Με την έκδοση των αποτελεσμάτων των Πανελλαδικών Εξετάσεων κλείνει ένας κύκλος για τους απoφοίτους, για ελάχιστους ενάρετος, για μερικούς ικανοποιητικός, ενώ για τους περισσότερους ο κύκλος σφραγίζεται από μια αποτυχία ή επιτυχία. Πρόκειται για ένα κυκλικό σχήμα που επαναλαμβάνεται για δεκαετίες, αποκρύπτοντας χρόνιες παθογένειες πίσω από το τοτέμ της αντικειμενικής αξιολόγησης. Ελλείψει άλλων διαδικασιών, το τοτέμ διατηρείται με το να θυσιάζεται ο ανθός της νεολαίας (κατ᾽ ακρίβεια το μεγαλύτερο μέρος της – οι πιο προνομιούχοι παρακολουθούν μαθήματα ΙΒ/International Baccalaureate).
Η μέγιστη από τις παθογένειες του εκπαιδευτικού συστήματος είναι ο στρεβλός ανθρωπότυπος που παράγεται από το ελληνικό σχολείο: ανιστόρητος και αγεωγράφητος, άμουσος και άβουλος, σε μια μόνιμη σύγχυση και ακρισία, εύκολο θήραμα και χειραγωγίσιμο άθυρμα σε αετονύχηδες κάθε είδους, των πολιτικών συμπεριλαμβανομένων – αν οι εξετάσεις τύπου PISA δοκιμάζονταν στους τελειόφοιτους του Λυκείου, τα αποτελέσματα θα ήταν περισσότερο απογοητευτικά εν σχέσει με αυτά των τελειοφοίτων του Γυμνασίου.
H κύρια αυτή παθογένεια, διαχρονική και μόνιμη, του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος είναι αποτέλεσμα της επικράτησης της ιδεολογίας επί της δομής – ιδεολογία με την πρόσκαιρα κομματική πρόσληψη και τη συνακόλουθη επιστημονική εγκυρότητα που τη συνοδεύει από τους καθ᾽ ύλην αρμόδιους, τους οργανικούς διανοούμενους. Υπάρχει βέβαια και το αντίστροφο. Ελλείψει όποιας ιδεολογίας, ελλείψει δηλαδή προγραμματικού περιεχόμενου που να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και να εμπεριέχει ένα consensus, η δομή κυριαρχεί πάνω στην εκπαίδευση, με αποτέλεσμα να αναπαράγεται ένα σχήμα περισσότερο γραφειοκρατικό παρά εκπαιδευτικό (αυτό το τελευταίο γιγαντώθηκε την τετραετία 2019-2023).
Στην ιστορία της ελληνικής εκπαίδευσης κατά τον 21ο αιώνα τα Προγράμματα Σπουδών (ΠΣ) έχουν συνταχθεί στο όνομα της επιστήμης, αλλά όλα ανεξαιρέτως έχουν μια δυστοκία εφαρμογής στην ελληνική πραγματικότητα. Ως ένας από τους τέσσερις που έχουν κατοχυρώσει τα επαγγελματικά δικαιώματά τους στο Σύνταγμα –μαζί με τους πολιτικούς, τους δικαστικούς και τους ιερείς–, οι οργανικοί διανοούμενοι του συστήματος εξουσίας, οι πανεπιστημιακοί, έχουν τον πρώτο και το τελευταίο λόγο στην εκπόνηση των Προγραμμάτων Σπουδών στη δευτεροβάθμια, χωρίς να έχουν πατήσει ποτέ το πόδι τους σε αίθουσα σχολική ή να έχουν εκπονήσει έρευνα σε σχολική τάξη πριν από τη σύνταξη του ΠΣ (οι όποιες εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν τον κανόνα).
