδος σε όρους διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας παρουσιάζει στασιμότητα ή και υποχώρηση το 2023, μετά την αποτύπωση μεγάλης προόδου την περίοδο 2020-2022».
Συγκριτικά μειονεκτήματα της ελληνικής οικονομίας, σύμφωνα με το δείκτη ανταγωνιστικότητας του IMD (Ιούνιος 2023), θεωρούνται η έλλειψη ανταγωνιστικού φορολογικού πλαισίου, το αναποτελεσματικό νομικό πλαίσιο και η τεράστια γραφειοκρατία και η αναποτελεσματικότητα που εξακολουθεί να υπάρχει στις μεταβιβάσεις ακινήτων, στον χωροταξικό σχεδιασμό και στην ολοκλήρωση του Εθνικού Κτηματολογίου.