Απόψεις

Τα στυλιζαρισμένα καλοκαίρια μας

Συνέβησαν απρόοπτα, ξαφνιάστηκες δυσάρεστα αλλά και ευχάριστα. Εκστασιάστηκες, βαρέθηκες, έλιωσες, αφέθηκες, τσιτώθηκες. Και σε μια ιδανική στιγμή, εκεί όπου οι διακοπές επιτελούν τον σκοπό τους, ξέχασες ποιος είσαι και τι κάνεις
Λίλα Σταμπούλογλου

Εβαλε αντηλιακό λάδι και λιπ γκλος στα χείλη. Χτένισε τα βρεγμένα μαλλιά της και σηκώθηκε από την ξαπλώστρα για να κατευθυνθεί στο σημείο της παραλίας όπου ένας βράχος σε περίεργο σχήμα προεξείχε από το νερό. Ανέβηκε επάνω του και έβαλε το κινητό μπροστά της, με το κοντάρι που σου δίνει πανοραμικό πλάνο. Κάθισε τουλάχιστον δέκα λεπτά πάνω στον βράχο, δοκιμάζοντας διαφορετικές πόζες, και μετά επέστρεψε στη θέση της, στην ξαπλώστρα.

Δίπλα το αγόρι της σκρόλαρε ασταμάτητα στο κινητό του. Είναι ζήτημα αν σήκωσε το βλέμμα δύο φορές να κοιτάξει τη θάλασσα ή να μιλήσει με την κοπέλα του. Η οποία με το που κάθισε, έβαλε επίσης το κινητό μπροστά της, προφανώς για να ανεβάσει τις φωτογραφίες που έβγαλε πριν σε κάποιο κοινωνικό μέσο. Μια φωτογραφία ακόμα δίπλα στις χιλιάδες αναρτημένες, που δείχνουν την καλοκαιρινή μας πραγματικότητα ωραιοποιημένη.

Θάλασσες, κύματα, βουτιές, τοπία, ηλιοβασιλέματα, γραφικά στενά σε νησιά, φαγητά σε εστιατόρια. Και εμείς μέσα τους, πρωταγωνιστές του φόντου, τοποθετημένοι μελετημένα στο καλό σημείο, φωτογραφημένοι στην καλή γωνία, στο καλό φως, στην τέλεια πόζα. Και όλο το σκηνικό περιβεβλημένο από το κατάλληλο φίλτρο, εκείνο που το ωραιοποιεί ακόμα περισσότερο, το κάνει να μοιάζει με στιγμιότυπο ταινίας και με εξώφυλλο περιοδικού.

Ενα κλικ καλοκαιρινής ψευδαίσθησης προορισμένο να μπει σε διαδικτυακά άλμπουμ που, εν είδει αναμνήσεων, θα εμφανιστούν τον επόμενο χρόνο μπροστά σου για να σου υπενθυμίσουν πώς πέρασες. Αλήθεια, έτσι πέρασες τις διακοπές σου; Ξέρεις μέσα σου πόσο γελοία είναι, πόσο μακριά από την πραγματικότητα, αυτά τα κλικ. Γύρω τους η αληθινή ζωή γρυλίζει σαν αγρίμι, κυλιέται στη λάσπη και κατασπαράζει τις σάρκες σου.

Τα γραφικά στενά στο νησί βούλιαζαν από κόσμο, η ταβέρνα που κάθισες να φας είχε άθλια εξυπηρέτηση, στη θάλασσα πάτησες αχινό, στην ηλιοθεραπεία κάηκε η πλάτη σου, το ξενοδοχείο που έμεινες ήταν βρώμικο, στα μισά των διακοπών μάλωσες με το ταίρι σου, έπαθες γαστρεντερίτιδα, κόλλησες κορονοϊό, κοιμήθηκες μεθυσμένος μπρούμυτα με τα ρούχα, ξύπνησες κάθιδρος από τον καύσωνα.

Συνέβησαν απρόοπτα, ξαφνιάστηκες δυσάρεστα αλλά και ευχάριστα. Εκστασιάστηκες, βαρέθηκες, έλιωσες, αφέθηκες, τσιτώθηκες. Και σε μια ιδανική στιγμή, εκεί όπου οι διακοπές επιτελούν τον σκοπό τους, ξέχασες ποιος είσαι και τι κάνεις. Εκεί, σε αυτό το κενό χρόνου, το κινητό έμεινε μέσα στην τσάντα σου για ώρα, να γεμίζει ειδοποιήσεις που καμία σκέψη δεν σου υπενθύμιζε ότι πρέπει να τσεκάρεις.

Ελιωσες σε μια παραλία, με την κοιλιά σου φουσκωμένη από τις κραιπάλες των διακοπών, με το σώμα μουδιασμένο από τον ήλιο, ανίκανο να ρουφηχτεί, να τεντωθεί και να ποζάρει, ένα σώμα πεταμένο στην άμμο σαν λιωμένο παγωτό, με ένα πρόσωπο άβαφτο, άφιλτρο, καλυμμένο με θαλασσινό αλάτι, με τις ρυτίδες και τις ατέλειές του εκτεθειμένες στο εκτυφλωτικό φως του καλοκαιριού. Δέρμα και χώμα.

Σε αυτά τα κενά συμβαίνει το μαγικό των διακοπών, και είναι εκείνα που δεν βλέπει κανένας διαδικτυακός φίλος, εκείνα που δεν ανεβαίνουν σε διαδικτυακούς τοίχους, γιατί αν ανεβούν θα μοιάζουν αταίριαστα με τη στυλιζαρισμένη αισθητική του εικονικού μας κόσμου. Η αλήθεια μας είναι ακατάλληλη για δημόσια θέα, έτσι τη νιώθουμε τουλάχιστον. Πολύ ωμή για να την εκθέσουμε, πολύ τραχιά για να τη βάλουμε σε κάδρο. Οσο πιο αληθινή η στιγμή μας, τόσο περισσότερο την κρύβουμε από τα μάτια των άλλων. Οχι γιατί τη θεωρούμε δική μας, ιδιωτική και πολύτιμη, αλλά γιατί ντρεπόμαστε.

Και κάπως έτσι έχουμε φτιάξει ένα παράλληλο καλοκαιρινό σύμπαν όπου όλοι είμαστε όμορφοι και χαρούμενοι. Χαρακτήρες από εύπεπτη κομεντί όπως το «Emily in Paris», που περιφέρονται αέρινα μέσα σε ειδυλλιακά σκηνικά διακοπών, με αυτοπεποίθηση και απαράμιλλο στυλ, ξεφωνίζοντας ο ένας στον άλλον πόσο όμορφα περνάνε. Μια επιδειξιμανία χωρίς προηγούμενο, ένας ναρκισσισμός που ξεχειλίζει μέσα από εικόνες, ένα Εγώ που προσπαθεί να το φουσκώσει η τρόμπα της ματαιότητας.

«Είδα τις φωτογραφίες στα stories σου, φανταστικές! Ωραία περάσατε, ε;», της είπε η φίλη της καθώς περίμεναν τον καφέ μπροστά μου.

«Ναι, τι να σου πω, φανταστικά. Το χειρότερο καλοκαίρι της ζωής μου» απάντησε η άλλη.

Μια ολόκληρη ιστορία υπήρχε πίσω από τις ωραίες αναρτήσεις, αλλά δυστυχώς ο καφές ήρθε και δεν πρόλαβα να τη μάθω.