Ούτε ρεβεγιόν και ανοιχτά δείπνα, ούτε χρυσόσκονη και πολλές διαχύσεις. Τα ‘παμε, τα συμφωνήσαμε. Η Covid – 19 παραμονεύει. ΜΕΘ κι αναπνευστήρες στην ημερήσια διάταξη, δεν θέλει και πολύ να αντιληφθεί κανείς ότι αυτές οι γιορτές δεν έχουν τίποτε από την παραμυθητική διάσταση άλλων ετών. Αν ο Τάκης Παπατσώνης ήταν εν ζωή, θα ‘γραφε ξανά το ποίημα της «Χριστουγεννιάτικης Αγρυπνίας» του, τρέμοντας μήπως δεν καταφέρει να μπει στο πνεύμα της γιορτής, κι αντί για ύμνο Χριστουγέννων ψάλει θρήνο.
Πολλή παραμυθία χωρούν οι γιορτές. Όχι όμως όλες οι γιορτές. Δυο διαφορετικές γενιές Ελλήνων, παππούδων και πατεράδων, γιαγιάδων και μανάδων, μπορούν να σας αφηγηθούν Χριστούγεννα του παρελθόντος που κανείς δεν νοσταλγεί. Και ίσως μπορούν να γίνουν πολύ πειστικοί για το τι ακριβώς εστί κατάρα στο συλλογικό πεπρωμένο ενός λαού.
Σύμφωνοι, τα Χριστούγεννα του ’20 θα είναι διαφορετικά: με περίσκεψη, εκεί που μόνη έννοια θα ‘ταν δώρα και περιτυλίγματα. Με παραμονή σε φούσκα κοινωνική, αντί για εξωστρέφεια, με έγνοια για τους ευάλωτους, αντί για το «μια ζωή την έχουμε». Το τρίτο κύμα είναι μπροστά μας και δεν σηκώνει παιχνίδια έξαλλης κοινωνικότητας. Δεν θα είναι όμως ούτε οι πρώτες γιορτές, και μάλλον ούτε οι τελευταίες, που μια εξωτερική «απειλή», ένας αστάθμητος παράγοντας, μια ανατροπή αναγκάζει μικρούς και μεγάλους να στερηθούν χαρές κι απολαύσεις, να καταφύγουν στο «αλλιώτικα». Τα Χριστούγεννα μένουν αλώβητα, πάντοτε εδώ.
Το παρελθόν έχει ίσως να αφηγηθεί πολύ χειρότερα. Οι συγκρίσεις της πανδημίας με τη συγκυρία Πολέμου είναι συχνές, μα όσοι έχουν ζήσει Κατοχή αχνογελούν. Η όποια οικονομική αβεβαιότητα του φετινού χειμώνα, δεν μπορεί να συγκριθεί με την πείνα, την ανέχεια των μαύρων εκείνων χρόνων. Εδώ όσο πλουσιοπάροχο κι αν δεν είναι το μενού, πιάτα από το τίποτα δεν έχουν θέση. Να σας πει, ο παππούς της οκτάχρονης Μαριάνθης για το εορταστικό τραπέζι…
Ο κόσμος έπαιρνε ντομάτες, τις έλιωνε, τις έβραζε και πρόσθετε ελιές για νοστιμάδα. Τις συνταγές τις έδιναν οι εφημερίδες της εποχής, τότε που οι ελλείψεις προϊόντων και η µαύρη αγορά έκαναν δύσκολη την επιβίωση. Φασολάκια χωρίς φασόλια, µουσταλευριά χωρίς µούστο, βλιτοκεφτέδες, λάχανο µε κάστανα, µαρµελάδα πορτοκάλι χωρίς ζάχαρη.
Η ιστορικός Ελένη Νικολαϊδου παρουσιάζει στην έρευνα της υπό τον τίτλο «Οι συνταγές της… πείνας», όλες τις λεπτοµέρειες της δύσκολης καθηµερινότητας των Αθηναίων στην Κατοχή και τις ιδέες που σκαρφίζονταν για το οικογενειακό τραπέζι. (Ας μη μιλήσουμε για την ποιότητα του κρέατος και τις σκοπιές σε μπαξέδες και κοτέτσια). «Πολεμικά εδέσματα», τα είχαν βαφτίσει. Η αβρότητα στις επισκέψεις επέτασσε αντί άλλων δώρων, τρόφιμα. Τα Χριστούγεννα του 1941, υπήρξε μαγαζί που πωλούσε για πρωτοχρονιάτικο δώρο παστές σαρδέλες. Οι βασιλόπιτες από χαρουπάλευρο και σταφίδες κόστιζαν μια περιουσία. Τα κουφέτα ήταν δυσεύρετα και οι νοικοκυρές συνήθιζαν να φτιάχνουν μια εκδοχή τους από μαύρη ζάχαρη. Μαύρα κουφέτα για τους γάμους!
Λίγα ξερά σύκα για τα παιδιά που τραγουδούσαν τα κάλαντα. Και όταν έπεφτε η νύχτα, συσκότιση, με μπλε χαρτί ή και σεντόνια, στα πορτοπαράθυρα. Ούτε Ertflix, ούτε Netflix. Ο παππούς της Μαριάνθης γελάει. «Όχι αυτά τα Χριστούγεννα δεν θα είναι τα χειρότερά του. Τι κι αν μπορεί να είναι τα τελευταία του; Η σύγκριση με τον Πόλεμο αφορά τους αριθμούς, αποκλειστικά αυτούς που φεύγουν και το προσωπικό κισμέτ τους, επ’ ουδενί αυτούς που μένουν. Δεν υπάρχει σύγκριση. Καμία».
