Ηταν λογικό και αναμενόμενο: Το τραγικό σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη με την οργή και τον θυμό που προκάλεσε, οι καταιγιστικές αποκαλύψεις για τις ανεπάρκειες και το μπάχαλο στον ΟΣΕ και στο κράτος, μονοπώλησαν το ενδιαφέρον και έτσι πέρασαν σε δεύτερη μοίρα αλλά σημαντικά ζητήματα για το άμεσο μέλλον της χώρας –και το μέλλον όλων μας.
Για παράδειγμα, δεν αναλύθηκε επαρκώς, δεν συζητήθηκε και ούτε συζητείται η κρίσιμη απόφαση του Eurogroup σύμφωνα με την οποία από την Πρωτοχρονιά του 2024 επανέρχεται, σε όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ, η οικονομική πειθαρχία και μπαίνει τέλος στις εκτεταμένες δημόσιες δαπάνες τις οποίες οι 27 πραγματοποιούσαν τα τρία τελευταία χρόνια για να αντιμετωπίσουν την πανδημία και την ενεργειακή κρίση. Με άλλα λόγια, τα ελλείμματα και τα χρέη που δημιουργήθηκαν πρέπει από του χρόνου να μαζευτούν ή, πιο λαϊκά, «ό,τι δώσατε δώσατε».
Υπό άλλες συνθήκες, μάλλον θα ήταν το κεντρικό θέμα των προσεχών εκλογών. Αλλά ήρθαν τα Τέμπη.
Ομως η πρόκληση της οικονομίας είναι μπροστά και σύντομα θα βρεθούμε αντιμέτωποι μαζί της. Το ζήτημα είναι καίριο για τις χώρες με μεγάλο χρέος και ελλείμματα όπως η Ελλάδα, η οποία επιπλέον συνεχίζει να καταγράφει σημαντικές αδυναμίες στο οικονομικό μοντέλο της.
Την κατάσταση περιέγραψε εύστοχα ο πρώην πρωθυπουργός, Κώστας Σημίτης, στην πρόσφατη συνέντευξή του στην «Οικονομική Επιθεώρηση»:
Η μεγάλη εικόνα είναι προς μια θετική κατεύθυνση. Ομως την ελληνική οικονομία μπορούν να τραυματίσουν ορισμένα ανησυχητικά φαινόμενα. Η αναζήτηση ενός σύγχρονου παραγωγικού μοντέλου για παράδειγμα…
Η συνεχής αναβάθμιση των δεξιοτήτων ανέργων και εργαζομένων σε κάθε επίπεδο, η διασύνδεση επιχειρήσεων και Πανεπιστημίων για τη μεταφορά της γνώσης, οι μεταρρυθμίσεις στη δημόσια διοίκηση, είναι αναγκαίες προϋποθέσεις για την αναβάθμιση του αναπτυξιακού μας μοντέλου, για τη συνολική τεχνολογική και οργανωτική αναβάθμιση της παραγωγικής ικανότητας της χώρας – και δεν υπάρχει κεντρική κατεύθυνση ενθάρρυνσης αυτών των δράσεων.
Το επενδυτικό κλίμα που επιδιώκει να δημιουργήσει η κυβέρνηση είναι ένας επιβεβλημένος στόχος που όμως μέχρι σήμερα έχει αποδώσει ασταθή αποτελέσματα. …με τα εθνικά μας κεφάλαια οι ξένοι αποκτούν τον έλεγχο της οικονομίας μας. Αυτό δεν λέγεται ξένη επένδυση, αλλά κερδοσκοπικός οπορτουνισμός. (…) Οι μαζικές τέλος παροχές επιδομάτων είναι μεν θετικές στον οικογενειακό προϋπολογισμό, αλλά βλαπτικές στο σύνολό τους – καθώς διευρύνουν το δημόσιο έλλειμμα δημιουργώντας συνθήκες επιβολής νέων φορολογικών μέτρων. Δεν αφήνουν τα αναγκαία δημοσιονομικά περιθώρια για την αντιμετώπιση έκτακτων μελλοντικών αναγκών, ενώ υπονομεύουν και τις διαρθρωτικές βελτιώσεις που χρειάζεται η παραγωγή. Κι αφού η παραγωγικότητα παραμένει περιορισμένη, ευνοείται η κατανάλωση και ανεβαίνει το εξωτερικό έλλειμμα. Κι όλα αυτά είναι σοβαρές πηγές ανησυχίας.
Η πολιτική αντιμετώπισή της οικονομικής πρόκλησης που ήδη μας πλησιάζει κάθε μέρα που περνάει δεν είναι είναι καθόλου εύκολη και ο εφησυχασμός ή ο αναπόφευκτος αποπροσανατολισμός μπορεί να επιφέρει πρόσθετους κινδύνους.
Μέχρι τώρα τα κόμματα έχουν αποφύγει να το θέσουν ευθέως στην προεκλογική συζήτηση. Το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ έχει μιλήσει για συνεννόηση και συναίνεση στην οικονομία και σε άλλα μεγάλα θέματα ανάμεσα στις πολιτικές δυνάμεις, αλλά και αυτές οι θέσεις πολλές φορές θυμίζουν περισσότερο ευχολόγια και πάνω στο επιτακτικό δίλημμα «με ποιον θα συνεργαστείτε» χάνουν το δίκιο τους.
Οποια όμως κυβέρνηση προκύψει από τον εκλογικό κύκλο θα το βρει μπροστά της. Και θα έχει δύο δρόμους να ακολουθήσει:
Ο ένας, ο δοκιμασμένος, είναι ο δρόμος της περιοριστικής πολιτικής λιτότητας σε όλα τα επίπεδα. Είναι η πεπατημένη των φιλελεύθερων κυβερνήσεων της Ευρώπης, η οποία μπορεί μεν να «μαζεύει» ελλείμματα και χρέη αλλά διατηρεί τις ανισότητες ιδίως στα μεσαία και κατώτερα κοινωνικά στρώματα, προκαλώντας κοινωνικές εντάσεις και συγκρούσεις.
Ο άλλος δρόμος είναι ο δύσκολος δρόμος της συνεννόησης και της συναίνεσης για τους στόχους σε διαρθρωτικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται σε όλο το εύρος της οικονομίας και του κράτους. Εξασφαλίζει κοινωνική συνοχή και μειώνει τις ανισότητες, ενώ δίνει ώθηση στη ανάπτυξη και τονώνει την εθνική αυτοπεποίθηση.
Ας έχουμε λοιπόν όλοι κατά νου τι μας περιμένει πηγαίνοντας στις κάλπες. Κι ας αποφασίσουμε ποια πολιτική διαδρομή κι άρα τι κυβέρνηση θέλουμε.