Η πρακτική αυτή, που ακολουθείται εδώ και τρεις δεκαετίες κοντά, είναι αποτέλεσμα δύο αιτιών. Η κατάργηση της αξιολόγησης που εγκαινιάστηκε ως προοδευτικό μέτρο, ως μια απελευθέρωση από την τυπολατρία του επιθεωρητισμού στη δεκαετία του 1980, οδήγησε στο να μην αναδεικνύονται εκείνοι οι εκπαιδευτικοί που βγαίνουν αλώβητοι από το καμίνι της αίθουσας, να μη βρίσκονται πρόσωπα αναφοράς που να στελεχώσουν την ιεραρχία στην εκπαίδευση και να αποτελούν οδοδείκτες, προασπιστές της Παιδείας και προστάτες της εκπαίδευσης από τους μηχανισμούς του πολιτικού εκμαυλισμού. Ωστόσο εν μέσω της χούντας, όταν η βενιζελική συγκεντρωτική αντίληψη για την ιεραρχική δομή του κράτους δεν είχε ακόμη πληγωθεί ανεπανόρθωτα, υπήρξαν εκπαιδευτικοί που έδωσαν εξετάσεις για να μετεκπαιδευθούν στο Μαράσλειο Διδασκαλείο.
Οι περίφημες διετείς διακοπές (2/1972-1/1974) χάρισαν στην ελληνική εκπαίδευση προσωπικότητες όπως οι Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Λουκάς Κούσουλας, Χριστόφορος Μηλιώνης, Κώστας Μπαλάσκας, Γιώργος Παγανός. Αυτοί οι άνθρωποι έφτιαξαν βιβλία αναφοράς, όπως τα Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, που ακόμη διατίθενται στους μαθητές του Λυκείου. Παρέμειναν πιστοί στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, χωρίς να λοξοδρομήσουν. Αντίθετα, τα τελευταία 40 χρόνια, ελλείψει αξιολόγησης, κινήτρων και περιθωρίων δημιουργικότητας, η δευτεροβάθμια εκπαίδευση μετατράπηκε σε έναν μηχανισμό ανέλιξης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση (ο «νόμος της Περιστέρας», όπως έχει χαρακτηριστεί χλευαστικά, αποτυπώνει αυτό ακριβώς).
Ετσι, τα όποια προγράμματα σπουδών συντάσσονται, είτε έχουν μια ακατάληπτη γλώσσα γεμάτη jargon και με επιστημονική σφραγίδα (βλ. Πρόγραμμα Σπουδών Νεοελληνικής Γλώσσας Γυμνασίου) είτε αποτελούν προγραμματικά κείμενα, γλωσσολογικώς στον αντίποδα προγραμμάτων σπουδών τύπου ΙΒ (βλ. Πρόγραμμα Σπουδών Νεοελληνικής Γλώσσας Λυκείου) είτε πεδίο προώθησης εξειδικευμένων ενδιαφερόντων, όπως η δημιουργική γραφή (βλ. Πρόγραμμα Σπουδών Λογοτεχνίας Λυκείου), είτε μαξιμαλιστικά και αποσπασματικά γεγονότα ή στοιχεία που δεν προάγουν την ιστορική ή τη φιλοσοφική σκέψη.
Εν ολίγοις, κοινό χαρακτηριστικό των ΠΣ είναι η πρακτική αναποτελεσματικότητα (οι όποιες παρατηρήσεις κατατέθηκαν από την εφαρμογή τους στα Πρότυπα και Πειραματικά σχολεία παραπέμφθηκαν στις καλένδες, αγνοώντας τον μόχθο των εκπαιδευτικών και αποκαλύπτοντας τον προγραμματικό χαρακτήρα – φυσικά, όλα γίνονται στο όνομα της επιστήμης με αντιεπιστημονικό τρόπο: μόνο θεωρία, τύποις δοκιμή, χωρίς αναπροσαρμογή). Ετσι εκπαιδεύονται οι εκπαιδευτικοί και οικοδομούνται οι προϋποθέσεις για έναν ανθρωπότυπο του οποίου η σχέση με την πραγματικότητα είναι εξαρχής προβληματική, αν όχι στρεβλή, καθώς η γνώση που προτάσσεται δεν συνδέεται με τη ζώσα τάξη.