Η ταραγμένη δεκαετία του ‘60
Οσοι πιάνουν στο στόμα τους τη δεκαετία του ‘60 για τις απαραίτητες συγκρίσεις, είναι μάλλον τολμηροί. Μιλάμε για την πιο εξιδανικευμένη, εν Ελλάδι, δεκαετία όλων των εποχών. Αυτά τα Sixties, όλα τα είχαν: και κοινωνικά κινήματα, και πολιτικές ανατροπές και ρήξεις με το κατεστημένο και αμφισβητήσεις και εντάσεις και δημιουργία, από όλα λέμε.
Οι πάντες θα σας μιλήσουν για τη μαγεία της φωτεινής Σταδίου με τα παιχνιδάδικα και τις μπουτίκ, ή τις πολυκατοικίες που έμαθαν στον καλό κόσμο των ρετιρέ να συγκατοικεί με τα λαϊκά στρώματα, λίγοι θα σας πουν για τους Δεκέμβρηδες που έριξαν γκρίζο στις γιορτές. Ο πατέρας της Δάφνης, γήινος, πολιτικοποιημένος τότε (μα όχι αριστερός), αληθινός, θυμάται δυο χρονιές «αντι – εορταστικές». Το 1960, και την απεργία που είχε συνταράξει τη χώρα, την κινητοποίηση των οικοδόμων, και την πορεία τους προς το υπουργείο Εργασίας, στην πλατεία Κλαυθμώνος – ορόσημο για το εργατικό κίνημα της εποχής. Των οικοδόμων, της εμπροσθοφυλακής της Αριστεράς, στα δύσκολα μετεμφυλιακά χρόνια της χώρας.
Δημοσιεύματα της εποχής ήθελαν την προσέλευση στην διαδήλωση εντυπωσιακή, με περίπου 15.000 ανθρώπους στους δρόμους. Η απεργία της 1ης Δεκεμβρίου είχε καθηλώσει συνολικά 45.000 εργαζόμενους. Η σύγκρουση με τους αστυνομικούς δεν άργησε να έλθει. Τόπος της σύρραξης, τα Χαυτεία. Επεισόδια, αυτοσχέδια όπλα στα χέρια. Οι ένστολοι αυξήθηκαν εντυπωσιακά. Ανδρες της Γενικής Ασφάλειας, ολόκληρο το μηχανοκίνητο τμήμα της Αστυνομίας, δυνάμεις της Πυροσβεστικής. «Δεν μπορούσαν με τίποτα να τους κάνουν καλά». Οι κρανοφόροι του μηχανοκίνητου τμήματος λαμβάνουν εντολή από τον αστυνομικό διευθυντή Αθηνών, να επιτεθούν στη μάζα των απεργών και να πυροβολήσουν με περίστροφα. Απολογισμός: 120 τραυματίες, 173 συλλήψεις.
Επώδυνος, αυτή τη φορά για την τύχη όλης της χώρας που «ήδη έχει μπει στον γύψο», και ο Δεκέμβρης του 1967. Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος θριαμβολογούσε, το – πρόχειρα σχεδιασμένο – αντιχουντικό κίνημα με επικεφαλής τον ίδιο τον βασιλιά Κωνσταντίνο είχε αποτύχει. «Η συνωμοτική αντεπανάστασις», όπως τη βάφτισε το καθεστώς, κατέρρευσε χωρίς να μπορέσει καν να φτάσει στον κόσμο που ασφυκτιούσε. Το κίνημα είχε εκδηλωθεί στις τάξεις του Πολεμικού Ναυτικού και της Πολεμικής Αεροπορίας, όπλων που εν πολλοίς δεν «ήταν» με τους «καραβανάδες» πραξικοπηματίες. Οι χουντικοί κατέστειλαν με μεγάλη ευκολία την ερασιτεχνική προσπάθεια, και η δικτατορία άρχισε πλέον να διανύει τη δεύτερη φάση της. Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος ανέλαβε «Πρωθυπουργός» και ο Γεώργιος Ζωϊτάκης αντιβασιλεύς. Είχε ακυρωθεί η όποια πιθανότητα αντίδρασης από το Στέμμα ή τα όπλα που διατηρούσαν πίστη στη νομιμότητα.
Ο πατέρας της Δάφνης γελάει. Όχι, αυτά τα Χριστούγεννα δεν θα είναι τα χειρότερα του, ούτε κατά διάνοια – κι ας είναι σε ομάδα υψηλού κινδύνου, με εύθραυστη ηλικία και υγεία. Γελάει κι όταν σχολιάζει τη σύγκριση του τότε με το τώρα. Τον συσχετισμό της συζήτησης για τα δικαιώματα και την τυχόν καταπάτησή τους ελέω κορονοϊού, τις μάσκες, τα εμβόλια, με τις φυλακές, τα βασανιστήρια, τις απαγορεύσεις, το φαιδρό της εξουσίας. «Το μόνο κοινό που έχει το ανελεύθερο εκείνο καθεστώς με το παρόν των γεμάτων Εντατικών είναι η βαριά ανάσα, η έλλειψη οξυγόνου, κορίτσι μου».