Μόνιμο χαρακτηριστικό σε όλα αυτά είναι ένας λανθάνων λαϊκισμός, ο οποίος δεν πρέπει να λογίζεται ως ένα φαινόμενο πολιτικό ή παροδικό, αλλά περισσότερο διαχρονικό, που εδράζεται σε ένα άλυτο πολιτισμικό πρόβλημα εκ της συστάσεως του ελληνικού κράτους, το οποίο έχει να κάνει με τη συνταύτιση της έννοιας του λαού, της μοναδικότητας του προσώπου και της κεντρικής θέσης του ανθρωπισμού στον ελληνικό πολιτισμό.
Κάθε φορά που γίνεται μια προσπάθεια να λυθεί αυτός ο γόρδιος δεσμός, διακόπτεται, είτε από την έλλειψη επαρκούς δημόσιου διαλόγου ή πνευματικών συζητήσεων στη δημόσια σφαίρα είτε από την έλλειψη πολιτικού προσωπικού που να μπορεί να σταθεί ασάλευτο στο διακύβευμα, είτε από το μόνιμο χαρακτηριστικό του πολιτικού προσωπικού που βολεύει, την αδυναμία επίτευξης ενός consensus, μιας ελάχιστης κοινής βάσης συνεννόησης για την επίτευξη ενός αποτελέσματος σε βάθος χρόνου.
Ακόμη και όταν αυτό επετεύχθη (συνέβη άπαξ το 2010), οι ανατροπές της ιστορίας ήταν τέτοιου μεγέθους που ισοπέδωσαν και αυτήν την ψευδαίσθηση. Δοκιμάζοντας τα πάντα, το πολιτικό προσωπικό έχει έρθει η ώρα να αντιληφθεί ότι είναι προς το συμφέρον του, μέσα από consensus, να δοκιμάσει και να θεσπίσει έναν ανεξάρτητο από κομματικά παιχνίδια οργανισμό.
Διαφορετικά, ο λαϊκισμός (τα κροκοδείλια δάκρυα περισσεύουν) θα συνεχίσει να διαβρώνει τόσο την ίδια την ιδεολογία όσο και τη δομή. Οι οργανικοί διανοούμενοι αποδέχονται τα Προγράμματα Σπουδών να γίνουν ένα bricolage, ένα σκαλάθυρμα ετερόκλητων στοιχείων με μηδαμινή σκέψη, η δε δομή (εκπαιδευτικοί, πανελλαδικές εξετάσεις) να αρέσκεται σε μια εξεταστική μετριότητα, δυναστική ωστόσο για τη χώρα, όπως φαίνεται από τις μεσαίες έως τελευταίες θέσεις που καταλαμβάνει η πατρίδα σε διάφορες κατηγορίες ευρωπαϊκών μετρήσεων που διεξάγονται.
Και στη μία και στην άλλη περίπτωση, το είδος της συμπαιγνίας αποκτά χαρακτηριστικά που τα βρίσκουμε στην τριλογία του Φράνσις Φορντ Κόπολα «Ο Νονός»: εκμετάλλευση του δημόσιου για να προστατευτούν τα ιδιωτικά αγαθά, προστασία του μέτριου και του λάθους, ακόμη και αν αυτό δεν είναι παραγωγικό, καλλιέργεια φοβικότητας και εμπέδωση μιας ένοχης σιωπής. Με αυτά καίγεται η καύσιμη ύλη, ο ανθός της νεολαίας.
* Ο Αχιλλέας Ντελλής είναι εκπαιδευτικός (φιλόλογος) στο 1ο Πρότυπο Γενικό Λύκειο Αθηνών-Γεννάδειο